Anonymous

θηρεύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] fut. θηρεύσομαι, nach den Atticisten, wie Plat. Euthyd. 290 c, doch Theaet. 166 c θηρεύσω; = [[θηράω]]; Od. 19, 465; Pind. P. 4, 90 u. öfter; Aesch. Ch. 486; in attischer Prosa die gew. Form, die Plat. allein hat; übertr., κερδέων [[μέτρον]] Pind. N. 11, 47; ἀρετάν Eur. l. A. 568; γάμους Hel. 321, wie Aesch. Prom. 160; ἡδονάς Isocr. 1, 16; ἐπιστήμην Plat. Theaet. 200 a; ῥήματα, ὀνόματα, Andoc. 1, 8 Plat. Gorg. 489 b; τὴν φιλίαν Xen. Cyr. 8, 2, 2. – Med. in ders. Bdtg, Plat. Gorg. 464 d; Arist. H. A. 9, 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] fut. θηρεύσομαι, nach den Atticisten, wie Plat. Euthyd. 290 c, doch Theaet. 166 c θηρεύσω; = [[θηράω]]; Od. 19, 465; Pind. P. 4, 90 u. öfter; Aesch. Ch. 486; in attischer Prosa die gew. Form, die Plat. allein hat; übertr., κερδέων [[μέτρον]] Pind. N. 11, 47; ἀρετάν Eur. l. A. 568; γάμους Hel. 321, wie Aesch. Prom. 160; ἡδονάς Isocr. 1, 16; ἐπιστήμην Plat. Theaet. 200 a; ῥήματα, ὀνόματα, Andoc. 1, 8 Plat. Gorg. 489 b; τὴν φιλίαν Xen. Cyr. 8, 2, 2. – Med. in ders. Bdtg, Plat. Gorg. 464 d; Arist. H. A. 9, 40.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> aller à la chasse, chasser : θηρία XÉN des bêtes sauvages ; <i>p. ext.</i> capture des hommes;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> pourchasser, poursuivre, chercher à atteindre <i>ou</i> à obtenir.<br />'''Étymologie:''' DELG [[θήρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρεύω''': μέλλ. -σω. - Μέσ., μέλλ. -σομαι Πλάτ. Σοφ. 222Α: ἀόρ. ἐθηρευσάμην ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 197D, ἐν Εὐθυδ. 290C. - Παθ., ἀόρ. ἐθηρεύθην Ἡρόδ. 3. 102, Αἰσχύλ. Χο. 493, Πλάτ. (πρβλ. [[θηράω]]). Κυνηγῶ, θηρεύοντα, ἐνῷ ἐκυνήγει, ἐν τῷ κυνηγίῳ, Ὀδ. Τ. 465, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 112· θηρεύειν διὰ κενῆς ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. Προγν. 38, ἐπὶ τῶν κινήσεων τῶν χειρῶν ἀποθνήσκοντος ἀνθρώπου. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κυνηγῶ, ἐπιδιώκω, [[συλλαμβάνω]], ἀττελέβους Ἡρόδ. 4. 172· θηρία, ὄρνιθας ἀγρίας Ξεν. Ἀν. 1. 2, 7, Πλάτ. Θεαιτ. 197C· ἰχθῦς Ἀριστ. Ι. Ζ. 8. 20, 3, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀνθρώπων, [[καταδιώκω]], [[συλλαμβάνω]], Ἡρόδ. 4. 183· θ. ἀνθρώπους ἐπὶ θοίνην ἢ θυσίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 15· [[συλλαμβάνω]] δι’ ἐνέδρας, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 13· Τιτυὸν [[βέλος]] θήρευσεν, ἔπληξεν αὐτόν, Πίνδ. Π. 4. 161· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 146, Πλάτ. Πολ. 531Α, κτλ. - Παθ., κυνηγοῦμαι, καταδιώκομαι, Ἡρόδ. 3. 102· λαφυραγωγοῦμαι, [[αὐτόθι]] 108· συλλαμβάνομαι, πέδαις Αἰσχύλ. Χο. 493. 2) μεταφ., [[καταδιώκω]], ἐπιζητῶ, κερδέων μέτρου Πίνδ. Ν. 11. 62· γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858· ἀρετὰν Εὐρ. Ι. Α. 569· θ. νέους πλουσίους ὀρφανοὺς Αἰσχίν. 24. 26· ἡδονάς, ἐπιστήμην, φιλίαν, εὔδοξον βίον Ἰσοκρ. 5C, Πλάτ. Θεαιτ. 200Α, κ. ἀλλ.: εὐδαιμονίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 8, 5· ὀνόματα, ῥήματα Πλάτ. Γοργ. 489Β, Ἀνδοκ. 2. 23, πρβλ. Ἀντιφῶντα 143. 30· - τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Ἀριστ. Ἀν. Ἡρ. 1. 30, 2, κ. ἀλλ.: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 464D, Εὐθυδ. 290C. - Οἱ Τραγ. προετίμων τὸν τύπον [[θηράω]], πλὴν [[ὅπου]] τὸ [[μέτρον]] ἀπῄτει [[θηρεύω]].
|lstext='''θηρεύω''': μέλλ. -σω. - Μέσ., μέλλ. -σομαι Πλάτ. Σοφ. 222Α: ἀόρ. ἐθηρευσάμην ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 197D, ἐν Εὐθυδ. 290C. - Παθ., ἀόρ. ἐθηρεύθην Ἡρόδ. 3. 102, Αἰσχύλ. Χο. 493, Πλάτ. (πρβλ. [[θηράω]]). Κυνηγῶ, θηρεύοντα, ἐνῷ ἐκυνήγει, ἐν τῷ κυνηγίῳ, Ὀδ. Τ. 465, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 112· θηρεύειν διὰ κενῆς ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. Προγν. 38, ἐπὶ τῶν κινήσεων τῶν χειρῶν ἀποθνήσκοντος ἀνθρώπου. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κυνηγῶ, ἐπιδιώκω, [[συλλαμβάνω]], ἀττελέβους Ἡρόδ. 4. 172· θηρία, ὄρνιθας ἀγρίας Ξεν. Ἀν. 1. 2, 7, Πλάτ. Θεαιτ. 197C· ἰχθῦς Ἀριστ. Ι. Ζ. 8. 20, 3, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀνθρώπων, [[καταδιώκω]], [[συλλαμβάνω]], Ἡρόδ. 4. 183· θ. ἀνθρώπους ἐπὶ θοίνην ἢ θυσίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 15· [[συλλαμβάνω]] δι’ ἐνέδρας, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 13· Τιτυὸν [[βέλος]] θήρευσεν, ἔπληξεν αὐτόν, Πίνδ. Π. 4. 161· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 146, Πλάτ. Πολ. 531Α, κτλ. - Παθ., κυνηγοῦμαι, καταδιώκομαι, Ἡρόδ. 3. 102· λαφυραγωγοῦμαι, [[αὐτόθι]] 108· συλλαμβάνομαι, πέδαις Αἰσχύλ. Χο. 493. 2) μεταφ., [[καταδιώκω]], ἐπιζητῶ, κερδέων μέτρου Πίνδ. Ν. 11. 62· γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858· ἀρετὰν Εὐρ. Ι. Α. 569· θ. νέους πλουσίους ὀρφανοὺς Αἰσχίν. 24. 26· ἡδονάς, ἐπιστήμην, φιλίαν, εὔδοξον βίον Ἰσοκρ. 5C, Πλάτ. Θεαιτ. 200Α, κ. ἀλλ.: εὐδαιμονίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 8, 5· ὀνόματα, ῥήματα Πλάτ. Γοργ. 489Β, Ἀνδοκ. 2. 23, πρβλ. Ἀντιφῶντα 143. 30· - τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Ἀριστ. Ἀν. Ἡρ. 1. 30, 2, κ. ἀλλ.: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 464D, Εὐθυδ. 290C. - Οἱ Τραγ. προετίμων τὸν τύπον [[θηράω]], πλὴν [[ὅπου]] τὸ [[μέτρον]] ἀπῄτει [[θηρεύω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> aller à la chasse, chasser : θηρία XÉN des bêtes sauvages ; <i>p. ext.</i> capture des hommes;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> pourchasser, poursuivre, chercher à atteindre <i>ou</i> à obtenir.<br />'''Étymologie:''' DELG [[θήρ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth