3,277,301
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1418.png Seite 1418]] τό ([[κεντέω]]), 1) ales Stechende, bes. – a) der Stachel, mit welchem die Pferde u. andere Zug- oder Lastthiere angetrieben wurden; [[ἄνευ]] κέντροιο θέοντες ἵπποι Il. 23, 387, vgl. 430; ἡνιοχικά Plat. Phaedr. 254 e; κέντροις καὶ μάστιξιν Legg. VI, 777 a; οὐδὲν φειδόμενος τῶν ἵππων, ἀλλ' ἐξαιματῶν τῷ κέντρῳ, mit dem Sporn, Xen. Cyr. 7, 1, 15; κέντρα διωξικέλευθα Philodem. 27 (VI, 246);für Rinder, = [[βουπλήξ]], Plut. Mar. 27; πρὸς κέντρα λακτίζειν, gegen den Stachel löken, Pind. P. 2, 94; Eur. Bacch. 294; vgl. [[οὔκουν]] πρὸς κέντρα [[κῶλον]] ἐκτενεῖς Aesch. Prom. 323. – b) eine Stachelknute, als Züchtigungs- oder Marterwerkzeug, Her. 3, 130; vgl. Schol. Ar. Nubb. 449. – c) der Sporn der Hähne, Geop. – d) der Stachel des Stachelschweins, Ael. N. A. 12, 26; der Skorpionen, der Wespen, Bienen u. dergl., Arist. part. anim. 4, 5; übertr., τὰ κέντρα ἐγκατέλιπε τοῖς ἀκροωμένοις Eupol. bei Schol. Ar. Ach. 529; ὥςπερ [[μέλιττα]] τὸ [[κέντρον]] ἐγκαταλιπών Plat. Phaed. 91 c. – e) die Spitze an der Lanze, Pol. 6, 22, 4. – f) oft übertr., Stachel, Sporn zu Etwas, Reiz, Antrieb, auch Stachel, Spitze der Rede; δείματ' ἀμφήκει κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν Aesch. Prom. 694, vgl. Eum. 152. 405; εἰ μή τι [[κέντρον]] [[θεῖον]] ἦγ' ὑμᾶς ἐμοῦ, Verlangen nach mir, Soph. Phil. 1028; vom Schmerz, Tr. 836; ἐκπεπληγμένη κέντρονς ἔρωτος Eur. Hipp. 39, vgl. 1303; [[κέντρων]] καὶ ὠδίνων ἔληξεν Plat. Phaedr. 251 e; τὰ [[μέλη]] [[κέντρον]] ἔχειν ἐγερτικὸν θυμοῦ Plut. Lyc. 21. – 2) der Mittelpunkt, in den man mit dem einen Zirkelfuß hineinsticht, wenn man einen Kreis beschreiben will, das Centrum; Plat. Rep. IV, 436 d; Mathem.; κύκλον κέντρῳ περιγράφειν Plut. Rom. 11. – Daher auch im Holz oder Stein eine harte Stelle, ein harter Kern, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1418.png Seite 1418]] τό ([[κεντέω]]), 1) ales Stechende, bes. – a) der Stachel, mit welchem die Pferde u. andere Zug- oder Lastthiere angetrieben wurden; [[ἄνευ]] κέντροιο θέοντες ἵπποι Il. 23, 387, vgl. 430; ἡνιοχικά Plat. Phaedr. 254 e; κέντροις καὶ μάστιξιν Legg. VI, 777 a; οὐδὲν φειδόμενος τῶν ἵππων, ἀλλ' ἐξαιματῶν τῷ κέντρῳ, mit dem Sporn, Xen. Cyr. 7, 1, 15; κέντρα διωξικέλευθα Philodem. 27 (VI, 246);für Rinder, = [[βουπλήξ]], Plut. Mar. 27; πρὸς κέντρα λακτίζειν, gegen den Stachel löken, Pind. P. 2, 94; Eur. Bacch. 294; vgl. [[οὔκουν]] πρὸς κέντρα [[κῶλον]] ἐκτενεῖς Aesch. Prom. 323. – b) eine Stachelknute, als Züchtigungs- oder Marterwerkzeug, Her. 3, 130; vgl. Schol. Ar. Nubb. 449. – c) der Sporn der Hähne, Geop. – d) der Stachel des Stachelschweins, Ael. N. A. 12, 26; der Skorpionen, der Wespen, Bienen u. dergl., Arist. part. anim. 4, 5; übertr., τὰ κέντρα ἐγκατέλιπε τοῖς ἀκροωμένοις Eupol. bei Schol. Ar. Ach. 529; ὥςπερ [[μέλιττα]] τὸ [[κέντρον]] ἐγκαταλιπών Plat. Phaed. 91 c. – e) die Spitze an der Lanze, Pol. 6, 22, 4. – f) oft übertr., Stachel, Sporn zu Etwas, Reiz, Antrieb, auch Stachel, Spitze der Rede; δείματ' ἀμφήκει κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν Aesch. Prom. 694, vgl. Eum. 152. 405; εἰ μή τι [[κέντρον]] [[θεῖον]] ἦγ' ὑμᾶς ἐμοῦ, Verlangen nach mir, Soph. Phil. 1028; vom Schmerz, Tr. 836; ἐκπεπληγμένη κέντρονς ἔρωτος Eur. Hipp. 39, vgl. 1303; [[κέντρων]] καὶ ὠδίνων ἔληξεν Plat. Phaedr. 251 e; τὰ [[μέλη]] [[κέντρον]] ἔχειν ἐγερτικὸν θυμοῦ Plut. Lyc. 21. – 2) der Mittelpunkt, in den man mit dem einen Zirkelfuß hineinsticht, wenn man einen Kreis beschreiben will, das Centrum; Plat. Rep. IV, 436 d; Mathem.; κύκλον κέντρῳ περιγράφειν Plut. Rom. 11. – Daher auch im Holz oder Stein eine harte Stelle, ein harter Kern, Theophr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> aiguillon ; <i>fig.</i> stimulant, excitant ; aiguillon (de la douleur, du désir);<br /><b>II.</b> aiguillon d'un animal, dard (d'un scorpion, d'une abeille, <i>etc.</i>) ; <i>fig.</i> [[κέντρον]] ἐγκαταλείπειν PLAT laisser l'aiguillon dans l'esprit <i>en parl. de l'impression produite par un orateur éloquent</i>;<br /><b>III.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> fouet garni de clous;<br /><b>2</b> piquants du porc-épic;<br /><b>IV.</b> point central d'une circonférence : κύκλον κέντρῳ περιγράφειν PLUT tracer un cercle autour d'un point central ; κέντρῳ καὶ διαστήματι περιγράφειν PLUT limiter par une circonférence, circonscrire.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κεντέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κέντρον''': τό, ([[κεντέω]]) ὀξὺ [[ἄκρον]], [[ὀξεῖα]] [[αἰχμή]]· 1) κεντρί, [[κέντρον]] διὰ τοὺς ἵππους, Λατ. stimulus, ἵπποι [[ἄνευ]] κέντροιο θέοντες Ἰλ. Ψ. 387, πρβλ. 430, Σοφ. Ο. Τ. 809, Ἀριστοφ. Νεφ. 1297, Ξεν. Κύρ. 7, 1, 29, κτλ.· κέντρῳ μεσολαβεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 157· κ. διπλᾶ Σοφ. Ο. Τ. 809·- παρ’ Ἀττ. [[συχνάκις]] = τῷ Ὁμηρικῷ [[βουπλήξ]], [[βούκεντρον]], «φκέντρι», κέντροις καὶ μάστιξιν Πλάτ. Νόμ. 777 Α, κτλ.·- παροιμ., πρὸς κέντρα λακτίζειν (ἴδε [[λακτίζω]] 2)· δεῖ… κέντρου [[πολλάκις]], οὕτω δὲ καὶ χαλινοῦ Λογγῖν. 2. 2, πρβλ. Κικ. ad M. Brutum Epist. 56· ἐν χρήσει ὡς [[σύμβολον]] τυραννίδος, λαβὼν… χερσὶ κέντρα κηδεύει πόλιν Σοφ. Ἀποσπ. 606. β) μεταφορ., [[παρακίνησις]], [[παρόρμησις]], Πινδ. Ἀποσπ. 89, Αἰσχύλ. Πρ. 693, 598, πρβλ. Εὐμ. 427· κέντροις ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 39, πρβλ. 1303· πόθου κ. Πλάτ. Πολ. 573 Α, πρβλ. Φαῖδρ. 251 Ε· κ. ἐγερτικὸν θυμοῦ Πλουτ. Λυκοῦργ. 21· κέντρα πτολέμοιο, ἐπὶ τῶν Ἀργείων, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 14. 48· [[ἀλλά]], κ. ἐμοῦ, ἐπιθυμία δι’ ἐμέ, Σοφ. Φιλ. 1039. 2) κολαστήριον [[ὄργανον]], Ἡρόδ. 3. 130·- μεταφορ., ἐν τῷ πληθ., βάσανοι, ὀδύναι, Σοφ. Τρ. 839· τὰ ἐν Ο. Τ. 1318 κέντρα ἀναφέρονται εἰς τὰς περόνας, δι’ ὧν ὁ [[Οἰδίπους]] ἐτύφλωσεν ἑαυτόν. 3) ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος, Πολύβ. 6. 22, 4. 4) ἡ κορυφὴ ἢ τὸ [[κέντρον]] στροβίλου, ῥόμβου, κοιν. «σβούρου», Πλάτ. Πολ. 436D. 5) ἐπὶ ζῴων, α) τὸ [[κέντρον]] τῶν μελισσῶν καὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 225, 406, κ. ἀλλ.· τῶν [[σκορπίων]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 58·- [[ἐντεῦθεν]], μεταφορ., ἐπὶ κακῶν ἀνθρώπων, ἐς τοὺς ἔχοντας κέντρ’ ἀφιᾱσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 242· πορεύεται, [[ὥσπερ]] [[σκορπίος]], ἠρκὼς τὸ κ. Δημ. 786. 4· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τῆς ἐντυπώσεως, τῆς καταλειπομένης εἰς τοὺς ἀκροωμένους ἐκ τῶν λόγων τοῦ Περικλέους, [[κέντρον]] ἐγκατέλειπε τοῖς ἀκροωμένοις Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 6· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, [[ὥσπερ]] [[μέλιττα]] τὸ κ. ἐγκαταλιπὼν Πλάτ. Φαίδων 91C. β) τὸ [[πλῆκτρον]] ἀλεκτρυόνος, Γεωπ. 14. 7, 17. γ) [[ἄκανθα]] τοῦ τοξότου, θαλασσίου τινὸς ζῴου ἔχοντος ὁμοιότητα πρὸς τὸν ἐχῖνον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 26. δ) = [[πόσθη]], Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 2. 11 Α. 6) τὸ μὴ περιστρεφόμενον [[σκέλος]] τοῦ διαβήτου, Πλάτ. Πολ. 436D, Βιτρούβ. 3. 1· [[καθόλου]], τὸ [[κέντρον]] κύκλου, Πλάτ. Τίμ. 54 Ε, 55Β, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 24, 2, κ. ἀλλ.· κύκλον κέντρῳ περιγράφειν, [[γράφω]] κύκλον, Πλουτ. Ρωμ. 11· τὸ κ. τᾱς σφαίρας Τίμ. Λοκρ. 100 Ε·- μεταφορ., κ. καὶ διαστήματι περιγράφειν Πλούτ. 2. 513C, 524F. 7) [[ἧλος]] ἢ [[γόμφος]], Παυσ. 10. 16, 1. ΙΙ. σκληρόν τι [[ἔκφυμα]] ἐντὸς λίθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, Πλίν. 37. 10, κτλ. | |lstext='''κέντρον''': τό, ([[κεντέω]]) ὀξὺ [[ἄκρον]], [[ὀξεῖα]] [[αἰχμή]]· 1) κεντρί, [[κέντρον]] διὰ τοὺς ἵππους, Λατ. stimulus, ἵπποι [[ἄνευ]] κέντροιο θέοντες Ἰλ. Ψ. 387, πρβλ. 430, Σοφ. Ο. Τ. 809, Ἀριστοφ. Νεφ. 1297, Ξεν. Κύρ. 7, 1, 29, κτλ.· κέντρῳ μεσολαβεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 157· κ. διπλᾶ Σοφ. Ο. Τ. 809·- παρ’ Ἀττ. [[συχνάκις]] = τῷ Ὁμηρικῷ [[βουπλήξ]], [[βούκεντρον]], «φκέντρι», κέντροις καὶ μάστιξιν Πλάτ. Νόμ. 777 Α, κτλ.·- παροιμ., πρὸς κέντρα λακτίζειν (ἴδε [[λακτίζω]] 2)· δεῖ… κέντρου [[πολλάκις]], οὕτω δὲ καὶ χαλινοῦ Λογγῖν. 2. 2, πρβλ. Κικ. ad M. Brutum Epist. 56· ἐν χρήσει ὡς [[σύμβολον]] τυραννίδος, λαβὼν… χερσὶ κέντρα κηδεύει πόλιν Σοφ. Ἀποσπ. 606. β) μεταφορ., [[παρακίνησις]], [[παρόρμησις]], Πινδ. Ἀποσπ. 89, Αἰσχύλ. Πρ. 693, 598, πρβλ. Εὐμ. 427· κέντροις ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 39, πρβλ. 1303· πόθου κ. Πλάτ. Πολ. 573 Α, πρβλ. Φαῖδρ. 251 Ε· κ. ἐγερτικὸν θυμοῦ Πλουτ. Λυκοῦργ. 21· κέντρα πτολέμοιο, ἐπὶ τῶν Ἀργείων, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 14. 48· [[ἀλλά]], κ. ἐμοῦ, ἐπιθυμία δι’ ἐμέ, Σοφ. Φιλ. 1039. 2) κολαστήριον [[ὄργανον]], Ἡρόδ. 3. 130·- μεταφορ., ἐν τῷ πληθ., βάσανοι, ὀδύναι, Σοφ. Τρ. 839· τὰ ἐν Ο. Τ. 1318 κέντρα ἀναφέρονται εἰς τὰς περόνας, δι’ ὧν ὁ [[Οἰδίπους]] ἐτύφλωσεν ἑαυτόν. 3) ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος, Πολύβ. 6. 22, 4. 4) ἡ κορυφὴ ἢ τὸ [[κέντρον]] στροβίλου, ῥόμβου, κοιν. «σβούρου», Πλάτ. Πολ. 436D. 5) ἐπὶ ζῴων, α) τὸ [[κέντρον]] τῶν μελισσῶν καὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 225, 406, κ. ἀλλ.· τῶν [[σκορπίων]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 58·- [[ἐντεῦθεν]], μεταφορ., ἐπὶ κακῶν ἀνθρώπων, ἐς τοὺς ἔχοντας κέντρ’ ἀφιᾱσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 242· πορεύεται, [[ὥσπερ]] [[σκορπίος]], ἠρκὼς τὸ κ. Δημ. 786. 4· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τῆς ἐντυπώσεως, τῆς καταλειπομένης εἰς τοὺς ἀκροωμένους ἐκ τῶν λόγων τοῦ Περικλέους, [[κέντρον]] ἐγκατέλειπε τοῖς ἀκροωμένοις Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 6· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, [[ὥσπερ]] [[μέλιττα]] τὸ κ. ἐγκαταλιπὼν Πλάτ. Φαίδων 91C. β) τὸ [[πλῆκτρον]] ἀλεκτρυόνος, Γεωπ. 14. 7, 17. γ) [[ἄκανθα]] τοῦ τοξότου, θαλασσίου τινὸς ζῴου ἔχοντος ὁμοιότητα πρὸς τὸν ἐχῖνον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 26. δ) = [[πόσθη]], Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 2. 11 Α. 6) τὸ μὴ περιστρεφόμενον [[σκέλος]] τοῦ διαβήτου, Πλάτ. Πολ. 436D, Βιτρούβ. 3. 1· [[καθόλου]], τὸ [[κέντρον]] κύκλου, Πλάτ. Τίμ. 54 Ε, 55Β, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 24, 2, κ. ἀλλ.· κύκλον κέντρῳ περιγράφειν, [[γράφω]] κύκλον, Πλουτ. Ρωμ. 11· τὸ κ. τᾱς σφαίρας Τίμ. Λοκρ. 100 Ε·- μεταφορ., κ. καὶ διαστήματι περιγράφειν Πλούτ. 2. 513C, 524F. 7) [[ἧλος]] ἢ [[γόμφος]], Παυσ. 10. 16, 1. ΙΙ. σκληρόν τι [[ἔκφυμα]] ἐντὸς λίθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, Πλίν. 37. 10, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |