Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐεργέτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bienfaiteur, évergète.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔργον]].
|btext=ου (ὁ) :<br />bienfaiteur, évergète.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔργον]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεργέτης:''' ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> (тж. εὐ. [[ἀνήρ]] Pind.) оказывающий услуги или благодеяния (τινί Her., Eur. и τινός Eur., Plat., Arst.; ὑπερτιμᾶν τινα ὡς εὐεργέτην Soph.): τίς ἂν γένοιτο τῆσδε γῆς εὐ.; Eur., кто (из вас) окажет услугу этой стране?;<br /><b class="num">2)</b> носящий звание «[[благодетеля]]» (с присвоением которого связывались определенные права и преимущества; ср. [[εὐεργεσία]]<br /><b class="num">3)</b> ([[μέγιστος]] εὐ. παρ᾽ ἐμοὶ ἀναγεγράψει Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐεργέτης:''' -ου, ὁ (*[[ἔργω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κάνει καλό, αυτός που ωφελεί, σε Σοφ.· <i>τινί</i>, σε κάποιον, σε Ηρόδ., Ευρ.· συνηθέστερα, <i>τινός</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τιμητικός]] [[τίτλος]] που απονέμονταν σε ανθρώπους που είχαν προσφέρει κάποια [[υπηρεσία]], κάποιο [[ευεργέτημα]] στην πόλη, <i>εὐ. βασιλέος ἀνεγράφη</i>, καταχωρήθηκε, σημειώθηκε στα βιβλία ως [[ευεργέτης]], [[δωρητής]] του βασιλιά, στον ίδ.· ομοίως, σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''εὐεργέτης:''' -ου, ὁ (*[[ἔργω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κάνει καλό, αυτός που ωφελεί, σε Σοφ.· <i>τινί</i>, σε κάποιον, σε Ηρόδ., Ευρ.· συνηθέστερα, <i>τινός</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τιμητικός]] [[τίτλος]] που απονέμονταν σε ανθρώπους που είχαν προσφέρει κάποια [[υπηρεσία]], κάποιο [[ευεργέτημα]] στην πόλη, <i>εὐ. βασιλέος ἀνεγράφη</i>, καταχωρήθηκε, σημειώθηκε στα βιβλία ως [[ευεργέτης]], [[δωρητής]] του βασιλιά, στον ίδ.· ομοίως, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεργέτης:''' ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> (тж. εὐ. [[ἀνήρ]] Pind.) оказывающий услуги или благодеяния (τινί Her., Eur. и τινός Eur., Plat., Arst.; ὑπερτιμᾶν τινα ὡς εὐεργέτην Soph.): τίς ἂν γένοιτο τῆσδε γῆς εὐ.; Eur., кто (из вас) окажет услугу этой стране?;<br /><b class="num">2)</b> носящий звание «[[благодетеля]]» (с присвоением которого связывались определенные права и преимущества; ср. [[εὐεργεσία]]<br /><b class="num">3)</b> ([[μέγιστος]] εὐ. παρ᾽ ἐμοὶ ἀναγεγράψει Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj