Anonymous

διάνδιχα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0592.png Seite 592]] [[zwiefach]] (διά, ἀνά, [[δίχα]]); Hom. viermal: [[διάνδιχα]] μερμήριξεν Versende Iliad. 1, 189. 8, 167. 13, 455, er schwankte zwischen zwei Entschlüssen; Iliad. 9, 37 σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε Κρόνου [[παῖς]] ἀγκυλομήτεω· σκήπτρῳ μέν τοι δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων, ἀλκὴν δ' οὔ τοι δῶκεν, er gab dir von zwei Dingen eines. Vgl. [[δίχα]] und [[ἄνδιχα]]. – Folgende: [[διάνδιχα]] κλῇθρα κλίνεται δόμων Eur. Herc. Fur. 1029; νῆα διάνδιχ' ἔαξε Ap. Rh. 2, 1109. Auch in tmesi, διὰ δ' [[ἄνδιχα]] θυμὸν ἔχουσιν Hes. O. 13; vgl. διὰ δ' [[ἀμπερές]], Odyss. 21, 422.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0592.png Seite 592]] [[zwiefach]] (διά, ἀνά, [[δίχα]]); Hom. viermal: [[διάνδιχα]] μερμήριξεν Versende Iliad. 1, 189. 8, 167. 13, 455, er schwankte zwischen zwei Entschlüssen; Iliad. 9, 37 σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε Κρόνου [[παῖς]] ἀγκυλομήτεω· σκήπτρῳ μέν τοι δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων, ἀλκὴν δ' οὔ τοι δῶκεν, er gab dir von zwei Dingen eines. Vgl. [[δίχα]] und [[ἄνδιχα]]. – Folgende: [[διάνδιχα]] κλῇθρα κλίνεται δόμων Eur. Herc. Fur. 1029; νῆα διάνδιχ' ἔαξε Ap. Rh. 2, 1109. Auch in tmesi, διὰ δ' [[ἄνδιχα]] θυμὸν ἔχουσιν Hes. O. 13; vgl. διὰ δ' [[ἀμπερές]], Odyss. 21, 422.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en deux parties, en deux : [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν IL être partagé entre deux avis;<br /><b>2</b> par moitié : σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε IL et il te donna l'une des deux choses.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἄνδιχα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διάνδῐχα''': ἐπίρρ., ὡς τὸ [[ἄνδιχα]], κατὰ δύο τρόπους, [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν, κυμαίνεσθαι, ταλαντεύεσθαι μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ἰλ. Α. 189· σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε Ι. 37· ἐν τμήσει, διὰ δ’ [[ἄνδιχα]] θυμὸν ἔχουσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13· δ. [[ἔαξα]], ἔθραυσα αὐτὸ εἰς δύο, Θεόκρ. 25. 256· μόνον ἄπαξ παρὰ Τραγ. (ἐν λυρικῷ χωρίῳ), δ. κλῇθρα κλίνεται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1029.
|lstext='''διάνδῐχα''': ἐπίρρ., ὡς τὸ [[ἄνδιχα]], κατὰ δύο τρόπους, [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν, κυμαίνεσθαι, ταλαντεύεσθαι μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ἰλ. Α. 189· σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε Ι. 37· ἐν τμήσει, διὰ δ’ [[ἄνδιχα]] θυμὸν ἔχουσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13· δ. [[ἔαξα]], ἔθραυσα αὐτὸ εἰς δύο, Θεόκρ. 25. 256· μόνον ἄπαξ παρὰ Τραγ. (ἐν λυρικῷ χωρίῳ), δ. κλῇθρα κλίνεται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1029.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en deux parties, en deux : [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν IL être partagé entre deux avis;<br /><b>2</b> par moitié : σοὶ δὲ [[διάνδιχα]] δῶκε IL et il te donna l'une des deux choses.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἄνδιχα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth