3,277,172
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0582.png Seite 582]] zerschaben, zerreiben, zersplittern, übh. zerstören; ὄψιν Eur. Cycl. 487; Alc. 108 u. öfter; διακναιομένης κάμακος Aesch. Ag. 65; ἡ [[πόλις]] διακναισθήσεται, Schol. διαφθαρήσεται, Ar. Pax 251; τὸ [[χρῶμα]] διακεκναισμένος, abgeschabt, bleich, Nubb. 119; [[πόθος]] μ' ἔχει διακναίσας, verzehrt mich, Eccl. 956. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0582.png Seite 582]] zerschaben, zerreiben, zersplittern, übh. zerstören; ὄψιν Eur. Cycl. 487; Alc. 108 u. öfter; διακναιομένης κάμακος Aesch. Ag. 65; ἡ [[πόλις]] διακναισθήσεται, Schol. διαφθαρήσεται, Ar. Pax 251; τὸ [[χρῶμα]] διακεκναισμένος, abgeschabt, bleich, Nubb. 119; [[πόθος]] μ' ἔχει διακναίσας, verzehrt mich, Eccl. 956. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> déchirer;<br /><b>2</b> déchirer comme avec les ongles ; faire une déchirure cuisante.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κνάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακναίω''': (ἴδε [[κναίω]]), ξέω τι ἢ [[τρίβω]], [[ἀφανίζω]], ὄψιν δ., [[φθείρω]] τὸν ὀφθαλμόν τινος, Εὐρ. Κύκλ. 487. - Παθ., σπαράττομαι, Ἱππ. 644. 49· διακναιομένης κάμακος, τῆς λόγχης συντριβομένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 65. 2) ἐξαντλῶ, [[φθείρω]], ἡ ἀσιτίη δ. Ἱππ. 451. 2· [[πόθος]] μ’ ἔχει διακναίσας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 957, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 27, Ἡρακλ. 297· δ. Ὀρέστην, διαφθείρων τὸ Ὀρέστ. (δηλ. τὸν χαρακτῆρα τοῦ Ὀρέστ. [[ἕνεκα]] τῆς κακῆς καὶ ἀδεξίου ὑποκρίσεως), Στράττις Ἀνθρ. 1. -Παθ., ἐντελῶς φθείρομαι, καταστρέφομαι, αἰκίαις, μόχθοις Αἰσχύλ. Πρ. 94, 541, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 164, Ἀλκ. 108· διακναισθήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 251· τὸ [[χρῶμα]] διακεκναισμένος, ἀπολέσας ὅλον του τὸ [[χρῶμα]], ὁ αὐτ. Νεφ. 120. | |lstext='''διακναίω''': (ἴδε [[κναίω]]), ξέω τι ἢ [[τρίβω]], [[ἀφανίζω]], ὄψιν δ., [[φθείρω]] τὸν ὀφθαλμόν τινος, Εὐρ. Κύκλ. 487. - Παθ., σπαράττομαι, Ἱππ. 644. 49· διακναιομένης κάμακος, τῆς λόγχης συντριβομένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 65. 2) ἐξαντλῶ, [[φθείρω]], ἡ ἀσιτίη δ. Ἱππ. 451. 2· [[πόθος]] μ’ ἔχει διακναίσας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 957, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 27, Ἡρακλ. 297· δ. Ὀρέστην, διαφθείρων τὸ Ὀρέστ. (δηλ. τὸν χαρακτῆρα τοῦ Ὀρέστ. [[ἕνεκα]] τῆς κακῆς καὶ ἀδεξίου ὑποκρίσεως), Στράττις Ἀνθρ. 1. -Παθ., ἐντελῶς φθείρομαι, καταστρέφομαι, αἰκίαις, μόχθοις Αἰσχύλ. Πρ. 94, 541, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 164, Ἀλκ. 108· διακναισθήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 251· τὸ [[χρῶμα]] διακεκναισμένος, ἀπολέσας ὅλον του τὸ [[χρῶμα]], ὁ αὐτ. Νεφ. 120. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |