3,251,242
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0617.png Seite 617]] (s. [[εἰμί]]) fortwährend sein, VLL.; sonst nur διέσει σκοπούμενος Xen. Mem. 2, 1, 24, wo man διοίσει ändern will. (s. [[εἶμι]]), 1) hindurchgehen; τὸν δρόμον Plat. Ax. 370 e; δι' αὐτῶν μέσων Thuc. 4, 78; absolut, Ar. Ach. 845, d. i. vorübergehen. – 2) dah. = in Rede u. Schrift durchgehen, genau erzählen; πάντα Plat. Crit. 47 c; τῷ λόγῳ, ὡς Gorg. 505 e u. öfter; τὸν ἀέρα Ar. Av. 1392, wie Sp.; ἕκαστα διείσομαι Nic. Th. 494. 837; τοιαῦτα [[περί]] τινος, Phi ostr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0617.png Seite 617]] (s. [[εἰμί]]) fortwährend sein, VLL.; sonst nur διέσει σκοπούμενος Xen. Mem. 2, 1, 24, wo man διοίσει ändern will. (s. [[εἶμι]]), 1) hindurchgehen; τὸν δρόμον Plat. Ax. 370 e; δι' αὐτῶν μέσων Thuc. 4, 78; absolut, Ar. Ach. 845, d. i. vorübergehen. – 2) dah. = in Rede u. Schrift durchgehen, genau erzählen; πάντα Plat. Crit. 47 c; τῷ λόγῳ, ὡς Gorg. 505 e u. öfter; τὸν ἀέρα Ar. Av. 1392, wie Sp.; ἕκαστα διείσομαι Nic. Th. 494. 837; τοιαῦτα [[περί]] τινος, Phi ostr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>durer, continuer : [[διέσει]] σκοπούμενος XÉN tu ne cesseras d'examiner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[εἰμί]].<br /><span class="bld">2</span><i>f.</i> [[διείσομαι]], <i>pqp. au sens d'un impf.</i> [[διῄειν]];<br /><b>1</b> aller à travers : δι’ αὐτῶν μέσων THC passer au milieu d'elles (des tours) ; <i>abs.</i> se répandre <i>en parl. d'un bruit, d'une rumeur</i>;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> parcourir par la parole, expliquer <i>ou</i> raconter en détail, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[εἶμι]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[διηγέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίειμι''': χρησιμεῦον ὡς μέλλ. τοῦ [[διέρχομαι]], παρατ. διῇα καὶ διῄειν· μέλλ. διείσομαι Νίκ. Θ. 494, 837, πρβλ. Ἡσύχ.·- [[ὑπάγω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], περιφέρομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· ἐπὶ φήμης, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, [[λόγος]] διῄει Πλούτ. Ἀντ. 56. 2) [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, [[ἐκφεύγω]], διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 14· ἔξω Θεόφρ. Αἰτ. Φυσ. 5. 9, 12. 3) μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]], «περνῶ», τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 4, 14, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δ. τὸν [[θεῖον]] δρόμον Πλάτ. Ἀξ. 370Ε. β) [[διέρχομαι]] ὑπόθεσίν τινα ὁμιλῶν ἢ γράφων, διηγοῦμαι, [[περιγράφω]], συζητῶ, [[ἐξετάζω]], ὁ αὐτ. Κρίτωνι 47C, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1392· [[ὡσαύτως]], δ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Γοργ. 506Α. - Πρβλ. [[διέξειμι]]. | |lstext='''δίειμι''': χρησιμεῦον ὡς μέλλ. τοῦ [[διέρχομαι]], παρατ. διῇα καὶ διῄειν· μέλλ. διείσομαι Νίκ. Θ. 494, 837, πρβλ. Ἡσύχ.·- [[ὑπάγω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], περιφέρομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· ἐπὶ φήμης, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, [[λόγος]] διῄει Πλούτ. Ἀντ. 56. 2) [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, [[ἐκφεύγω]], διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 14· ἔξω Θεόφρ. Αἰτ. Φυσ. 5. 9, 12. 3) μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]], «περνῶ», τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 4, 14, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δ. τὸν [[θεῖον]] δρόμον Πλάτ. Ἀξ. 370Ε. β) [[διέρχομαι]] ὑπόθεσίν τινα ὁμιλῶν ἢ γράφων, διηγοῦμαι, [[περιγράφω]], συζητῶ, [[ἐξετάζω]], ὁ αὐτ. Κρίτωνι 47C, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1392· [[ὡσαύτως]], δ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Γοργ. 506Α. - Πρβλ. [[διέξειμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |