Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔδιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1062.png Seite 1062]] ([[Ζεύς]], [[Διός]]), [[still]], [[ruhig]], [[heiter]] (vgl. [[εὐδιεινός]] u. [[εὐδία]]), bes. bei Sp. von dem Ruhen der Stürme, ἐκ δ' ἀνέμοιο εὔδιοι ἐκλύζοντο – ἄκραι Ap. Rh. 1, 521; [[κλίμα]] Strab. III p. 144; [[νῆσος]] ποιοῦσα [[εὔδιον]] τὸν λιμένα D. Sic. 12, 61, wie Luc. pisc. 29; τὰ πρὸς πλόον εὔδια πάντα Theocr. 22, 22; bei heiterm Wetter Etwas thuend, Arat. 991 u. öfter; oft übertr., [[εὔδιος]] καὶ ἥδιστος [[βίος]], ruhig, heiter, poet., u. ähnl., wie ποτὲ μὲν φαίνεις πολὺν ὑετόν, [[ἄλλοτε]] δ' [[αὖτε]] [[εὔδιος]] Ep. ad. 37 (XII, 156); πρηΰς τε καὶ [[εὔδιος]] [[ἄμμιν]] ἱκάνοις Opp. H. 4, 29; vgl. Jacobs zu Philostr. 20, 17; τὸ [[εὔδιον]] τοῦ προσώπου M. Ant. 6, 29; – [[εὔδιον]] steht adverb., Opp. Cyn. 1, 44, wie εὔδια [[πόντος]] πορφύρεται Agath. (X, 14). – Bei Hippocr. [[mild]], in Beziehung auf die Wärme, χειμὼν [[μήτε]] [[λίην]] [[εὔδιος]] [[μήτε]] ὑπερβάλλων τῷ ψύχει. Vgl. oben [[εὐδιαίτερος]]. Hippocr. hat auch den superl. εὐδιεστάτη. [ι wird von Arat. u. Orph., wenn die letzte Sylbe lang ist, auch lang gebraucht.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1062.png Seite 1062]] ([[Ζεύς]], [[Διός]]), [[still]], [[ruhig]], [[heiter]] (vgl. [[εὐδιεινός]] u. [[εὐδία]]), bes. bei Sp. von dem Ruhen der Stürme, ἐκ δ' ἀνέμοιο εὔδιοι ἐκλύζοντο – ἄκραι Ap. Rh. 1, 521; [[κλίμα]] Strab. III p. 144; [[νῆσος]] ποιοῦσα [[εὔδιον]] τὸν λιμένα D. Sic. 12, 61, wie Luc. pisc. 29; τὰ πρὸς πλόον εὔδια πάντα Theocr. 22, 22; bei heiterm Wetter Etwas thuend, Arat. 991 u. öfter; oft übertr., [[εὔδιος]] καὶ ἥδιστος [[βίος]], ruhig, heiter, poet., u. ähnl., wie ποτὲ μὲν φαίνεις πολὺν ὑετόν, [[ἄλλοτε]] δ' [[αὖτε]] [[εὔδιος]] Ep. ad. 37 (XII, 156); πρηΰς τε καὶ [[εὔδιος]] [[ἄμμιν]] ἱκάνοις Opp. H. 4, 29; vgl. Jacobs zu Philostr. 20, 17; τὸ [[εὔδιον]] τοῦ προσώπου M. Ant. 6, 29; – [[εὔδιον]] steht adverb., Opp. Cyn. 1, 44, wie εὔδια [[πόντος]] πορφύρεται Agath. (X, 14). – Bei Hippocr. [[mild]], in Beziehung auf die Wärme, χειμὼν [[μήτε]] [[λίην]] [[εὔδιος]] [[μήτε]] ὑπερβάλλων τῷ ψύχει. Vgl. oben [[εὐδιαίτερος]]. Hippocr. hat auch den superl. εὐδιεστάτη. [ι wird von Arat. u. Orph., wenn die letzte Sylbe lang ist, auch lang gebraucht.]
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />calme, tranquille, serein ; à l'abri du vent <i>ou</i> du mauvais temps;<br /><i>Cp.</i> [[εὐδιαίτερος]], <i>Sp.</i> [[εὐδιέστατος]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δῖος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔδιος''': -ον, (ἴδε ἐν λέξ. [[δῖος]]): -[[γαλήνιος]], [[καθαρός]], [[λαμπρός]], επὶ ἀέρος, καιροῦ, θαλάσσης, [[ἄνεμος]] Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 38· εὔδια πάντα Θεόκρ. 22. 22· ἁλὸς ἄκραι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 521, κτλ.· [[θερμός]], [[μαλακός]], [[ἤπιος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[χειμέριος]], Πινδ. Π. 5. 12· χειμὼν Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· ἐπὶ προσώπων, [[ἤπιος]], [[φαιδρός]], εὔχαρι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 29· τὸ [[εὔδιον]] τοῦ προσώπου Μ. Ἀντων. 6. 30: - οὐδ. [[εὔδιον]], εὔδια, ὡς Ἐπίρρ. Ὀππ. Κυν. 1. 44, Ἀνθ. Π. 10. 14: - ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. εὐδιέστερος, -έστατος Ἰππ. π. Ἀέρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· [[εὐδιαίτερος]] Ξεν., ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐξερχόμενος ἢ ἀσχολούμενος ἐν καλοκαιρίᾳ, Ἄρατ. 916· φέρων ὡραῖον καιρόν, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 24. Ἐκ τῆς ποσότητος τοῦ [[δῖος]] θὰ ἐνόμιζέ τις ὅτι τὸ ι [[εἶναι]] μακρὸν ἐν τῷ [[εὔδιος]], [[εὐδία]], κτλ.· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσιν ῐ ἐν ἀμφοτέροις· μόνον ἐν Ὀρφ., ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν ἄρσει ῑ ὡς καὶ ἐν Ἀράτ. 784, 823, 850: ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 15, 4 ὁ Βεκκῆρος ἔγραψεν εὐδῖαι, [[ἴσως]] κατὰ λάθος.
|lstext='''εὔδιος''': -ον, (ἴδε ἐν λέξ. [[δῖος]]): -[[γαλήνιος]], [[καθαρός]], [[λαμπρός]], επὶ ἀέρος, καιροῦ, θαλάσσης, [[ἄνεμος]] Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 38· εὔδια πάντα Θεόκρ. 22. 22· ἁλὸς ἄκραι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 521, κτλ.· [[θερμός]], [[μαλακός]], [[ἤπιος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[χειμέριος]], Πινδ. Π. 5. 12· χειμὼν Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· ἐπὶ προσώπων, [[ἤπιος]], [[φαιδρός]], εὔχαρι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 29· τὸ [[εὔδιον]] τοῦ προσώπου Μ. Ἀντων. 6. 30: - οὐδ. [[εὔδιον]], εὔδια, ὡς Ἐπίρρ. Ὀππ. Κυν. 1. 44, Ἀνθ. Π. 10. 14: - ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. εὐδιέστερος, -έστατος Ἰππ. π. Ἀέρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· [[εὐδιαίτερος]] Ξεν., ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐξερχόμενος ἢ ἀσχολούμενος ἐν καλοκαιρίᾳ, Ἄρατ. 916· φέρων ὡραῖον καιρόν, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 24. Ἐκ τῆς ποσότητος τοῦ [[δῖος]] θὰ ἐνόμιζέ τις ὅτι τὸ ι [[εἶναι]] μακρὸν ἐν τῷ [[εὔδιος]], [[εὐδία]], κτλ.· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσιν ῐ ἐν ἀμφοτέροις· μόνον ἐν Ὀρφ., ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν ἄρσει ῑ ὡς καὶ ἐν Ἀράτ. 784, 823, 850: ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 15, 4 ὁ Βεκκῆρος ἔγραψεν εὐδῖαι, [[ἴσως]] κατὰ λάθος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />calme, tranquille, serein ; à l'abri du vent <i>ou</i> du mauvais temps;<br /><i>Cp.</i> [[εὐδιαίτερος]], <i>Sp.</i> [[εὐδιέστατος]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δῖος]].
}}
}}
{{grml
{{grml