Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐχετάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1109.png Seite 1109]] ep. = [[εὔχομαι]], nur praes. u. impf., sie [[hen]], [[beten]], Il. 8, 347. 15, 369, θεῷ, zu einem Gotte, 6, 268 Od. 12, 356; Ap. Rh. 4, 588; auch πάντες δ' εὐχετόωντο θεῶν Διΐ, Νέστορι δ' ἀνδρῶν, Il. 11, 761, bewiesen ihm ihre Verehrung; auch = danken, Od. 8, 467; auch c. inf., πορεῖν Ap. Rh. 4, 588; λίθῳ, anbeten, 2, 1173. – Mit Zuversicht aussagen,<b class="b2"> sich rühmen</b>, τίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται Od. 1, 172, öfter; ἐπέεσσι, großprahlen, Il. 12, 391; ὑπέρβιον [[αὔτως]] εὐχετάασθαι, Il. 17, 19. 20, 348; aber κταμένοισιν ἐπ' ἀνδράσιν εὐχετάασθαι, Od. 22, 412, heißt nicht "sich über die Erschlagenen übermüthig erheben", sondern "auf Leichen beten". Auch sp. D., wie Orph. Arg. 287; Ap. Rh. 2, 359; Opp. Cyn. 2, 615.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1109.png Seite 1109]] ep. = [[εὔχομαι]], nur praes. u. impf., sie [[hen]], [[beten]], Il. 8, 347. 15, 369, θεῷ, zu einem Gotte, 6, 268 Od. 12, 356; Ap. Rh. 4, 588; auch πάντες δ' εὐχετόωντο θεῶν Διΐ, Νέστορι δ' ἀνδρῶν, Il. 11, 761, bewiesen ihm ihre Verehrung; auch = danken, Od. 8, 467; auch c. inf., πορεῖν Ap. Rh. 4, 588; λίθῳ, anbeten, 2, 1173. – Mit Zuversicht aussagen,<b class="b2"> sich rühmen</b>, τίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται Od. 1, 172, öfter; ἐπέεσσι, großprahlen, Il. 12, 391; ὑπέρβιον [[αὔτως]] εὐχετάασθαι, Il. 17, 19. 20, 348; aber κταμένοισιν ἐπ' ἀνδράσιν εὐχετάασθαι, Od. 22, 412, heißt nicht "sich über die Erschlagenen übermüthig erheben", sondern "auf Leichen beten". Auch sp. D., wie Orph. Arg. 287; Ap. Rh. 2, 359; Opp. Cyn. 2, 615.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>I.</b> prier :<br /><b>1</b> adresser un vœu <i>ou</i> une prière;<br /><b>2</b> rendre grâces;<br /><b>II.</b> se vanter.<br />'''Étymologie:''' épq. c. [[εὔχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐχετάομαι''': Ἐπικ. ἀντὶ [[εὔχομαι]]. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ([[ἄνευ]] αὐξ.). Εὔχομαι, δέομαι, θεοῖσι μεγάλ’ εὐχετόωντο [[ἕκαστος]] Ἰλ. Θ. 347· Κρονίωνι... εὐχετάασθαι Ζ. 268· πάντες δ’ εὐχετόωντο θεῶν Διῒ Νέστορί τ’ ἀνδρῶν Λ. 761, πρβλ. Ὀδ. Θ. 467. ΙΙ. καυχῶμαι, μετ’ ἀπαρ., τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο; Ὀδ. Α. 172, κτλ.· καὶ παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 189, Ὀρφ. Ἀργ. 287: - μεγαλαυχῶ, κομπορρημονῶ, Λατ. gloriari, ἵνα μή τις... εὐχετόωτ’ ἐπέεσσι Ἰλ. Μ. 391· οὐ μὲν καλὸν ὑπέρβιον εὐχετάασθαι Ρ. 19· μὰψ [[αὔτως]] εὐχετάασθαι Υ. 348: - κταμένοισιν ἐπ’ ἀνδράσιν εὐχετάασθαι, κομπάζειν ἐπ’ αὐτῶν (ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὀλόλυξεν ἐν στίχ. 408) Ὀδ. Χ. 412.
|lstext='''εὐχετάομαι''': Ἐπικ. ἀντὶ [[εὔχομαι]]. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ([[ἄνευ]] αὐξ.). Εὔχομαι, δέομαι, θεοῖσι μεγάλ’ εὐχετόωντο [[ἕκαστος]] Ἰλ. Θ. 347· Κρονίωνι... εὐχετάασθαι Ζ. 268· πάντες δ’ εὐχετόωντο θεῶν Διῒ Νέστορί τ’ ἀνδρῶν Λ. 761, πρβλ. Ὀδ. Θ. 467. ΙΙ. καυχῶμαι, μετ’ ἀπαρ., τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο; Ὀδ. Α. 172, κτλ.· καὶ παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 189, Ὀρφ. Ἀργ. 287: - μεγαλαυχῶ, κομπορρημονῶ, Λατ. gloriari, ἵνα μή τις... εὐχετόωτ’ ἐπέεσσι Ἰλ. Μ. 391· οὐ μὲν καλὸν ὑπέρβιον εὐχετάασθαι Ρ. 19· μὰψ [[αὔτως]] εὐχετάασθαι Υ. 348: - κταμένοισιν ἐπ’ ἀνδράσιν εὐχετάασθαι, κομπάζειν ἐπ’ αὐτῶν (ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὀλόλυξεν ἐν στίχ. 408) Ὀδ. Χ. 412.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>I.</b> prier :<br /><b>1</b> adresser un vœu <i>ou</i> une prière;<br /><b>2</b> rendre grâces;<br /><b>II.</b> se vanter.<br />'''Étymologie:''' épq. c. [[εὔχομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth