Anonymous

κῶλον: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1542.png Seite 1542]] τό (verwandt mit [[κολοσσός]], auch [[σκέλος]]?), – 1) das [[Glied]] des menschlichen oder thierischen Leibes, bes. Hände u. Füße; πρὸς κέντρα [[κῶλον]] ἐκτενεῖς, = [[λακτίζω]], Aesch. Prom. 323; κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Schenkel, 494; μεθῆκεν [[αὑτοῦ]] κῶλα Ag. 1358, er ließ die Glieder sinken, vgl. Eum. 350; von Füßen, wie Soph. κῶλα κάμψον τοῦδ' ἐπ' ἀξέστου πέτρου, O. C. 19, u. von Philoktet, νοσῶν ἀνὴρ [[κῶλον]] παλαιᾷ κηρί Phil. 42; Eur. öfter, wie προβὰς [[κῶλον]] δεξιόν Phoen. 1412; auch [[κῶλον]] [[ἄγει]] ταχύπουν, Bacch. 168, u. δρομάδι κώλῳ ἐσύθη, Hel. 1317; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 506, σκολιῆς ἄγρια κῶλα βάτου Zenodot. ep. (VII, 315); Plat. sagt [[δέρμα]], τρίχας, ὄνυχάς τε ἐπ' ἄκροις τοῖς κώλοις ἔφυσαν, von Händen u. Füßen, Tim. 76 e; τὰ ἐμπρόσθ ια κῶλα 91 e; vgl. Arist. part. an. 4, 10 incess. an. 13. – Beinknochen, Ath. IV, 182 e; vgl. Poll. 2, 193. – Auch ein Darm, Schol. Ar. Nubb. 552, Arist. part. an. 3, 14; Poll. 2, 209, jetzt richtig [[κόλον]], w. m. s., wie [[κωλικός]]. – 2) übertr.; – a) Glied eines Satzes, einer Periode; Arist. rhet. 3, 9; Rhett. – b) Seite einer Figur, eines Körpers, auch Flügel eines Gebäudes, z. B. von den Pyramiden, Her. 2, 126. 4, 62; einer Mauer, 4, 108; [[πέριξ]] δένδρων [[ἄλσος]] περιφυτεύσο υσι πλὴν κώλου ἑνός Plat. Legg. XII, 947 e. – Auch in der Rennbahn, die eine Hälfte von der Schranke bis ans Ziel, oder zurück, δεῖ κάμψαι διαύλου [[θάτερον]] [[κῶλον]] [[πάλιν]] Aesch. Ag. 335. – Bei Antp. Sid. 105 (VII, 172) ist ῥινοῦ ἐΰστροφα κῶλα Umschreibung der Schleuder. – Auch die Ranken des Weins heißen κῶλα σταχύων, Schol. Theocr. 10, 46, κῶλα νάρθηκος, die Glieder des Rohrs von einem Knoten zum andern, Phurnut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1542.png Seite 1542]] τό (verwandt mit [[κολοσσός]], auch [[σκέλος]]?), – 1) das [[Glied]] des menschlichen oder thierischen Leibes, bes. Hände u. Füße; πρὸς κέντρα [[κῶλον]] ἐκτενεῖς, = [[λακτίζω]], Aesch. Prom. 323; κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Schenkel, 494; μεθῆκεν [[αὑτοῦ]] κῶλα Ag. 1358, er ließ die Glieder sinken, vgl. Eum. 350; von Füßen, wie Soph. κῶλα κάμψον τοῦδ' ἐπ' ἀξέστου πέτρου, O. C. 19, u. von Philoktet, νοσῶν ἀνὴρ [[κῶλον]] παλαιᾷ κηρί Phil. 42; Eur. öfter, wie προβὰς [[κῶλον]] δεξιόν Phoen. 1412; auch [[κῶλον]] [[ἄγει]] ταχύπουν, Bacch. 168, u. δρομάδι κώλῳ ἐσύθη, Hel. 1317; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 506, σκολιῆς ἄγρια κῶλα βάτου Zenodot. ep. (VII, 315); Plat. sagt [[δέρμα]], τρίχας, ὄνυχάς τε ἐπ' ἄκροις τοῖς κώλοις ἔφυσαν, von Händen u. Füßen, Tim. 76 e; τὰ ἐμπρόσθ ια κῶλα 91 e; vgl. Arist. part. an. 4, 10 incess. an. 13. – Beinknochen, Ath. IV, 182 e; vgl. Poll. 2, 193. – Auch ein Darm, Schol. Ar. Nubb. 552, Arist. part. an. 3, 14; Poll. 2, 209, jetzt richtig [[κόλον]], w. m. s., wie [[κωλικός]]. – 2) übertr.; – a) Glied eines Satzes, einer Periode; Arist. rhet. 3, 9; Rhett. – b) Seite einer Figur, eines Körpers, auch Flügel eines Gebäudes, z. B. von den Pyramiden, Her. 2, 126. 4, 62; einer Mauer, 4, 108; [[πέριξ]] δένδρων [[ἄλσος]] περιφυτεύσο υσι πλὴν κώλου ἑνός Plat. Legg. XII, 947 e. – Auch in der Rennbahn, die eine Hälfte von der Schranke bis ans Ziel, oder zurück, δεῖ κάμψαι διαύλου [[θάτερον]] [[κῶλον]] [[πάλιν]] Aesch. Ag. 335. – Bei Antp. Sid. 105 (VII, 172) ist ῥινοῦ ἐΰστροφα κῶλα Umschreibung der Schleuder. – Auch die Ranken des Weins heißen κῶλα σταχύων, Schol. Theocr. 10, 46, κῶλα νάρθηκος, die Glieder des Rohrs von einem Knoten zum andern, Phurnut.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> membre d'homme <i>ou</i> d'animal, <i>particul.</i> jambe ; <i>au pl.</i> les jambes ; <i>p. ext.</i> les bras et les jambes, les extrémités;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> :<br /><b>1</b> l'une des deux moitiés de la carrière;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> division d'un discours ; <i>particul.</i> membre d'une période;<br /><b>3</b> <i>t. de métr.</i> vers de moins de 3 συζυγίαι sans [[κατάληξις]];<br /><b>4</b> côté d'une construction, d'une figure de mathématiques.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de clair ; pê apparenté à [[σκέλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῶλον''': τό, [[μέλος]] σώματος [[κυρίως]] τὸ [[σκέλος]], Αἰσχύλ. Πρ. 323, Σοφ. Ο. Κ. 183, Φ. 42, κτλ.· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ σκέλη, Αἰσχύλ. Πρ. 81, 496, Σοφ. Ο. Κ. 19· χεῖρες καὶ κῶλα Εὐρ. Φοίν. 1185· ― [[καθόλου]], ἐπὶ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, τῶν [[ἄκρων]], καὶ ἐπὶ ζῴων οἱ πρόσθιοι καὶ ὀπίσθιοι πόδες, τὰ ἐμπρόσθια κ. Πλάτ. Τίμ. 91Ε· τὰ [[ἔμπροσθεν]] καὶ τὰ [[ὄπισθεν]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 8, κτλ.· δέρμα, τρίχας, ὄνυχάς τε ἐπ’ ἄκροις τοῖς κώλοις ἔφυσαν Πλάτ. Τίμ. 76Ε, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 7. 2) ἐπὶ φυτῶν, [[κλάδος]], σκολιῆς ἄγρια κῶλα βάτου Ἀνθ. Π. 7. 315· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] τὰ μεταξὺ τῶν γονάτων διαστήματα καλάμου, Κορνοῦτ. π. Θεῶν φύσ. 30. ΙΙ. [[μέλος]] παντὸς πράγματος, ὡς 1) [[μέρος]] οἰκοδομήματός τινος, [[οἷον]] τὰ πλάγια ἢ ἡ [[πρόσοψις]], ἐπὶ τετραγώνου ἢ τριγωνικοῦ οἰκοδομήματος, Ἡρόδ. 2. 126, 134., 4. 62 (πρβλ. [[μονόκωλος]]), Πλάτ. Νόμ. 947Ε. 2) τὸ ἓν [[σκέλος]] ἢ τὸ ἥμισυ τοῦ διαστήματος τοῦ δρομικοῦ ἀγῶνος (διαύλου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 344. 3) [[κῶλον]] περιόδου, Λατ. membrum, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 5. 4) ἐν τῇ ποιήσει [[μέρος]] στροφῆς, Διον. Ἁλ. περὶ συνθέσ. 19. 22, κ. ἀλλ. 5) ῥινοῦ ἐΰστροφα κῶλα, ποιητικῶς ἐπὶ σφενδόνης, Ἀνθ. Π. 7. 172. 6) [[ἀδόκιμος]] [[τύπος]] ἀντὶ [[κόλον]], (ὃ ἴδε), πρβλ. [[κωλικός]].
|lstext='''κῶλον''': τό, [[μέλος]] σώματος [[κυρίως]] τὸ [[σκέλος]], Αἰσχύλ. Πρ. 323, Σοφ. Ο. Κ. 183, Φ. 42, κτλ.· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ σκέλη, Αἰσχύλ. Πρ. 81, 496, Σοφ. Ο. Κ. 19· χεῖρες καὶ κῶλα Εὐρ. Φοίν. 1185· ― [[καθόλου]], ἐπὶ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, τῶν [[ἄκρων]], καὶ ἐπὶ ζῴων οἱ πρόσθιοι καὶ ὀπίσθιοι πόδες, τὰ ἐμπρόσθια κ. Πλάτ. Τίμ. 91Ε· τὰ [[ἔμπροσθεν]] καὶ τὰ [[ὄπισθεν]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 8, κτλ.· δέρμα, τρίχας, ὄνυχάς τε ἐπ’ ἄκροις τοῖς κώλοις ἔφυσαν Πλάτ. Τίμ. 76Ε, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 7. 2) ἐπὶ φυτῶν, [[κλάδος]], σκολιῆς ἄγρια κῶλα βάτου Ἀνθ. Π. 7. 315· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] τὰ μεταξὺ τῶν γονάτων διαστήματα καλάμου, Κορνοῦτ. π. Θεῶν φύσ. 30. ΙΙ. [[μέλος]] παντὸς πράγματος, ὡς 1) [[μέρος]] οἰκοδομήματός τινος, [[οἷον]] τὰ πλάγια ἢ ἡ [[πρόσοψις]], ἐπὶ τετραγώνου ἢ τριγωνικοῦ οἰκοδομήματος, Ἡρόδ. 2. 126, 134., 4. 62 (πρβλ. [[μονόκωλος]]), Πλάτ. Νόμ. 947Ε. 2) τὸ ἓν [[σκέλος]] ἢ τὸ ἥμισυ τοῦ διαστήματος τοῦ δρομικοῦ ἀγῶνος (διαύλου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 344. 3) [[κῶλον]] περιόδου, Λατ. membrum, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 5. 4) ἐν τῇ ποιήσει [[μέρος]] στροφῆς, Διον. Ἁλ. περὶ συνθέσ. 19. 22, κ. ἀλλ. 5) ῥινοῦ ἐΰστροφα κῶλα, ποιητικῶς ἐπὶ σφενδόνης, Ἀνθ. Π. 7. 172. 6) [[ἀδόκιμος]] [[τύπος]] ἀντὶ [[κόλον]], (ὃ ἴδε), πρβλ. [[κωλικός]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> membre d'homme <i>ou</i> d'animal, <i>particul.</i> jambe ; <i>au pl.</i> les jambes ; <i>p. ext.</i> les bras et les jambes, les extrémités;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> :<br /><b>1</b> l'une des deux moitiés de la carrière;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> division d'un discours ; <i>particul.</i> membre d'une période;<br /><b>3</b> <i>t. de métr.</i> vers de moins de 3 συζυγίαι sans [[κατάληξις]];<br /><b>4</b> côté d'une construction, d'une figure de mathématiques.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de clair ; pê apparenté à [[σκέλος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR