Anonymous

βοεικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ή, όν :<br />de bœuf ; ζεύγη βοεικά, attelages de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]].
|btext=ή, όν :<br />de bœuf ; ζεύγη βοεικά, attelages de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βοεικός''': , -όν, ([[βοῦς]]) = [[βόειος]], ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς [[βοῦς]], ζεύγη β., ἅμαξαι συρόμεναι ὑπὸ βοῶν, Θουκ. 4. 128. Ξεν, Ἀν. 7. 5. 2, πρβλ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163. Ὁ [[τύπος]] [[βοϊκός]], συχνὸς ἐν χείροσι χφοις (ἴδε Διον, Ἁλ. 8. 87), κατακρίνεται ὑπὸ Ἡρῳδιαν. ἐν Α. Β. 1354.
|elnltext=[[βοεικός]] -ή -όν [[βοῦς]] van een rund, runder-.
}}
{{elru
|elrutext='''βοεικός:''' [[бычачий]], [[воловий]]: ζεύγη βοεικά Thuc., Xen. повозки, запряженные волами.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[βόειος]],] [[βοῦς]]<br />of or for oxen, ζεύγη β. wagons [[drawn]] by oxen, Thuc., Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 34:
|lsmtext='''βοεικός:''' -ή, -όν ([[βοῦς]]), [[βόειος]], αυτός που ανήκει, προορίζεται ή είναι [[κατάλληλος]] για βόδια· <i>ζεύγη βοεικά</i>, [[κάρα]] - άμαξες που σύρονται από βόδια, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''βοεικός:''' -ή, -όν ([[βοῦς]]), [[βόειος]], αυτός που ανήκει, προορίζεται ή είναι [[κατάλληλος]] για βόδια· <i>ζεύγη βοεικά</i>, [[κάρα]] - άμαξες που σύρονται από βόδια, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βοεικός:''' [[бычачий]], [[воловий]]: ζεύγη βοεικά Thuc., Xen. повозки, запряженные волами.
|lstext='''βοεικός''': -ή, -όν, ([[βοῦς]]) = [[βόειος]], ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς [[βοῦς]], ζεύγη β., ἅμαξαι συρόμεναι ὑπὸ βοῶν, Θουκ. 4. 128. Ξεν, Ἀν. 7. 5. 2, πρβλ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163. [[τύπος]] [[βοϊκός]], συχνὸς ἐν χείροσι χφοις (ἴδε Διον, Ἁλ. 8. 87), κατακρίνεται ὑπὸ Ἡρῳδιαν. ἐν Α. Β. 1354.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[βόειος]],] [[βοῦς]]<br />of or for oxen, ζεύγη β. wagons [[drawn]] by oxen, Thuc., Xen.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοεικός]] -ή -όν [[βοῦς]] van een rund, runder-.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[of an ox]]
|woodrun=[[of an ox]]
}}
}}