Anonymous

θράσος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1216.png Seite 1216]] τό, eigtl. dasselbe, was [[θάρσος]], aus dem es durch Metathesis entstanden ist, also Muth, Unerschrockenheit; τὸν δ' οὔ περ ἔχει [[θράσος]] Il. 14, 416; Pind. P. 2, 63. 83; Soph. El. 983 Tr. 723; ἐς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ θράσει Aesch. Prom. 863 u. öfter. – Gew. aber, wenigstens nach der Untetscheidung der Gramm. (vgl. Schol. Ap. Rh. 2, 77), in tadelnder Bedeutung gebraucht, übertriebener od. vergeblicher Muth, [[Tollkühnheit]], Verwegenheit, [[Frechheit]]; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους Soph. Ant. 846; El. 616; neben [[τόλμα]] Ai. 46; θεοβλαβοῦνθ' ὑπερκόμπῳ θράσει Aesch. Pers. 817; παμμάχῳ θράσει βρύων Ag. 163; πεπύργωσαι θράσει Eur. Or. 1568; ἐγώ σε παύσω τοῦ θράσους Ar. Equ. 429; auch in Prosa, obwohl seltener; Plat. Legg. III, 701 b; der [[ἀναίδεια]] entsprechend, Aesch. 1, 189; vgl. Thuc. 2, 40; den Unterschied hervorhebend sagt Luc. οὐδἐ γὰρ [[θράσος]], ἀλλὰ [[θάρσος]] φησὶν [[Ὅμηρος]] αὐτῇ (τῇ μυίᾳ) προσεῖναι, Musc. enc. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1216.png Seite 1216]] τό, eigtl. dasselbe, was [[θάρσος]], aus dem es durch Metathesis entstanden ist, also Muth, Unerschrockenheit; τὸν δ' οὔ περ ἔχει [[θράσος]] Il. 14, 416; Pind. P. 2, 63. 83; Soph. El. 983 Tr. 723; ἐς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ θράσει Aesch. Prom. 863 u. öfter. – Gew. aber, wenigstens nach der Untetscheidung der Gramm. (vgl. Schol. Ap. Rh. 2, 77), in tadelnder Bedeutung gebraucht, übertriebener od. vergeblicher Muth, [[Tollkühnheit]], Verwegenheit, [[Frechheit]]; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους Soph. Ant. 846; El. 616; neben [[τόλμα]] Ai. 46; θεοβλαβοῦνθ' ὑπερκόμπῳ θράσει Aesch. Pers. 817; παμμάχῳ θράσει βρύων Ag. 163; πεπύργωσαι θράσει Eur. Or. 1568; ἐγώ σε παύσω τοῦ θράσους Ar. Equ. 429; auch in Prosa, obwohl seltener; Plat. Legg. III, 701 b; der [[ἀναίδεια]] entsprechend, Aesch. 1, 189; vgl. Thuc. 2, 40; den Unterschied hervorhebend sagt Luc. οὐδἐ γὰρ [[θράσος]], ἀλλὰ [[θάρσος]] φησὶν [[Ὅμηρος]] αὐτῇ (τῇ μυίᾳ) προσεῖναι, Musc. enc. 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> <i>en b. part</i>;<br /><b>1</b> résolution, courage;<br /><b>2</b> confiance : τινός en qch;<br /><b>II.</b> <i>d'ord. en mauv. part</i> témérité, audace, impudence : [[εἰς]] [[τοῦτο]] θράσους ἀνήκει HDT il en est venu à ce degré d'audace ; προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους SOPH en étant venue au dernier degré d'audace.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θάρσος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θράσος''': ᾰ, εος, τό, (θρασὺς) = [[θάρσος]] (ὃ ἴδε), θάρρος, [[τόλμη]], Ἰλ. Ξ. 416, Πίνδ. Π. 5. 148, Αἰσχύλ. Πέρσ. 394, Σοφ. Φ. 104, Ἠλ. 479, Εὐρ. Μηδ. 469, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Elmsl.∙ θρ. πολέμων, θάρρος ἐν πολέμῳ, Πίνδ. Π. 2. 116∙ θρ. ἰσχύος, [[πεποίθησις]] ἐπὶ τῆς ἰσχύος, Σοφ. Φ. 104∙ θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Θουκ. 1. 120. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερβολικὸν θάρρος, [[θρασύτης]], ὁρμητικότης, [[αὐθάδεια]], εἰς τοῦτο θράσους ἀνήκει Ἡρόδ. 7. 9, 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 42, κτλ.∙ παμμάχῳ θράσει βρύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 168, πρβλ. Πέρσ. 831∙ προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους Σοφ. Ἀντ. 853∙ τόλμαις καὶ φρενῶν θράσει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 46∙ πεπύργωσαι θράσει Εὐρ. Ὀρ. 1568∙ πανουργίᾳ τε καὶ θράσει Ἀριστοφ. Ἱππ. 331, πρβλ. 637∙ τοῦ θράσους ἐπισχέσθαι τινὰ Πλάτ. Ἱππ. Μείζονι 298Α∙ τὸ τὴν τοῦ βελτίονος δόξαν μὴ φοβεῖσθαι διὰ [[θράσος]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 701Β∙ θρ. καὶ [[ἀναίδεια]] Αἰσχίν. 27. 1, κτλ. - Βεβαιοῦται ὑπὸ τοῦ Ἀμμων. καὶ ἄλλων ὅτι τὸ μὲν [[θάρσος]] ἢ θάρρος [[κυρίως]] ἐσήμαινε θάρρος, τόλμην, γενναιότητα, τὸ δὲ [[θράσος]] ἀπερίσκεπτον τόλμην ([[θράσος]] μὲν γάρ ἐστιν [[ἄλογος]] [[ὁρμή]], [[θάρσος]] δὲ [[ἔλλογος]] [[ὁρμή]]). Ἡ [[διάκρισις]] αὕτη βεβαίως ὑπάρχει παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., πρβλ. [[θρασύς]] Ι. 2· ἀλλ’ ὁ Ὁμ. χρῆται τῇ λ. [[θάρσος]] ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν, τῇ δὲ [[θράσος]] ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[θάρσος]]. Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ ἔχουσι [[θράσος]] ἀντὶ [[θάρσος]] [[χάριν]] τοῦ μέτρου. Ἐκ τῶν ἐπιθ. καὶ ἐπιρρ. τύπων, τὸ [[θρασύς]] εἶνε σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει, τὸ δὲ [[θαρσύς]] μόνον παρὰ μεταγεν.· τὸ [[θαρσέω]] ἢ θαρρέω δὲν ἔχει ἀντίστοιχον τύπον θρασέω, τὰ δὲ [[θαρσύνω]] καὶ [[θρασύνω]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀδιαφόρως.
|lstext='''θράσος''': ᾰ, εος, τό, (θρασὺς) = [[θάρσος]] (ὃ ἴδε), θάρρος, [[τόλμη]], Ἰλ. Ξ. 416, Πίνδ. Π. 5. 148, Αἰσχύλ. Πέρσ. 394, Σοφ. Φ. 104, Ἠλ. 479, Εὐρ. Μηδ. 469, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Elmsl.∙ θρ. πολέμων, θάρρος ἐν πολέμῳ, Πίνδ. Π. 2. 116∙ θρ. ἰσχύος, [[πεποίθησις]] ἐπὶ τῆς ἰσχύος, Σοφ. Φ. 104∙ θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Θουκ. 1. 120. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερβολικὸν θάρρος, [[θρασύτης]], ὁρμητικότης, [[αὐθάδεια]], εἰς τοῦτο θράσους ἀνήκει Ἡρόδ. 7. 9, 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 42, κτλ.∙ παμμάχῳ θράσει βρύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 168, πρβλ. Πέρσ. 831∙ προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους Σοφ. Ἀντ. 853∙ τόλμαις καὶ φρενῶν θράσει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 46∙ πεπύργωσαι θράσει Εὐρ. Ὀρ. 1568∙ πανουργίᾳ τε καὶ θράσει Ἀριστοφ. Ἱππ. 331, πρβλ. 637∙ τοῦ θράσους ἐπισχέσθαι τινὰ Πλάτ. Ἱππ. Μείζονι 298Α∙ τὸ τὴν τοῦ βελτίονος δόξαν μὴ φοβεῖσθαι διὰ [[θράσος]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 701Β∙ θρ. καὶ [[ἀναίδεια]] Αἰσχίν. 27. 1, κτλ. - Βεβαιοῦται ὑπὸ τοῦ Ἀμμων. καὶ ἄλλων ὅτι τὸ μὲν [[θάρσος]] ἢ θάρρος [[κυρίως]] ἐσήμαινε θάρρος, τόλμην, γενναιότητα, τὸ δὲ [[θράσος]] ἀπερίσκεπτον τόλμην ([[θράσος]] μὲν γάρ ἐστιν [[ἄλογος]] [[ὁρμή]], [[θάρσος]] δὲ [[ἔλλογος]] [[ὁρμή]]). Ἡ [[διάκρισις]] αὕτη βεβαίως ὑπάρχει παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., πρβλ. [[θρασύς]] Ι. 2· ἀλλ’ ὁ Ὁμ. χρῆται τῇ λ. [[θάρσος]] ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν, τῇ δὲ [[θράσος]] ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[θάρσος]]. Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ ἔχουσι [[θράσος]] ἀντὶ [[θάρσος]] [[χάριν]] τοῦ μέτρου. Ἐκ τῶν ἐπιθ. καὶ ἐπιρρ. τύπων, τὸ [[θρασύς]] εἶνε σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει, τὸ δὲ [[θαρσύς]] μόνον παρὰ μεταγεν.· τὸ [[θαρσέω]] ἢ θαρρέω δὲν ἔχει ἀντίστοιχον τύπον θρασέω, τὰ δὲ [[θαρσύνω]] καὶ [[θρασύνω]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀδιαφόρως.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> <i>en b. part</i>;<br /><b>1</b> résolution, courage;<br /><b>2</b> confiance : τινός en qch;<br /><b>II.</b> <i>d'ord. en mauv. part</i> témérité, audace, impudence : [[εἰς]] [[τοῦτο]] θράσους ἀνήκει HDT il en est venu à ce degré d'audace ; προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους SOPH en étant venue au dernier degré d'audace.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θάρσος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth