3,251,386
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. [[ἄριστος]], = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 <b class="b2">[[διακριδόν]]</b>· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι | τῶν ἄλλων [[μετά]] γ' αὐτόν· ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων; 15. 108 φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν | κάρτεΐ τε σθένεΐ τε διακριδὸν εἶναι [[ἄριστος]] . – Herodot. 4, 53 ἰχθῦς τε ἀρίστους διακριδὸν καὶ πλείστους. – Sp.; – [[χαίτη]] δ. ἠσκημένη, gescheiteltes Haar, Luc. Am. 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. [[ἄριστος]], = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 <b class="b2">[[διακριδόν]]</b>· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι | τῶν ἄλλων [[μετά]] γ' αὐτόν· ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων; 15. 108 φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν | κάρτεΐ τε σθένεΐ τε διακριδὸν εἶναι [[ἄριστος]] . – Herodot. 4, 53 ἰχθῦς τε ἀρίστους διακριδὸν καὶ πλείστους. – Sp.; – [[χαίτη]] δ. ἠσκημένη, gescheiteltes Haar, Luc. Am. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec distinction <i>ou</i> supériorité ; supérieurement, admirablement.<br />'''Étymologie:''' [[διακρίνω]] et -δον. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακρῐδόν''': ἐπίρρ. ([[διακρίνω]]) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν [[εἶναι]] ἄριστος, ὡς τὸ [[ἔξοχα]], Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους δ. Ἡρόδ. 4. 53· δ. ἠσκημένη [[κόμη]] Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955. | |lstext='''διακρῐδόν''': ἐπίρρ. ([[διακρίνω]]) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν [[εἶναι]] ἄριστος, ὡς τὸ [[ἔξοχα]], Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους δ. Ἡρόδ. 4. 53· δ. ἠσκημένη [[κόμη]] Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |