Anonymous

μεταμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] (s. [[μανθάνω]]), umlernen, Etwas verlernen (und sich etwas Anderes anlernen); ὕμνον, Aesch. Ag. 692; Ar. Plut. 924; τὴν γλῶσσαν, verlernen, Her. 1, 57; eines Bessern belehrt werden, Plat. Rep. III, 413 a u. Sp., wie Luc. Hermot. 84.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] (s. [[μανθάνω]]), umlernen, Etwas verlernen (und sich etwas Anderes anlernen); ὕμνον, Aesch. Ag. 692; Ar. Plut. 924; τὴν γλῶσσαν, verlernen, Her. 1, 57; eines Bessern belehrt werden, Plat. Rep. III, 413 a u. Sp., wie Luc. Hermot. 84.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταμαθήσομαι, <i>ao.2</i> μετέμαθον;<br />désapprendre pour apprendre autre chose, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[μανθάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταμανθάνω''': μέλλ. -μᾰθήσομαι, [[μανθάνω]] τι νέον καταλείπων τὸ πρῶτον ὃ ἐγίνωσκον, τὸ Ἀττικὸν [[ἔθνος]], ἑὸν Πελασγικόν, ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν μετέμαθε, ἀφῆκε τὴν πρώτην γλῶσσάν του καὶ ἔμαθε νέαν, Ἡρόδ. 1. 57· μεταμανθάνουσα ὕμνον, μανθάνουσα νέον [[μέλος]], νέαν ᾠδήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 709. 2) [[ἀπομανθάνω]], «ξεμαθαίνω», Λατ. dediscere, τὴν ἐλευθερίαν Αἰσχίν. 76. 4· οὕτω, τοῦ μεταμανθάνοντος (ἐξυπ. ψευδῆ δόξαν) Πλάτ. Πολ. 413Λ. 3) ἀπολ., [[μανθάνω]] τι [[κάλλιον]], Ἀριστοφ. Πλ. 924· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μ. ἐξ ἀρχῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1. 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταμαθεῖν· μεταγνῶναι».
|lstext='''μεταμανθάνω''': μέλλ. -μᾰθήσομαι, [[μανθάνω]] τι νέον καταλείπων τὸ πρῶτον ὃ ἐγίνωσκον, τὸ Ἀττικὸν [[ἔθνος]], ἑὸν Πελασγικόν, ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν μετέμαθε, ἀφῆκε τὴν πρώτην γλῶσσάν του καὶ ἔμαθε νέαν, Ἡρόδ. 1. 57· μεταμανθάνουσα ὕμνον, μανθάνουσα νέον [[μέλος]], νέαν ᾠδήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 709. 2) [[ἀπομανθάνω]], «ξεμαθαίνω», Λατ. dediscere, τὴν ἐλευθερίαν Αἰσχίν. 76. 4· οὕτω, τοῦ μεταμανθάνοντος (ἐξυπ. ψευδῆ δόξαν) Πλάτ. Πολ. 413Λ. 3) ἀπολ., [[μανθάνω]] τι [[κάλλιον]], Ἀριστοφ. Πλ. 924· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μ. ἐξ ἀρχῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1. 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταμαθεῖν· μεταγνῶναι».
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταμαθήσομαι, <i>ao.2</i> μετέμαθον;<br />désapprendre pour apprendre autre chose, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[μανθάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml