Anonymous

κατέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> [[κάτειμι]], <i>ao.2</i> κατῆλθον;<br /><b>I.</b> descendre ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> dans les enfers : [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] IL, Ἀϊδόσδε IL chez Hadès;<br /><b>2</b> de l'intérieur du pays à la côte : ἐπὶ [[νῆα]] OD pour s'embarquer;<br /><b>3</b> de la campagne à la ville, descendre en ville;<br /><b>4</b> <i>fig. en parl. de choses</i> tomber en pente <i>en parl. d'un rocher ; en parl d'un fleuve.</i> s'écouler, <i>etc.</i><br /><b>II.</b> revenir, <i>particul.</i> revenir d'exil ; <i>au sens Pass.</i> être ramené d'exil : [[ὑπό]] τινος par qqn;<br /><b>III.</b> <i>c.</i> [[κατατρέχω]] fondre sur, attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἔρχομαι]].
|btext=<i>f.</i> [[κάτειμι]], <i>ao.2</i> κατῆλθον;<br /><b>I.</b> descendre ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> dans les enfers : [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] IL, Ἀϊδόσδε IL chez Hadès;<br /><b>2</b> de l'intérieur du pays à la côte : ἐπὶ [[νῆα]] OD pour s'embarquer;<br /><b>3</b> de la campagne à la ville, descendre en ville;<br /><b>4</b> <i>fig. en parl. de choses</i> tomber en pente <i>en parl. d'un rocher ; en parl d'un fleuve.</i> s'écouler, <i>etc.</i><br /><b>II.</b> revenir, <i>particul.</i> revenir d'exil ; <i>au sens Pass.</i> être ramené d'exil : [[ὑπό]] τινος par qqn;<br /><b>III.</b> <i>c.</i> [[κατατρέχω]] fondre sur, attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἔρχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατέρχομαι''': μέλλ. [[κατελεύσομαι]] (ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. [[κάτειμι]], ὡς καὶ τὸ κατῄειν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ παρατ.)· ἀόρ. κατήλῠθον ἢ κατῆλθον: ἀπαρ. κατελθεῖν· ἀποθ. [[καταβαίνω]], Λατ. descendere, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Ἰλ. Υ. 125, κτλ.· τιν’ ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος… κατελθέμεν Ζ. 109· [[καταβαίνω]] εἰς τὸν τάφον, κ. Ἄϊδος [[εἴσω]], Ἄϊδόσδε [[αὐτόθι]] 284., Η. 330· εἰς Ἅιδου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1101, κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτ., τίς… σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 2·- [[ὡσαύτως]] ἀπὸ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, ἐπὶ νῆα θοὴν [[κατελεύσομαι]] Ὀδ. Α. 303, πρβλ. ἢ ἀπὸ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν πόλιν, ἔτι δὲ ἀπὸ τοῦ πελάγους εἰς τὴν παραλίαν ἢ τὸν λιμένα (= κατάγομαι), μίμνει ἀγρῷ, οὐδὲ [[πόλινδε]] κ. Ὀδ. Λ. 188 καὶ Ω. 115. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ἐκλύσθη [[θάλασσα]], ὑπὸ τοῦ κρημνιζομένου, καταφερομένου βράχου, Ὀδ. Ι. 484. 541· ἐπὶ ποταμοῦ, κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] πληθύων, καταβαίνει πλημμυρῶν, Ἡρόδ. 2. 19· κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Θουκ. 4. 75. 3) κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Λατ. descendere ad certamen, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324. ΙΙ. ἰδίως [[ἐπανέρχομαι]] ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 4. 4., 5. 30., κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1647, Χο. 3, Εὐμ. 462, Σοφ. Ο. Κ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1165, κἑξ.· φυγὰς κατελθὼν Σοφ. Ἀντ. 200· ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Εὐρ. Ι. Τ. 39· ἐπὶ παθ. σημασ., ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν, ἐπαναφέρομαι ὑπὸ…, Θουκ. 7. 63· ἴδε [[κάτειμι]].
|elnltext=κατ-έρχομαι, ep. inf. them. aor. κατελθέμεν afdalen, omlaag gaan, van pers.:; κ. ἐξ οὐρανοῦ uit de hemel neerdalen Il. 6.109; ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι ik zal naar mijn snelle schip gaan Od. 1.303; aankomen:; ξὺν νηὶ κατήλυθον met mijn schip ben ik aangekomen Od. 1.182; van zaken:. κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος toen de watermassa plotseling omlaag kwam Thuc. 4.75.2. terugkeren, vaak van ballingen:. ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν teruggeroepen worden door de oligarchische regering Thuc. 8.68.3.
}}
{{elru
|elrutext='''κατέρχομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сходить]], [[спускаться]] (Οὐλύμποιο, ἐξ οὐρανοῦ, [[πόλινδε]], ἐπὶ [[νῆα]], [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]], [[Ἄϊδόσδε]] Hom.; εἰς Ἃιδου Eur.; σκότου πύλας Arph.; [[ἄνωθεν]] Arst., NT; ἀπὸ τοῦ ὄρους NT): κ. εἰς ἀγῶνα Sext. спускаться на арену, выходить на состязание; ὁ [[Νεῖλος]] κατέρχεται πληθύων Her. Нил течет к морю, становясь полноводнее;<br /><b class="num">2)</b> [[приходить]], [[прибывать]] (εἰς Καισάρειαν NT);<br /><b class="num">3)</b> [[падать]], [[рушиться]]: ἐκλύσθη [[θάλασσα]] κατερχομένης ὑπὸ πέτρης Hom. всколебалось море от рухнувшей скалы;<br /><b class="num">4)</b> [[приходить из изгнания]], [[возвращаться]] (εἰς γῆν τήνδε Aesch.; εἰς πόλιν Aesch., Plut.): φυγὰς κατελθών Soph. вернувшись из изгнания; [[ὑπό]] τινος [[κατελθεῖν]] Thuc. быть возвращенным кем-л. из изгнания.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κατέρχομαι:''' μέλ. -[[κατελεύσομαι]] (άλλα στη [[λόγια]] Αττ. [[κάτειμι]])· αόρ. βʹ <i>κατήλῠθον</i>, [[κατῆλθον]], απαρ. [[κατελθεῖν]]· αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατεβαίνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· [[κατεβαίνω]] στον τάφο, κ. [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]], <i>Ἀϊδόσδε</i>, στο ίδ.· επίσης από το εσωτερικό προς τα παράλια, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>κατερχομένης ὑπὸ πέτρης</i>, από τον κατηφορικό βράχο, στο ίδ.· λέγεται για [[ποτάμι]], κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] πληθύων, κατεβαίνει πλημμυρισμένος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιστρέφω]], [[επανέρχομαι]], [[πόλινδε]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]], [[επιστρέφω]] από την [[εξορία]], σε Ηρόδ., Αττ.· με Παθ. [[σημασία]], [[ὑπό]] τινος [[κατελθεῖν]], να επιστραφεί απ' αυτόν, σε Θουκ.
|lsmtext='''κατέρχομαι:''' μέλ. -[[κατελεύσομαι]] (άλλα στη [[λόγια]] Αττ. [[κάτειμι]])· αόρ. βʹ <i>κατήλῠθον</i>, [[κατῆλθον]], απαρ. [[κατελθεῖν]]· αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατεβαίνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· [[κατεβαίνω]] στον τάφο, κ. [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]], <i>Ἀϊδόσδε</i>, στο ίδ.· επίσης από το εσωτερικό προς τα παράλια, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>κατερχομένης ὑπὸ πέτρης</i>, από τον κατηφορικό βράχο, στο ίδ.· λέγεται για [[ποτάμι]], κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] πληθύων, κατεβαίνει πλημμυρισμένος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιστρέφω]], [[επανέρχομαι]], [[πόλινδε]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]], [[επιστρέφω]] από την [[εξορία]], σε Ηρόδ., Αττ.· με Παθ. [[σημασία]], [[ὑπό]] τινος [[κατελθεῖν]], να επιστραφεί απ' αυτόν, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατέρχομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сходить]], [[спускаться]] (Οὐλύμποιο, ἐξ οὐρανοῦ, [[πόλινδε]], ἐπὶ [[νῆα]], [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]], [[Ἄϊδόσδε]] Hom.; εἰς Ἃιδου Eur.; σκότου πύλας Arph.; [[ἄνωθεν]] Arst., NT; ἀπὸ τοῦ ὄρους NT): κ. εἰς ἀγῶνα Sext. спускаться на арену, выходить на состязание; ὁ [[Νεῖλος]] κατέρχεται πληθύων Her. Нил течет к морю, становясь полноводнее;<br /><b class="num">2)</b> [[приходить]], [[прибывать]] (εἰς Καισάρειαν NT);<br /><b class="num">3)</b> [[падать]], [[рушиться]]: ἐκλύσθη [[θάλασσα]] κατερχομένης ὑπὸ πέτρης Hom. всколебалось море от рухнувшей скалы;<br /><b class="num">4)</b> [[приходить из изгнания]], [[возвращаться]] (εἰς γῆν τήνδε Aesch.; εἰς πόλιν Aesch., Plut.): φυγὰς κατελθών Soph. вернувшись из изгнания; [[ὑπό]] τινος [[κατελθεῖν]] Thuc. быть возвращенным кем-л. из изгнания.
|lstext='''κατέρχομαι''': μέλλ. [[κατελεύσομαι]] (ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. [[κάτειμι]], ὡς καὶ τὸ κατῄειν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ παρατ.)· ἀόρ. κατήλῠθον ἢ κατῆλθον: ἀπαρ. κατελθεῖν· ἀποθ. [[καταβαίνω]], Λατ. descendere, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Ἰλ. Υ. 125, κτλ.· τιν’ ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος… κατελθέμεν Ζ. 109· [[καταβαίνω]] εἰς τὸν τάφον, κ. Ἄϊδος [[εἴσω]], Ἄϊδόσδε [[αὐτόθι]] 284., Η. 330· εἰς Ἅιδου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1101, κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτ., τίς… σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 2·- [[ὡσαύτως]] ἀπὸ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, ἐπὶ νῆα θοὴν [[κατελεύσομαι]] Ὀδ. Α. 303, πρβλ. ἢ ἀπὸ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν πόλιν, ἔτι δὲ ἀπὸ τοῦ πελάγους εἰς τὴν παραλίαν ἢ τὸν λιμένα (= κατάγομαι), μίμνει ἀγρῷ, οὐδὲ [[πόλινδε]] κ. Ὀδ. Λ. 188 καὶ Ω. 115. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ἐκλύσθη [[θάλασσα]], ὑπὸ τοῦ κρημνιζομένου, καταφερομένου βράχου, Ὀδ. Ι. 484. 541· ἐπὶ ποταμοῦ, κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] πληθύων, καταβαίνει πλημμυρῶν, Ἡρόδ. 2. 19· κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Θουκ. 4. 75. 3) κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Λατ. descendere ad certamen, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324. ΙΙ. ἰδίως [[ἐπανέρχομαι]] ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 4. 4., 5. 30., κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1647, Χο. 3, Εὐμ. 462, Σοφ. Ο. Κ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1165, κἑξ.· φυγὰς κατελθὼν Σοφ. Ἀντ. 200· ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Εὐρ. Ι. Τ. 39· ἐπὶ παθ. σημασ., ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν, ἐπαναφέρομαι ὑπὸ…, Θουκ. 7. 63· ἴδε [[κάτειμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-έρχομαι, ep. inf. them. aor. κατελθέμεν afdalen, omlaag gaan, van pers.:; κ. ἐξ οὐρανοῦ uit de hemel neerdalen Il. 6.109; ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι ik zal naar mijn snelle schip gaan Od. 1.303; aankomen:; ξὺν νηὶ κατήλυθον met mijn schip ben ik aangekomen Od. 1.182; van zaken:. κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος toen de watermassa plotseling omlaag kwam Thuc. 4.75.2. terugkeren, vaak van ballingen:. ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν teruggeroepen worden door de oligarchische regering Thuc. 8.68.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj