Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐεργέτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1065.png Seite 1065]] ὁ, der gut thut, der Wohlthäter, auch adj. [[ἀνήρ]], Pind. Ol. 2, 104; Soph. Ant. 284; βροτοῖσι Eur. Herc. Für. 1252, wie Her. 6, 30; γῆς Eur. Rhes. 151; Plat. u. A.; bes. ein Ehrentitel der Männer, die sich um den Staat Verdienste erworben haben, bei den Persern [[εὐεργέτης]] βασιλῆος ἀνεγράφη, Her. 8, 85; so Plat. [[μέγιστος]] εὐεργ. παρ' ἐμοὶ ἀναγεγράψει Gorg. 506 c; Xen. Hell. 6, 1, 4 [[πρόξενος]] ὑμῶν ὢν καὶ εὐεργ. ἐκ πάντων προγόνων; Vect. 3, 11; Inscr. 84. 1052. Vgl. [[εὐεργεσία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1065.png Seite 1065]] ὁ, der gut thut, der Wohlthäter, auch adj. [[ἀνήρ]], Pind. Ol. 2, 104; Soph. Ant. 284; βροτοῖσι Eur. Herc. Für. 1252, wie Her. 6, 30; γῆς Eur. Rhes. 151; Plat. u. A.; bes. ein Ehrentitel der Männer, die sich um den Staat Verdienste erworben haben, bei den Persern [[εὐεργέτης]] βασιλῆος ἀνεγράφη, Her. 8, 85; so Plat. [[μέγιστος]] εὐεργ. παρ' ἐμοὶ ἀναγεγράψει Gorg. 506 c; Xen. Hell. 6, 1, 4 [[πρόξενος]] ὑμῶν ὢν καὶ εὐεργ. ἐκ πάντων προγόνων; Vect. 3, 11; Inscr. 84. 1052. Vgl. [[εὐεργεσία]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bienfaiteur, évergète.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐεργέτης''': -ου, ὡς καὶ νῦν, ὁ εὐεργετῶν, Πινδ. Π. 2. 43, Σοφ. Ἀντ. 284· τινί, εἴς τινα, Ἡρόδ. 6. 30, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1252· συνηθέστερον, τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 151, Πλάτ. Κρατ. 403Ε. 2) τιμητικὸν ἐπώνυμον ἀπονεμόμενον εἰς ἀνθρώπους εὐεργετήσαντας τὴν πόλιν· [[εὐεργέτης]] βασιλέος ἀνεγράφη, ἐσημειώθη ἐν τοῖς βιβλίοις ὡς..., Ἡρόδ. 8. 85 (πρβλ. ὀροσάγγαι), πρβλ. 3. 140., 8. 136· μέγιστος [[εὐεργέτης]] παρ’ ἐμοὶ ἀναγέγραψαι Πλάτ. Γοργ. 506C, πρβλ. Λυσίαν 159. 38, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 84. 1052, καὶ ἴδε [[εὐεργεσία]] ΙΙ. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ἀγαθός]], [[εὐεργετικός]], Πινδ. Ο. 2. 171, ΙΙ. 4. 54. - Συγκρ. [[μᾶλλον]] [[εὐεργέτης]] Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177.
|lstext='''εὐεργέτης''': -ου, ὡς καὶ νῦν, ὁ εὐεργετῶν, Πινδ. Π. 2. 43, Σοφ. Ἀντ. 284· τινί, εἴς τινα, Ἡρόδ. 6. 30, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1252· συνηθέστερον, τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 151, Πλάτ. Κρατ. 403Ε. 2) τιμητικὸν ἐπώνυμον ἀπονεμόμενον εἰς ἀνθρώπους εὐεργετήσαντας τὴν πόλιν· [[εὐεργέτης]] βασιλέος ἀνεγράφη, ἐσημειώθη ἐν τοῖς βιβλίοις ὡς..., Ἡρόδ. 8. 85 (πρβλ. ὀροσάγγαι), πρβλ. 3. 140., 8. 136· μέγιστος [[εὐεργέτης]] παρ’ ἐμοὶ ἀναγέγραψαι Πλάτ. Γοργ. 506C, πρβλ. Λυσίαν 159. 38, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 84. 1052, καὶ ἴδε [[εὐεργεσία]] ΙΙ. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ἀγαθός]], [[εὐεργετικός]], Πινδ. Ο. 2. 171, ΙΙ. 4. 54. - Συγκρ. [[μᾶλλον]] [[εὐεργέτης]] Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bienfaiteur, évergète.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{eles
{{eles