Anonymous

διαλέγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0586.png Seite 586]] (s. [[λέγω]]); bei Homer [[medium]] in der Formel ἀλλὰ τίη μοι [[ταῦτα]] [[φίλος]] διελέξατο [[θυμός]]; »weshalb [[erwog]] dies mein Geist?«, Iliad. 11, 407. 17, 97. 21, 562. 22, 122. 385. – Bei den Folgenden: 1) [[activum]], auseinander lesen, [[auslesen]]; Herodot. 8, 107 τῆς στρατιῆς διαλέγειν τοὺς βού– λεται; 8, 113 τοῖσι εἴδεά τε ὑπῆρχε διαλέγων; <b class="b2">unterscheiden, </b>sondern, Plat. Legg. 5, 735 b διαλέξας τά τε ὑγιῆ καὶ τὰ μὴ καὶ τὰ γενναῖα καὶ ἀγεννῆ; Dem. 20, 91. So Pol. 5, 8, 8 u. a. Sp., wie D. Sic. 15, 71. Bei Ar. Lys. 720, τὴν ὀπήν, wird es »durchgraben« erkl., od. richtiger »aufsuchen«. – 2) Gebräuchlicher [[deponens]] διαλέγομαι sich [[unterreden]], τινί, regelmäß. Attische Prosa <b class="b2">depon. passiv</b>. διαλέγομαι, διαλέξομαι, διελέχθην, διείλεγμαι; futur. διαλεχθήσομαι Dem 18, 252, διαλεχθησόμεθα Isocr. 9, 34; perf. διείλεγμαι z. B. Plat. Apol. 37 a; aber pass. ist διείλεκτο Lys. 9, 5; aorist. med . διελεξάμην bei Sp., wie D. Cass., = διελέχθην, bei Poll. 2, 125 (vgl. B. A. 88, 28) aus Ar. (frgm. Dind. no 321) in obscöner Bdtg, vgl. unten. In der Bedtg [[sich unterreden]], [[unterhalten]], häufig bei Att., nach Xen. Mem. 4, 5, 12 διαλέγειν κατὰ γένη τὰ πράγματα; Herodot. 3, 50 διαλεγομένῳ τε οὐ προσδιελέγετο; gew. τινί; Herodot. 3, 51 τά σφι ὁ [[μητροπάτωρ]] διελέχθη; 52 [[οὔτε]] [[τίς]] οἱ διαλέγεσθαι ἤθελε; [[πρός]] τινα, Plat. Rep. 7, 527 e; Isocr. 3, 8. 11 [[πρός]] τινα [[περί]] τινος; τινί, mit Jemandem unterhandeln. Dem. 10, 33; mit folgdm inf., Ἄγιδι διελεγέσθην μὴ ποιεῖν μάχην, daß er keine Schlacht liefern solle, Thuc. 5, 59. – Seit Plat. bes. vom [[dialektischen Verfahren]] der Sokratiker, im <b class="b2">Wechselgespräch etwas ins Klare bringen</b>; dah. auch = gewandt im Reden sein, zuweilen = dem einfachen εἰπεῖν. Nach B. A. 88, 29 brauchte Hermipp. so das act. – Eine [[Sprache]] od. [[Mundart sprechen]], κατὰ ταύτὰ διαλεγόμεναί σφι Her. 1, 142; φοινικιστὶ δ., Pol. 1, 80, 6. – Att. = <b class="b2">[[συνουσιάζω]]</b>; Hyperid. bei VLL.; Ar. Plut. 1082 Eccl. 890; Plut. Sol. 20 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0586.png Seite 586]] (s. [[λέγω]]); bei Homer [[medium]] in der Formel ἀλλὰ τίη μοι [[ταῦτα]] [[φίλος]] διελέξατο [[θυμός]]; »weshalb [[erwog]] dies mein Geist?«, Iliad. 11, 407. 17, 97. 21, 562. 22, 122. 385. – Bei den Folgenden: 1) [[activum]], auseinander lesen, [[auslesen]]; Herodot. 8, 107 τῆς στρατιῆς διαλέγειν τοὺς βού– λεται; 8, 113 τοῖσι εἴδεά τε ὑπῆρχε διαλέγων; <b class="b2">unterscheiden, </b>sondern, Plat. Legg. 5, 735 b διαλέξας τά τε ὑγιῆ καὶ τὰ μὴ καὶ τὰ γενναῖα καὶ ἀγεννῆ; Dem. 20, 91. So Pol. 5, 8, 8 u. a. Sp., wie D. Sic. 15, 71. Bei Ar. Lys. 720, τὴν ὀπήν, wird es »durchgraben« erkl., od. richtiger »aufsuchen«. – 2) Gebräuchlicher [[deponens]] διαλέγομαι sich [[unterreden]], τινί, regelmäß. Attische Prosa <b class="b2">depon. passiv</b>. διαλέγομαι, διαλέξομαι, διελέχθην, διείλεγμαι; futur. διαλεχθήσομαι Dem 18, 252, διαλεχθησόμεθα Isocr. 9, 34; perf. διείλεγμαι z. B. Plat. Apol. 37 a; aber pass. ist διείλεκτο Lys. 9, 5; aorist. med . διελεξάμην bei Sp., wie D. Cass., = διελέχθην, bei Poll. 2, 125 (vgl. B. A. 88, 28) aus Ar. (frgm. Dind. no 321) in obscöner Bdtg, vgl. unten. In der Bedtg [[sich unterreden]], [[unterhalten]], häufig bei Att., nach Xen. Mem. 4, 5, 12 διαλέγειν κατὰ γένη τὰ πράγματα; Herodot. 3, 50 διαλεγομένῳ τε οὐ προσδιελέγετο; gew. τινί; Herodot. 3, 51 τά σφι ὁ [[μητροπάτωρ]] διελέχθη; 52 [[οὔτε]] [[τίς]] οἱ διαλέγεσθαι ἤθελε; [[πρός]] τινα, Plat. Rep. 7, 527 e; Isocr. 3, 8. 11 [[πρός]] τινα [[περί]] τινος; τινί, mit Jemandem unterhandeln. Dem. 10, 33; mit folgdm inf., Ἄγιδι διελεγέσθην μὴ ποιεῖν μάχην, daß er keine Schlacht liefern solle, Thuc. 5, 59. – Seit Plat. bes. vom [[dialektischen Verfahren]] der Sokratiker, im <b class="b2">Wechselgespräch etwas ins Klare bringen</b>; dah. auch = gewandt im Reden sein, zuweilen = dem einfachen εἰπεῖν. Nach B. A. 88, 29 brauchte Hermipp. so das act. – Eine [[Sprache]] od. [[Mundart sprechen]], κατὰ ταύτὰ διαλεγόμεναί σφι Her. 1, 142; φοινικιστὶ δ., Pol. 1, 80, 6. – Att. = <b class="b2">[[συνουσιάζω]]</b>; Hyperid. bei VLL.; Ar. Plut. 1082 Eccl. 890; Plut. Sol. 20 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαλέξω, <i>etc.</i><br />mettre à part, choisir, trier;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διαλέγομαι]] (<i>f.</i> διαλέξομαι <i>ou</i> διαλεχθήσομαι, <i>ao.</i> διελεξάμην <i>ou</i> διελέχθην, <i>pf.</i> [[διείλεγμαι]], <i>pqp.</i> διειλέγμην);<br /><b>1</b> converser, s'entretenir avec : [[τίη]] μοι [[ταῦτα]] [[φίλος]] διελέξατο [[θυμός]] IL pourquoi mon cœur m'a-t-il tenu ce langage ? [[τί]] τινι, [[τι]] [[πρός]] τινα discuter une question avec qqn ; δ. τινι μὴ ποιεῖν μάχην THC conférer avec qqn pour empêcher un combat;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> discourir, raisonner;<br /><b>3</b> s'entretenir avec, causer, <i>p. euphém. p.</i> avoir commerce avec;<br /><b>4</b> parler une langue particulière, un dialecte.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λέγω]]³.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαλέγω''': μέλλ. -ξω, συλλέγων [[διαχωρίζω]], [[ἐκλέγω]], Ἡροδ. 8. 107, 113, Ξεν. Οἰκ. 8, 9, κτλ· πάντα εἰς ἓν χωνεύσει καὶ εἰς καθαρὸν διαλέξει Χρησμ. Σίβυλλ. 2. 213., 3. 87., 8. 412· - [[διακρίνω]], Πλάτ. Νόμ. 735Β. ΙΙ. διαλέγων τὴν ὀπήν, ἀνερευνῶν, προσπαθῶν νὰ ἀνεύρῃ ἀνοικτὴν τὴν ὀπήν, [[ὅπως]] δραπετεύσῃ, Ἀριστ. Λυσ. 720. Β. ὡς ἀποθ., διαλέγομαι· μέλλ. διαλέξομαι Ἰσοκρ. 233D, 255Ε, κτλ· [[ὡσαύτως]] -λεχθήσομαι ὁ αὐτ. 195C, Δημ. 311. 99· ἀόρ. διελεξάμην Ὅμ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 321· [[ὡσαύτως]] διελέχθην Ἡρόδ., Ἀττ.· σπανίως ἀόρ. β΄ διαλεγῆναι Ἀριστ. Τοπ. 7. 5. 2., 8. 3. 6, γ’ πληθ. διέλεγεν Συλλ. Ἐπιγρ. 3052.10., 3656. 7· διείλεγμαι Πλάτ. Θεαίτ. 158C, Ἰσοκρ.· ὑπερσυντ. διείλεκτο Δημ. 553. 11 (ἀλλὰ μετὰ παθ. σημας., Λυσ. 114. 36)· πρβλ. [[προδιαλέγω]]. Συνδιαλέγομαι [[πρός]] τινα, συσκέπτομαι μετά τινος, συνομιλῶ, μετὰ δοτ. προς., μοι [[ταῦτα]] φίλος διελέξατο θυμὸς Ἰλ. Λ. 407· πρβλ Ἀρχίλ. 74, Ἡρόδ. 3. 50. 51, Ἀριστοφ. Νεφ. 425, κτλ.· [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολιτ. 272D, κτλ.· δ. τί τινι ἢ [[πρός]] τινα, συζητῶ ὑπόθεσίν τινα μεθ’ ἑτέρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 1., 2. 10. 1· δ. ὅρους, πράγματα Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 7, 5, κτλ.· δ. [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 28Β, Δημ. 506. 21· τινι [[περί]] τινος Θουκ. 8. 93· δ. τινι μὴ ποιεῖν, συνομιλῶν πειρῶμαι νὰ πείσω νὰ μὴ ..., ὁ αὐτ. 5. 59· εἰ τοῦτο τὸ [[ῥῆμα]] καὶ μὴ τουτὶ διελέχθην ἐγὼ Δημ. 305.5· οἱ νόμοι οὐδὲν τούτῳ δ., δὲν ἔχουσι νὰ εἴπωσί τι πρὸς αὐτόν, δὲν ἀναφέρονται εἰς αὐτόν, ὁ αὐτ. 1070. 4, πρβλ. Αἰσχίν. 3. 27· δ. [[πρός]] τι, [[ὑποστηρίζω]] τι συνομιλῶν, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 43· ἢ [[κατακρίνω]] τι, ὁ αὐτ. Φυς. 1. 2, 3· - ἀπολ., ἐξηγοῦμαι, [[διασκέπτομαι]] καὶ [[λέγω]] τὰς σκέψεις μου, συζητῶ, [[ἐξετάζω]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 12, Ἰσοκρ. 104C, κτλ., συχνὸν παρὰ Πλάτ.· [[οὔτε]] φωνεῖ [[οὔτε]] δ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 9, 3· - τὸ ἐνεργ. μεταχειρίζεται [[οὕτως]] ὁ Ἕρμιππ. ἐν Κερκ. 5. 2) ἐπὶ τῆς διαλεκτικῆς μεθόδου τῶν Σωκρατικῶν, καθ’ ἣν τὰ συμπεράσματα δὲν συνήγοντο ὑπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ ὁμιλοῦντος, ἀλλὰ διὰ συζητήσεως δι’ ἐρωτήσεως καὶ ἀποκρίσεως, οὐκ ἐρίζειν ἀλλὰ δ. Πλάτ. Πολ. 454Α, πρβλ. 511C, Θεαίτ. 167Ε, κτλ., καὶ ἴδε τὴν λ. [[διαλεκτικός]]. 3) μεταχειρίζομαι διάλεκτόν τινα ἢ γλῶσσαν, Ἡρόδ. 1. 142, πρβλ. Πολύβ. 1. 80, 6· [[γράφω]] εἰς τὸ πεζόν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ γράφειν ποιήματα, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 20, ἐν τέλ. 4) παρ’ Ἀττ. κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ [[συνουσιάζω]], συνευρίσκομαι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 890, Πλούτ. 1082.
|lstext='''διαλέγω''': μέλλ. -ξω, συλλέγων [[διαχωρίζω]], [[ἐκλέγω]], Ἡροδ. 8. 107, 113, Ξεν. Οἰκ. 8, 9, κτλ· πάντα εἰς ἓν χωνεύσει καὶ εἰς καθαρὸν διαλέξει Χρησμ. Σίβυλλ. 2. 213., 3. 87., 8. 412· - [[διακρίνω]], Πλάτ. Νόμ. 735Β. ΙΙ. διαλέγων τὴν ὀπήν, ἀνερευνῶν, προσπαθῶν νὰ ἀνεύρῃ ἀνοικτὴν τὴν ὀπήν, [[ὅπως]] δραπετεύσῃ, Ἀριστ. Λυσ. 720. Β. ὡς ἀποθ., διαλέγομαι· μέλλ. διαλέξομαι Ἰσοκρ. 233D, 255Ε, κτλ· [[ὡσαύτως]] -λεχθήσομαι ὁ αὐτ. 195C, Δημ. 311. 99· ἀόρ. διελεξάμην Ὅμ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 321· [[ὡσαύτως]] διελέχθην Ἡρόδ., Ἀττ.· σπανίως ἀόρ. β΄ διαλεγῆναι Ἀριστ. Τοπ. 7. 5. 2., 8. 3. 6, γ’ πληθ. διέλεγεν Συλλ. Ἐπιγρ. 3052.10., 3656. 7· διείλεγμαι Πλάτ. Θεαίτ. 158C, Ἰσοκρ.· ὑπερσυντ. διείλεκτο Δημ. 553. 11 (ἀλλὰ μετὰ παθ. σημας., Λυσ. 114. 36)· πρβλ. [[προδιαλέγω]]. Συνδιαλέγομαι [[πρός]] τινα, συσκέπτομαι μετά τινος, συνομιλῶ, μετὰ δοτ. προς., μοι [[ταῦτα]] φίλος διελέξατο θυμὸς Ἰλ. Λ. 407· πρβλ Ἀρχίλ. 74, Ἡρόδ. 3. 50. 51, Ἀριστοφ. Νεφ. 425, κτλ.· [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολιτ. 272D, κτλ.· δ. τί τινι ἢ [[πρός]] τινα, συζητῶ ὑπόθεσίν τινα μεθ’ ἑτέρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 1., 2. 10. 1· δ. ὅρους, πράγματα Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 7, 5, κτλ.· δ. [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 28Β, Δημ. 506. 21· τινι [[περί]] τινος Θουκ. 8. 93· δ. τινι μὴ ποιεῖν, συνομιλῶν πειρῶμαι νὰ πείσω νὰ μὴ ..., ὁ αὐτ. 5. 59· εἰ τοῦτο τὸ [[ῥῆμα]] καὶ μὴ τουτὶ διελέχθην ἐγὼ Δημ. 305.5· οἱ νόμοι οὐδὲν τούτῳ δ., δὲν ἔχουσι νὰ εἴπωσί τι πρὸς αὐτόν, δὲν ἀναφέρονται εἰς αὐτόν, ὁ αὐτ. 1070. 4, πρβλ. Αἰσχίν. 3. 27· δ. [[πρός]] τι, [[ὑποστηρίζω]] τι συνομιλῶν, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 43· ἢ [[κατακρίνω]] τι, ὁ αὐτ. Φυς. 1. 2, 3· - ἀπολ., ἐξηγοῦμαι, [[διασκέπτομαι]] καὶ [[λέγω]] τὰς σκέψεις μου, συζητῶ, [[ἐξετάζω]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 12, Ἰσοκρ. 104C, κτλ., συχνὸν παρὰ Πλάτ.· [[οὔτε]] φωνεῖ [[οὔτε]] δ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 9, 3· - τὸ ἐνεργ. μεταχειρίζεται [[οὕτως]] ὁ Ἕρμιππ. ἐν Κερκ. 5. 2) ἐπὶ τῆς διαλεκτικῆς μεθόδου τῶν Σωκρατικῶν, καθ’ ἣν τὰ συμπεράσματα δὲν συνήγοντο ὑπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ ὁμιλοῦντος, ἀλλὰ διὰ συζητήσεως δι’ ἐρωτήσεως καὶ ἀποκρίσεως, οὐκ ἐρίζειν ἀλλὰ δ. Πλάτ. Πολ. 454Α, πρβλ. 511C, Θεαίτ. 167Ε, κτλ., καὶ ἴδε τὴν λ. [[διαλεκτικός]]. 3) μεταχειρίζομαι διάλεκτόν τινα ἢ γλῶσσαν, Ἡρόδ. 1. 142, πρβλ. Πολύβ. 1. 80, 6· [[γράφω]] εἰς τὸ πεζόν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ γράφειν ποιήματα, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 20, ἐν τέλ. 4) παρ’ Ἀττ. κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ [[συνουσιάζω]], συνευρίσκομαι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 890, Πλούτ. 1082.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαλέξω, <i>etc.</i><br />mettre à part, choisir, trier;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διαλέγομαι]] (<i>f.</i> διαλέξομαι <i>ou</i> διαλεχθήσομαι, <i>ao.</i> διελεξάμην <i>ou</i> διελέχθην, <i>pf.</i> [[διείλεγμαι]], <i>pqp.</i> διειλέγμην);<br /><b>1</b> converser, s'entretenir avec : [[τίη]] μοι [[ταῦτα]] [[φίλος]] διελέξατο [[θυμός]] IL pourquoi mon cœur m'a-t-il tenu ce langage ? [[τί]] τινι, [[τι]] [[πρός]] τινα discuter une question avec qqn ; δ. τινι μὴ ποιεῖν μάχην THC conférer avec qqn pour empêcher un combat;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> discourir, raisonner;<br /><b>3</b> s'entretenir avec, causer, <i>p. euphém. p.</i> avoir commerce avec;<br /><b>4</b> parler une langue particulière, un dialecte.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λέγω]]³.
}}
}}
{{grml
{{grml