Anonymous

βοεικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0451.png Seite 451]] von Rindern, ζεύγη, Ochsengespann, Thuc. 4, 128; Xen. An. 7, 5, 2; τὸ βοεικόν, Rindfleisch, Poll. 6, 55.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0451.png Seite 451]] von Rindern, ζεύγη, Ochsengespann, Thuc. 4, 128; Xen. An. 7, 5, 2; τὸ βοεικόν, Rindfleisch, Poll. 6, 55.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de bœuf ; ζεύγη βοεικά, attelages de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βοεικός''': -ή, -όν, ([[βοῦς]]) = [[βόειος]], ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς [[βοῦς]], ζεύγη β., ἅμαξαι συρόμεναι ὑπὸ βοῶν, Θουκ. 4. 128. Ξεν, Ἀν. 7. 5. 2, πρβλ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163. Ὁ [[τύπος]] [[βοϊκός]], συχνὸς ἐν χείροσι χφοις (ἴδε Διον, Ἁλ. 8. 87), κατακρίνεται ὑπὸ Ἡρῳδιαν. ἐν Α. Β. 1354.
|lstext='''βοεικός''': -ή, -όν, ([[βοῦς]]) = [[βόειος]], ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς [[βοῦς]], ζεύγη β., ἅμαξαι συρόμεναι ὑπὸ βοῶν, Θουκ. 4. 128. Ξεν, Ἀν. 7. 5. 2, πρβλ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163. Ὁ [[τύπος]] [[βοϊκός]], συχνὸς ἐν χείροσι χφοις (ἴδε Διον, Ἁλ. 8. 87), κατακρίνεται ὑπὸ Ἡρῳδιαν. ἐν Α. Β. 1354.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de bœuf ; ζεύγη βοεικά, attelages de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]].
}}
}}
{{grml
{{grml