3,277,180
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] (s. [[ἔρχομαι]]), 1) herabkommen, herabsteigen; πάντες δ' Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il. 20, 125; ἐξ οὐρανοῦ 6, 109; in die Unterwelt hinabsteigen, [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] 6, 128, ψυχαὶ δ' ἄϊδόσδε κατῆλθον 7, 330; so Eur. Herc. Fur. 1101; zum Meeresstrande, ἐπὶ νῆα θοὴν [[κατελεύσομαι]] Od. 1, 303, öfter; nach der niedriger liegenden Stadt, 11, 188; von leblosen Dingen, herabkommen, -fallen, κατερχομένης πέτρης 9, 484. 541; von Flüssen, κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] Her. 1, 19; – εἰς ἀγῶνα, in certamen descendere, S. Emp. adv. math. 7, 324. – 2) zurückkommen, bes. von den Verbannten, in die Heimath zurückkehren; ἐς πόλιν Aesch. Spt. 980, vgl. Ch. 3; ἥκω γὰρ εἰς γῆν τήνδε καὶ [[κατέρχομαι]] Eum. 440; φυγὰς κατελθών Soph. Ant. 200, vgl. O. C. 607; εἴ κως κατέλθοιεν εἰς τὴν ἑαυτῶν Her. 5, 30; häufig bei Thuc., Xen. u. den Rednern, wie Sp. Vgl. [[κάτειμι]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] (s. [[ἔρχομαι]]), 1) herabkommen, herabsteigen; πάντες δ' Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il. 20, 125; ἐξ οὐρανοῦ 6, 109; in die Unterwelt hinabsteigen, [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] 6, 128, ψυχαὶ δ' ἄϊδόσδε κατῆλθον 7, 330; so Eur. Herc. Fur. 1101; zum Meeresstrande, ἐπὶ νῆα θοὴν [[κατελεύσομαι]] Od. 1, 303, öfter; nach der niedriger liegenden Stadt, 11, 188; von leblosen Dingen, herabkommen, -fallen, κατερχομένης πέτρης 9, 484. 541; von Flüssen, κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] Her. 1, 19; – εἰς ἀγῶνα, in certamen descendere, S. Emp. adv. math. 7, 324. – 2) zurückkommen, bes. von den Verbannten, in die Heimath zurückkehren; ἐς πόλιν Aesch. Spt. 980, vgl. Ch. 3; ἥκω γὰρ εἰς γῆν τήνδε καὶ [[κατέρχομαι]] Eum. 440; φυγὰς κατελθών Soph. Ant. 200, vgl. O. C. 607; εἴ κως κατέλθοιεν εἰς τὴν ἑαυτῶν Her. 5, 30; häufig bei Thuc., Xen. u. den Rednern, wie Sp. Vgl. [[κάτειμι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[κάτειμι]], <i>ao.2</i> κατῆλθον;<br /><b>I.</b> descendre ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> dans les enfers : [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] IL, Ἀϊδόσδε IL chez Hadès;<br /><b>2</b> de l'intérieur du pays à la côte : ἐπὶ [[νῆα]] OD pour s'embarquer;<br /><b>3</b> de la campagne à la ville, descendre en ville;<br /><b>4</b> <i>fig. en parl. de choses</i> tomber en pente <i>en parl. d'un rocher ; en parl d'un fleuve.</i> s'écouler, <i>etc.</i><br /><b>II.</b> revenir, <i>particul.</i> revenir d'exil ; <i>au sens Pass.</i> être ramené d'exil : [[ὑπό]] τινος par qqn;<br /><b>III.</b> <i>c.</i> [[κατατρέχω]] fondre sur, attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἔρχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατέρχομαι''': μέλλ. [[κατελεύσομαι]] (ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. [[κάτειμι]], ὡς καὶ τὸ κατῄειν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ παρατ.)· ἀόρ. κατήλῠθον ἢ κατῆλθον: ἀπαρ. κατελθεῖν· ἀποθ. [[καταβαίνω]], Λατ. descendere, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Ἰλ. Υ. 125, κτλ.· τιν’ ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος… κατελθέμεν Ζ. 109· [[καταβαίνω]] εἰς τὸν τάφον, κ. Ἄϊδος [[εἴσω]], Ἄϊδόσδε [[αὐτόθι]] 284., Η. 330· εἰς Ἅιδου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1101, κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτ., τίς… σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 2·- [[ὡσαύτως]] ἀπὸ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, ἐπὶ νῆα θοὴν [[κατελεύσομαι]] Ὀδ. Α. 303, πρβλ. ἢ ἀπὸ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν πόλιν, ἔτι δὲ ἀπὸ τοῦ πελάγους εἰς τὴν παραλίαν ἢ τὸν λιμένα (= κατάγομαι), μίμνει ἀγρῷ, οὐδὲ [[πόλινδε]] κ. Ὀδ. Λ. 188 καὶ Ω. 115. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ἐκλύσθη ἡ [[θάλασσα]], ὑπὸ τοῦ κρημνιζομένου, καταφερομένου βράχου, Ὀδ. Ι. 484. 541· ἐπὶ ποταμοῦ, κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] πληθύων, καταβαίνει πλημμυρῶν, Ἡρόδ. 2. 19· κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Θουκ. 4. 75. 3) κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Λατ. descendere ad certamen, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324. ΙΙ. ἰδίως [[ἐπανέρχομαι]] ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 4. 4., 5. 30., κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1647, Χο. 3, Εὐμ. 462, Σοφ. Ο. Κ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1165, κἑξ.· φυγὰς κατελθὼν Σοφ. Ἀντ. 200· ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Εὐρ. Ι. Τ. 39· ἐπὶ παθ. σημασ., ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν, ἐπαναφέρομαι ὑπὸ…, Θουκ. 7. 63· ἴδε [[κάτειμι]]. | |lstext='''κατέρχομαι''': μέλλ. [[κατελεύσομαι]] (ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. [[κάτειμι]], ὡς καὶ τὸ κατῄειν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ παρατ.)· ἀόρ. κατήλῠθον ἢ κατῆλθον: ἀπαρ. κατελθεῖν· ἀποθ. [[καταβαίνω]], Λατ. descendere, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Ἰλ. Υ. 125, κτλ.· τιν’ ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος… κατελθέμεν Ζ. 109· [[καταβαίνω]] εἰς τὸν τάφον, κ. Ἄϊδος [[εἴσω]], Ἄϊδόσδε [[αὐτόθι]] 284., Η. 330· εἰς Ἅιδου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1101, κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτ., τίς… σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 2·- [[ὡσαύτως]] ἀπὸ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, ἐπὶ νῆα θοὴν [[κατελεύσομαι]] Ὀδ. Α. 303, πρβλ. ἢ ἀπὸ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν πόλιν, ἔτι δὲ ἀπὸ τοῦ πελάγους εἰς τὴν παραλίαν ἢ τὸν λιμένα (= κατάγομαι), μίμνει ἀγρῷ, οὐδὲ [[πόλινδε]] κ. Ὀδ. Λ. 188 καὶ Ω. 115. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ἐκλύσθη ἡ [[θάλασσα]], ὑπὸ τοῦ κρημνιζομένου, καταφερομένου βράχου, Ὀδ. Ι. 484. 541· ἐπὶ ποταμοῦ, κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] πληθύων, καταβαίνει πλημμυρῶν, Ἡρόδ. 2. 19· κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Θουκ. 4. 75. 3) κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Λατ. descendere ad certamen, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324. ΙΙ. ἰδίως [[ἐπανέρχομαι]] ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 4. 4., 5. 30., κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1647, Χο. 3, Εὐμ. 462, Σοφ. Ο. Κ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1165, κἑξ.· φυγὰς κατελθὼν Σοφ. Ἀντ. 200· ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Εὐρ. Ι. Τ. 39· ἐπὶ παθ. σημασ., ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν, ἐπαναφέρομαι ὑπὸ…, Θουκ. 7. 63· ἴδε [[κάτειμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |