3,273,446
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] ὁ, att. [[καττίτερος]] (kastîra im Sanscr. Blei), [[Zinn]]; bei Hom. zu Verzierungen an Panzern u. Schilden gebraucht, Il. 11, 25. 34. 18, 565. 574, nach [[χαλκός]] neben Gold u. Silber genannt; 20, 271 besteht ein Schild aus fünf Lagen über einander, zweien von Kupfer, zweien von Zinn u. einer von Gold, die der Schmied mit dem Hammer getrieben hat (ἤλασε); auch an Wagen, 23, 503; [[χεῦμα]] φαεινοῦ κασσιτέροιο ibd. 561, ein Zinnguß, Verzinnung; ἑανὸς κ. s. unter [[ἑανός]]; [[πάνεφθος]] Hes. Sc. 208; ἐτήκετο [[κασσίτερος]] ὥς Th. 862; Her. 3, 115 u. Folgde. Weil bei Hom. bes. Beinschienen daraus erwähnt werden, hat man, da Zinn zu weich zu sein scheint, unter [[κασσίτερος]] Werkblei verstehen wollen; es waren aber wohl überzinnie Kupferplatten, vgl. Arist. poet. 17. In der Odyssee kommt das Wort nicht vor. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] ὁ, att. [[καττίτερος]] (kastîra im Sanscr. Blei), [[Zinn]]; bei Hom. zu Verzierungen an Panzern u. Schilden gebraucht, Il. 11, 25. 34. 18, 565. 574, nach [[χαλκός]] neben Gold u. Silber genannt; 20, 271 besteht ein Schild aus fünf Lagen über einander, zweien von Kupfer, zweien von Zinn u. einer von Gold, die der Schmied mit dem Hammer getrieben hat (ἤλασε); auch an Wagen, 23, 503; [[χεῦμα]] φαεινοῦ κασσιτέροιο ibd. 561, ein Zinnguß, Verzinnung; ἑανὸς κ. s. unter [[ἑανός]]; [[πάνεφθος]] Hes. Sc. 208; ἐτήκετο [[κασσίτερος]] ὥς Th. 862; Her. 3, 115 u. Folgde. Weil bei Hom. bes. Beinschienen daraus erwähnt werden, hat man, da Zinn zu weich zu sein scheint, unter [[κασσίτερος]] Werkblei verstehen wollen; es waren aber wohl überzinnie Kupferplatten, vgl. Arist. poet. 17. In der Odyssee kommt das Wort nicht vor. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />étain, <i>primit.</i> mélange d'argent et de plomb, dont on faisait des cuirasses et des boucliers.<br />'''Étymologie:''' DELG très obscur, pê emprunt aux Élamites, car la composition kassi-teros semble désigner ce métal comme « provenant du pays des Cassites » ; cf. arabe qazdir « étain ». | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κασσίτερος''': ῐ, Ἀττ. καττ-, ὁ, «καλάϊ», συχν. ἐν Ἰλ. (ἂν καὶ [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.), τὸ πλεῖστον ὡς [[κόσμημα]] ὁπλισμοῦ, Ἰλ. Λ. 25, 34., Σ. 565, 574· ἢ ἁρμάτων, Ψ. 503. Συνήθως ἐτήκετο, Ἰλ. Σ. 474, Ἡσ. Θ. 862· καὶ ἐχύνετο ἐπὶ τοῦ σκληροτέρου χαλκοῦ, [[ὅθεν]] [[χεῦμα]] κασσιτέροιο, [[περίχυμα]] κασσιτέρου, Ἰλ. Ψ. 561· κ. [[πάνεφθος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208· ἀλλὰ κατειργάζοντο αὐτὸν καὶ διὰ τῆς σφύρας ὡς ἐν Ἰλ. Υ. 271, [[ἔνθα]] ἔχομεν ἀσπίδα μὲ [[πέντε]] ἐλάσματα (πτύχας), πάντα δὲ ἐσφυρηλατήθησαν, καὶ τὰ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν ἐκ κασσιτέρου: - [[πέντε]] πτύχας ἤλασε κυλλοποδίων (δηλ. ὁ [[Ἥφαιστος]]), τὰς δύο χαλκείας, δύο δ’ [[ἔνδοθι]] κασσιτέροιο, τὴν δὲ μίαν χρυσέην· αἱ κνημίδες ἦσαν ἐκ κασσιτέρου, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο Ἰλ. Φ. 592· κνημῖδας ἐανοῦ κασ. ([[ἔνθα]] τὸ ἐπίθετον παρέχει τὸν λόγον τῆς χρήσεως τοῦ μετάλλου τούτου, [[διότι]] τὸ ἐανὸς [[ἐνταῦθα]] καθ’ Ἡσύχ. σημαίνει: ἐνδιάχυτος), Σ. 613. (Τὸ Σανσκρ. [[ὄνομα]] [[εἶναι]] kastîra, [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ kâsh ([[λάμπω]]), εὑρίσκεται δὲ [[κασσίτερος]] ἐν ταῖς παρὰ τὴν Ἰνδικὴν νήσοις. Ἐντεῦθεν εἰκάζεται ὅτι οἱ Φοίνικες κατὰ πρῶτον ἔλαβον τὸ [[ὄνομα]] μετὰ τοῦ μετάλλου ἐκ τῆς Ἀνατολῆς καὶ μετήνεγκαν αὐτὸ εἰς τὴν ἐπαρχίαν Cornawll τῆς Ἀγγλίας καὶ τὰς νῦν καλουμένας Seilly Isles, αἵτινες ὠνομάσθησαν [[Κασσιτερίδες]], [[ὅπερ]] ἐγίνωσκεν ὁ Ἡρόδ. (3. 115) ὡς [[ὄνομα]] τοῦ τόπου [[ὅθεν]] ἐξήγετο τὸ [[μέταλλον]], ἂν καὶ ἠγνόει τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] αὗται αἱ νῆσοι ἔκειντο (ὑπάρχει ὁδός τις καλουμένη Cassiter Street ἐν Bodmin)· ἴδε Lassen ἐν Ritter’ s Erdkunde 5. 439· Τὸ Ἀραβικὸν [[ὄνομα]] [[εἶναι]] kasdîr, πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς). | |lstext='''κασσίτερος''': ῐ, Ἀττ. καττ-, ὁ, «καλάϊ», συχν. ἐν Ἰλ. (ἂν καὶ [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.), τὸ πλεῖστον ὡς [[κόσμημα]] ὁπλισμοῦ, Ἰλ. Λ. 25, 34., Σ. 565, 574· ἢ ἁρμάτων, Ψ. 503. Συνήθως ἐτήκετο, Ἰλ. Σ. 474, Ἡσ. Θ. 862· καὶ ἐχύνετο ἐπὶ τοῦ σκληροτέρου χαλκοῦ, [[ὅθεν]] [[χεῦμα]] κασσιτέροιο, [[περίχυμα]] κασσιτέρου, Ἰλ. Ψ. 561· κ. [[πάνεφθος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208· ἀλλὰ κατειργάζοντο αὐτὸν καὶ διὰ τῆς σφύρας ὡς ἐν Ἰλ. Υ. 271, [[ἔνθα]] ἔχομεν ἀσπίδα μὲ [[πέντε]] ἐλάσματα (πτύχας), πάντα δὲ ἐσφυρηλατήθησαν, καὶ τὰ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν ἐκ κασσιτέρου: - [[πέντε]] πτύχας ἤλασε κυλλοποδίων (δηλ. ὁ [[Ἥφαιστος]]), τὰς δύο χαλκείας, δύο δ’ [[ἔνδοθι]] κασσιτέροιο, τὴν δὲ μίαν χρυσέην· αἱ κνημίδες ἦσαν ἐκ κασσιτέρου, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο Ἰλ. Φ. 592· κνημῖδας ἐανοῦ κασ. ([[ἔνθα]] τὸ ἐπίθετον παρέχει τὸν λόγον τῆς χρήσεως τοῦ μετάλλου τούτου, [[διότι]] τὸ ἐανὸς [[ἐνταῦθα]] καθ’ Ἡσύχ. σημαίνει: ἐνδιάχυτος), Σ. 613. (Τὸ Σανσκρ. [[ὄνομα]] [[εἶναι]] kastîra, [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ kâsh ([[λάμπω]]), εὑρίσκεται δὲ [[κασσίτερος]] ἐν ταῖς παρὰ τὴν Ἰνδικὴν νήσοις. Ἐντεῦθεν εἰκάζεται ὅτι οἱ Φοίνικες κατὰ πρῶτον ἔλαβον τὸ [[ὄνομα]] μετὰ τοῦ μετάλλου ἐκ τῆς Ἀνατολῆς καὶ μετήνεγκαν αὐτὸ εἰς τὴν ἐπαρχίαν Cornawll τῆς Ἀγγλίας καὶ τὰς νῦν καλουμένας Seilly Isles, αἵτινες ὠνομάσθησαν [[Κασσιτερίδες]], [[ὅπερ]] ἐγίνωσκεν ὁ Ἡρόδ. (3. 115) ὡς [[ὄνομα]] τοῦ τόπου [[ὅθεν]] ἐξήγετο τὸ [[μέταλλον]], ἂν καὶ ἠγνόει τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] αὗται αἱ νῆσοι ἔκειντο (ὑπάρχει ὁδός τις καλουμένη Cassiter Street ἐν Bodmin)· ἴδε Lassen ἐν Ritter’ s Erdkunde 5. 439· Τὸ Ἀραβικὸν [[ὄνομα]] [[εἶναι]] kasdîr, πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |