Anonymous

κασσίτερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />étain, <i>primit.</i> mélange d'argent et de plomb, dont on faisait des cuirasses et des boucliers.<br />'''Étymologie:''' DELG très obscur, pê emprunt aux Élamites, car la composition kassi-teros semble désigner ce métal comme « provenant du pays des Cassites » ; cf. arabe qazdir « étain ».
|btext=ου (ὁ) :<br />étain, <i>primit.</i> mélange d'argent et de plomb, dont on faisait des cuirasses et des boucliers.<br />'''Étymologie:''' DELG très obscur, pê emprunt aux Élamites, car la composition kassi-teros semble désigner ce métal comme « provenant du pays des Cassites » ; cf. arabe qazdir « étain ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κασσίτερος''': ῐ, Ἀττ. καττ-, ὁ, «καλάϊ», συχν. ἐν Ἰλ. (ἂν καὶ [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.), τὸ πλεῖστον ὡς [[κόσμημα]] ὁπλισμοῦ, Ἰλ. Λ. 25, 34., Σ. 565, 574· ἢ ἁρμάτων, Ψ. 503. Συνήθως ἐτήκετο, Ἰλ. Σ. 474, Ἡσ. Θ. 862· καὶ ἐχύνετο ἐπὶ τοῦ σκληροτέρου χαλκοῦ, [[ὅθεν]] [[χεῦμα]] κασσιτέροιο, [[περίχυμα]] κασσιτέρου, Ἰλ. Ψ. 561· κ. [[πάνεφθος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208· ἀλλὰ κατειργάζοντο αὐτὸν καὶ διὰ τῆς σφύρας ὡς ἐν Ἰλ. Υ. 271, [[ἔνθα]] ἔχομεν ἀσπίδα μὲ [[πέντε]] ἐλάσματα (πτύχας), πάντα δὲ ἐσφυρηλατήθησαν, καὶ τὰ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν ἐκ κασσιτέρου: - [[πέντε]] πτύχας ἤλασε κυλλοποδίων (δηλ. ὁ [[Ἥφαιστος]]), τὰς δύο χαλκείας, δύο δ’ [[ἔνδοθι]] κασσιτέροιο, τὴν δὲ μίαν χρυσέην· αἱ κνημίδες ἦσαν ἐκ κασσιτέρου, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο Ἰλ. Φ. 592· κνημῖδας ἐανοῦ κασ. ([[ἔνθα]] τὸ ἐπίθετον παρέχει τὸν λόγον τῆς χρήσεως τοῦ μετάλλου τούτου, [[διότι]] τὸ ἐανὸς [[ἐνταῦθα]] καθ’ Ἡσύχ. σημαίνει: ἐνδιάχυτος), Σ. 613. (Τὸ Σανσκρ. [[ὄνομα]] [[εἶναι]] kastîra, [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ kâsh ([[λάμπω]]), εὑρίσκεται δὲ [[κασσίτερος]] ἐν ταῖς παρὰ τὴν Ἰνδικὴν νήσοις. Ἐντεῦθεν εἰκάζεται ὅτι οἱ Φοίνικες κατὰ πρῶτον ἔλαβον τὸ [[ὄνομα]] μετὰ τοῦ μετάλλου ἐκ τῆς Ἀνατολῆς καὶ μετήνεγκαν αὐτὸ εἰς τὴν ἐπαρχίαν Cornawll τῆς Ἀγγλίας καὶ τὰς νῦν καλουμένας Seilly Isles, αἵτινες ὠνομάσθησαν [[Κασσιτερίδες]], [[ὅπερ]] ἐγίνωσκεν ὁ Ἡρόδ. (3. 115) ὡς [[ὄνομα]] τοῦ τόπου [[ὅθεν]] ἐξήγετο τὸ [[μέταλλον]], ἂν καὶ ἠγνόει τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] αὗται αἱ νῆσοι ἔκειντο (ὑπάρχει ὁδός τις καλουμένη Cassiter Street ἐν Bodmin)· ἴδε Lassen ἐν Ritter’ s Erdkunde 5. 439· Τὸ Ἀραβικὸν [[ὄνομα]] [[εἶναι]] kasdîr, πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς).
|elnltext=κασσίτερος -ου, ὁ Ion. voor καττίτερος.
}}
{{elru
|elrutext='''κασσίτερος:''' атт. [[καττίτερος]] (ῐ) ὁ олово Hom., Hes. etc.: [[χεῦμα]] κασσιτέροιο Hom. литье из олова.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κασσίτερος:''' [ῐ], Αττ. καττ-, ὁ, [[κασσίτερος]], Λατ. [[stannum]], σε Ομήρ. Ιλ. Λιωνόταν και [[έπειτα]] χυνόταν μέσα σε σκληρότερο χαλκό, απ' όπου [[χεῦμα]] κασσιτέροιο, [[επιμετάλλωση]], [[περίχυμα]] κασσιτέρου, στο ίδ. (ξεν. [[λέξη]]).
|lsmtext='''κασσίτερος:''' [ῐ], Αττ. καττ-, ὁ, [[κασσίτερος]], Λατ. [[stannum]], σε Ομήρ. Ιλ. Λιωνόταν και [[έπειτα]] χυνόταν μέσα σε σκληρότερο χαλκό, απ' όπου [[χεῦμα]] κασσιτέροιο, [[επιμετάλλωση]], [[περίχυμα]] κασσιτέρου, στο ίδ. (ξεν. [[λέξη]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κασσίτερος:''' атт. [[καττίτερος]] (ῐ) ὁ олово Hom., Hes. etc.: [[χεῦμα]] κασσιτέροιο Hom. литье из олова.
|lstext='''κασσίτερος''': ῐ, Ἀττ. καττ-, ὁ, «καλάϊ», συχν. ἐν Ἰλ. (ἂν καὶ [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.), τὸ πλεῖστον ὡς [[κόσμημα]] ὁπλισμοῦ, Ἰλ. Λ. 25, 34., Σ. 565, 574· ἢ ἁρμάτων, Ψ. 503. Συνήθως ἐτήκετο, Ἰλ. Σ. 474, Ἡσ. Θ. 862· καὶ ἐχύνετο ἐπὶ τοῦ σκληροτέρου χαλκοῦ, [[ὅθεν]] [[χεῦμα]] κασσιτέροιο, [[περίχυμα]] κασσιτέρου, Ἰλ. Ψ. 561· κ. [[πάνεφθος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208· ἀλλὰ κατειργάζοντο αὐτὸν καὶ διὰ τῆς σφύρας ὡς ἐν Ἰλ. Υ. 271, [[ἔνθα]] ἔχομεν ἀσπίδα μὲ [[πέντε]] ἐλάσματα (πτύχας), πάντα δὲ ἐσφυρηλατήθησαν, καὶ τὰ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν ἐκ κασσιτέρου: - [[πέντε]] πτύχας ἤλασε κυλλοποδίων (δηλ. ὁ [[Ἥφαιστος]]), τὰς δύο χαλκείας, δύο δ’ [[ἔνδοθι]] κασσιτέροιο, τὴν δὲ μίαν χρυσέην· αἱ κνημίδες ἦσαν ἐκ κασσιτέρου, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο Ἰλ. Φ. 592· κνημῖδας ἐανοῦ κασ. ([[ἔνθα]] τὸ ἐπίθετον παρέχει τὸν λόγον τῆς χρήσεως τοῦ μετάλλου τούτου, [[διότι]] τὸ ἐανὸς [[ἐνταῦθα]] καθ’ Ἡσύχ. σημαίνει: ἐνδιάχυτος), Σ. 613. (Τὸ Σανσκρ. [[ὄνομα]] [[εἶναι]] kastîra, [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ kâsh ([[λάμπω]]), εὑρίσκεται δὲ [[κασσίτερος]] ἐν ταῖς παρὰ τὴν Ἰνδικὴν νήσοις. Ἐντεῦθεν εἰκάζεται ὅτι οἱ Φοίνικες κατὰ πρῶτον ἔλαβον τὸ [[ὄνομα]] μετὰ τοῦ μετάλλου ἐκ τῆς Ἀνατολῆς καὶ μετήνεγκαν αὐτὸ εἰς τὴν ἐπαρχίαν Cornawll τῆς Ἀγγλίας καὶ τὰς νῦν καλουμένας Seilly Isles, αἵτινες ὠνομάσθησαν [[Κασσιτερίδες]], [[ὅπερ]] ἐγίνωσκεν Ἡρόδ. (3. 115) ὡς [[ὄνομα]] τοῦ τόπου [[ὅθεν]] ἐξήγετο τὸ [[μέταλλον]], ἂν καὶ ἠγνόει τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] αὗται αἱ νῆσοι ἔκειντο (ὑπάρχει ὁδός τις καλουμένη Cassiter Street ἐν Bodmin)· ἴδε Lassen ἐν Ritter’ s Erdkunde 5. 439· Τὸ Ἀραβικὸν [[ὄνομα]] [[εἶναι]] kasdîr, πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς).
}}
{{elnl
|elnltext=κασσίτερος -ου, ὁ Ion. voor καττίτερος.
}}
}}
{{etym
{{etym