Anonymous

θόρυβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1215.png Seite 1215]] ὁ, Lärm, Geräusch, bes. das verworrene Durcheinanderschreien u. Lärmen einer großen Menschenmenge; [[συμμαχία]] θόρυβον μέγαν παραίθυξε Pind. Ol. 11, 74; [[τίς]] αὖ [[θόρυβος]] ἵσταται βοῆς Soph. Phil. 1247; θορύβῳ τε [[πίσυνος]] καὶ ἀμαθεῖ παῤῥησίᾳ Eur. Or. 905; ἐς θόρυβον [[ἦλθον]] λευσθῆναι I. A. 1349, d. i. in die Gefahr; καὶ θορύβου καὶ πατάγου χυτρείου Ar. Lys. 328; ἦν δὲ [[θόρυβος]] πολὺς καὶ [[ἐκπληκτικός]] Thuc. 8, 92; ἐκπληττόμενον ὑπὸ θορύβου τῶν πολλῶν Plat. Legg. II, 659 a, öfter; bes. mißbilligendes od. lobendes Geschrei, [[ὅταν]] ξὺν πολλῷ θορύβῳ τὰ μὲν ψέγωσι τῶν λεγομένων ἢ πραττομένων, τὰ δὲ ἐπαινῶσιν Rep. VI, 492 b; im Theater, Legg. IX, 876 b; εἰπὼν [[ταῦτα]] πολλοῖς θόρυβον παρέσχε καὶ ἔπαινον τῶν ἀκουόντων Prot. 339 d; Ar. Equ. 547 u. A.; im schlimmen Sinne, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ, böse Reden, Soph. Ai. 142. Auch = Verwirrung, Unruhe, καὶ [[ταραχή]] Plat. Polit. 273 a; Phaed. 66 d u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1215.png Seite 1215]] ὁ, Lärm, Geräusch, bes. das verworrene Durcheinanderschreien u. Lärmen einer großen Menschenmenge; [[συμμαχία]] θόρυβον μέγαν παραίθυξε Pind. Ol. 11, 74; [[τίς]] αὖ [[θόρυβος]] ἵσταται βοῆς Soph. Phil. 1247; θορύβῳ τε [[πίσυνος]] καὶ ἀμαθεῖ παῤῥησίᾳ Eur. Or. 905; ἐς θόρυβον [[ἦλθον]] λευσθῆναι I. A. 1349, d. i. in die Gefahr; καὶ θορύβου καὶ πατάγου χυτρείου Ar. Lys. 328; ἦν δὲ [[θόρυβος]] πολὺς καὶ [[ἐκπληκτικός]] Thuc. 8, 92; ἐκπληττόμενον ὑπὸ θορύβου τῶν πολλῶν Plat. Legg. II, 659 a, öfter; bes. mißbilligendes od. lobendes Geschrei, [[ὅταν]] ξὺν πολλῷ θορύβῳ τὰ μὲν ψέγωσι τῶν λεγομένων ἢ πραττομένων, τὰ δὲ ἐπαινῶσιν Rep. VI, 492 b; im Theater, Legg. IX, 876 b; εἰπὼν [[ταῦτα]] πολλοῖς θόρυβον παρέσχε καὶ ἔπαινον τῶν ἀκουόντων Prot. 339 d; Ar. Equ. 547 u. A.; im schlimmen Sinne, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ, böse Reden, Soph. Ai. 142. Auch = Verwirrung, Unruhe, καὶ [[ταραχή]] Plat. Polit. 273 a; Phaed. 66 d u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit confus, tumulte : [[θόρυβος]] βοῆς SOPH clameur confuse ; <i>particul. dans une assemblée</i> applaudissements, <i>ou au contr.</i> murmures, clameurs <i>au plur.</i><br /><b>2</b> trouble, confusion : [[εἰς]] θόρυβον [[ἤλυθον]] λευσθῆναι EUR j’en vins, par suite du tumulte, à courir le danger d'être lapidé.<br />'''Étymologie:''' R. Θορ, faire du bruit ; cf. [[Θρε]] &gt; [[θρέομαι]], [[θρόος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θόρῠβος''': ὁ, ([[θρόος]], θρέομαι) [[ταραχή]], ἰδίως ἡ συγκεχυμένη βοὴ πολυπληθοῦς συνελεύσεως. [[κραυγή]]. Πίνδ. Ο. 10 (11). 88, εὐρ. Ὀρ. 905, Θουκ. 8. 92, κτλ· [[θόρυβος]] βοῆς, συγκεχυμένη [[κραυγή]], Σοφ. Φ. 1263· θ. στρατιωτῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 546· Λιναΐτης ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 547. 2) ἰδίως εἰς ἔνδειξιν ἐπιδοκιμασίας ἢ τἀνάπαλιν (Πλάτ. Πολ. 492Β, C): α) [[ἐπικρότησις]], ἐπευφημία, Ἀριστοφ. Ἱππ. 547, Πλάτ. Πρωτ. 339D, κ. ἀλλ.· θόρυβον καὶ κρότον ἐποιήσατε Δημ. 519. 10. β) παράπονα, γογγυσμοί, Ἀνδοκ. 21. 30· οὕτω, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ’ ἡμᾶς, μεγάλοι γογγυσμοὶ γίνονται καθ’ ἡμῶν, Σοφ. Αἴ. 142. ΙΙ. [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], θ. παρέχειν τινὶ Ἡρόδ. 7. 181· ἐς θ. ἀπικέσθαι ὁ αὐτ. 8. 56, 87, πρβλ. 4. 134, Θουκ. 4. 104· ἐγένετο ὁ θ. [[μέγας]], ἐν μάχῃ, [[αὐτόθι]] 14· ἐν τῷ πληθυντ., ταραχαί, Μένανδ. ἐν Μονοστ. 239. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρ., ἐς θόρυβον ἦλθον... λευσθῆναι. ἐκινδύνευσα ἐκ τοῦ θορύβου νὰ λιθοβοληθῶ, Εὐρ. Ι Α. 1350.
|lstext='''θόρῠβος''': ὁ, ([[θρόος]], θρέομαι) [[ταραχή]], ἰδίως ἡ συγκεχυμένη βοὴ πολυπληθοῦς συνελεύσεως. [[κραυγή]]. Πίνδ. Ο. 10 (11). 88, εὐρ. Ὀρ. 905, Θουκ. 8. 92, κτλ· [[θόρυβος]] βοῆς, συγκεχυμένη [[κραυγή]], Σοφ. Φ. 1263· θ. στρατιωτῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 546· Λιναΐτης ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 547. 2) ἰδίως εἰς ἔνδειξιν ἐπιδοκιμασίας ἢ τἀνάπαλιν (Πλάτ. Πολ. 492Β, C): α) [[ἐπικρότησις]], ἐπευφημία, Ἀριστοφ. Ἱππ. 547, Πλάτ. Πρωτ. 339D, κ. ἀλλ.· θόρυβον καὶ κρότον ἐποιήσατε Δημ. 519. 10. β) παράπονα, γογγυσμοί, Ἀνδοκ. 21. 30· οὕτω, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ’ ἡμᾶς, μεγάλοι γογγυσμοὶ γίνονται καθ’ ἡμῶν, Σοφ. Αἴ. 142. ΙΙ. [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], θ. παρέχειν τινὶ Ἡρόδ. 7. 181· ἐς θ. ἀπικέσθαι ὁ αὐτ. 8. 56, 87, πρβλ. 4. 134, Θουκ. 4. 104· ἐγένετο ὁ θ. [[μέγας]], ἐν μάχῃ, [[αὐτόθι]] 14· ἐν τῷ πληθυντ., ταραχαί, Μένανδ. ἐν Μονοστ. 239. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρ., ἐς θόρυβον ἦλθον... λευσθῆναι. ἐκινδύνευσα ἐκ τοῦ θορύβου νὰ λιθοβοληθῶ, Εὐρ. Ι Α. 1350.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit confus, tumulte : [[θόρυβος]] βοῆς SOPH clameur confuse ; <i>particul. dans une assemblée</i> applaudissements, <i>ou au contr.</i> murmures, clameurs <i>au plur.</i><br /><b>2</b> trouble, confusion : [[εἰς]] θόρυβον [[ἤλυθον]] λευσθῆναι EUR j’en vins, par suite du tumulte, à courir le danger d'être lapidé.<br />'''Étymologie:''' R. Θορ, faire du bruit ; cf. [[Θρε]] &gt; [[θρέομαι]], [[θρόος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater