Anonymous

μαλάχη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 11: Line 11:
}}
}}
[[File:Mallow January 2008-1.jpg|thumb|Mallow|alt=Mallow]]
[[File:Mallow January 2008-1.jpg|thumb|Mallow|alt=Mallow]]
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />mauve, <i>plante, etc.</i><br />'''Étymologie:''' p. *μαλάχϜη, de [[μαλάσσω]] ; cf. <i>lat.</i> malva, p. *malcva.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλάχη''': [λᾰ], ἡ, «μολόχα», Λατ. malva, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41, Βατραχομυομ. 161, Μόσχ. 3. 106, κτλ.· - [[βοτάνη]] χρησιμεύουσα ὡς [[τροφή]], [[μάλιστα]] τῶν πτωχῶν· σιτεῖσθαι ἀντὶ μὲν ἄρτων μαλάχης πτόρθους Ἀριστοφ. Πλ. 544· - φέρεται καὶ [[μολόχη]], ὡς καὶ νῦν, Ἐπίχ. καὶ Ἀντιφ. παρ’ Ἀθην. 58D. (Ἴσως ἐκ τοῦ [[μαλάσσω]], [[ἕνεκα]] τῆς μαλακτικῆς αὐτῆς δυνάμεως, Διοσκ. 2. 144, Plin. N. H. 20. 21).
|lstext='''μᾰλάχη''': [λᾰ], ἡ, «μολόχα», Λατ. malva, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41, Βατραχομυομ. 161, Μόσχ. 3. 106, κτλ.· - [[βοτάνη]] χρησιμεύουσα ὡς [[τροφή]], [[μάλιστα]] τῶν πτωχῶν· σιτεῖσθαι ἀντὶ μὲν ἄρτων μαλάχης πτόρθους Ἀριστοφ. Πλ. 544· - φέρεται καὶ [[μολόχη]], ὡς καὶ νῦν, Ἐπίχ. καὶ Ἀντιφ. παρ’ Ἀθην. 58D. (Ἴσως ἐκ τοῦ [[μαλάσσω]], [[ἕνεκα]] τῆς μαλακτικῆς αὐτῆς δυνάμεως, Διοσκ. 2. 144, Plin. N. H. 20. 21).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />mauve, <i>plante, etc.</i><br />'''Étymologie:''' p. *μαλάχϜη, de [[μαλάσσω]] ; cf. <i>lat.</i> malva, p. *malcva.
}}
}}
{{grml
{{grml