Anonymous

ξανθός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0275.png Seite 275]] (schwerlich von [[ξαίνω]], verwandt mit [[ξουθός]]), [[gelb]], in mancherlei Abstufungen, gelblich, bräunlich, goldgelb, blond; nach Arist. de color. die Farbe des Feuers und der Sonne; nach Philox. prooem. gloss. [[χρυσοειδής]], also goldgelb; Plat. sagt λαμπρόν τε ἐρυθρῷ λευκῷ τε μιγνύμενον ξανθὸν γέγονε, Tim. 68 b, u. vrbdt στίλβοντι καὶ ξανθῷ χρώματι κοινωθέν, 59 b. – Bei Hom. gewöhnliches Beiwort des Menelaos, der Blonde, von seinen Haaren; nach Anderen von der bräunlichen Leibesfarbe der Helden, deren Haut durch Sonnenbrand und durch die Einwirkung der Luft, da sie den ganzen Tag unter freiem Himmel zubrachten, gebräunt ist; es haben das Beiwort noch Meleager und Rhadamanthys. Da es aber Hom. auch von der Demeter und der Agamede, Il. 5, 500. 11, 740, Hes. u. A, auch von Frauen brauchen, so ist die erste Erkl. richtiger; es wird dem Achilleus auch ausdrücklich ξανθὴ [[κόμη]] beigelegt, Il. 1, 197, 23, 141 (vgl, ξανθὸς Ἀχιλεύς Pind. N. 3, 41), wie dem Odysseus ξανθαὶ [[τρίχες]], Od. 13, 391. 431. Daß blonde Haare als ein Schmuck idealer Jugendschönheit gegolten haben, sieht man daraus, daß der ewig jugendliche Apollo blond ist, u. daß auch auf der attischen Bühne blondes Haar das Kennzeichen der Heldenjünglinge blieb. – Ξανθαὶ ἵπποι, salbe, isabellfarbene Stuten, Il. 9, 407. 11, 680 (vgl. auch nom. propr.). – Pind. nennt die Athene ξανθά, N. 10, 7, wie die Χάριτες, 5, 54; auch den Löwen, frg. 261; βοῶν ξανθὰς ἀγέλας, P. 4, 149; ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι, Ol. 6, 55; Aesch. ξανθῆς ἐλαίας [[καρπός]], Pers. 609; vom Wein, Soph. fr. 257; bei Eur. häufig vom Haare, auch Ἁρμονία ξανθά, Med. 834; auch in Prosa überall; ξανθοτέρα, Plat. Rep. X, 617 a; bei den Aerzten ξανθὴ [[χολή]]; bei sp. D. auch, wie [[ξουθός]], Beiwort der Biene. – Bei Paul. Aeg. ist ξανθή auch eine Salbe.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0275.png Seite 275]] (schwerlich von [[ξαίνω]], verwandt mit [[ξουθός]]), [[gelb]], in mancherlei Abstufungen, gelblich, bräunlich, goldgelb, blond; nach Arist. de color. die Farbe des Feuers und der Sonne; nach Philox. prooem. gloss. [[χρυσοειδής]], also goldgelb; Plat. sagt λαμπρόν τε ἐρυθρῷ λευκῷ τε μιγνύμενον ξανθὸν γέγονε, Tim. 68 b, u. vrbdt στίλβοντι καὶ ξανθῷ χρώματι κοινωθέν, 59 b. – Bei Hom. gewöhnliches Beiwort des Menelaos, der Blonde, von seinen Haaren; nach Anderen von der bräunlichen Leibesfarbe der Helden, deren Haut durch Sonnenbrand und durch die Einwirkung der Luft, da sie den ganzen Tag unter freiem Himmel zubrachten, gebräunt ist; es haben das Beiwort noch Meleager und Rhadamanthys. Da es aber Hom. auch von der Demeter und der Agamede, Il. 5, 500. 11, 740, Hes. u. A, auch von Frauen brauchen, so ist die erste Erkl. richtiger; es wird dem Achilleus auch ausdrücklich ξανθὴ [[κόμη]] beigelegt, Il. 1, 197, 23, 141 (vgl, ξανθὸς Ἀχιλεύς Pind. N. 3, 41), wie dem Odysseus ξανθαὶ [[τρίχες]], Od. 13, 391. 431. Daß blonde Haare als ein Schmuck idealer Jugendschönheit gegolten haben, sieht man daraus, daß der ewig jugendliche Apollo blond ist, u. daß auch auf der attischen Bühne blondes Haar das Kennzeichen der Heldenjünglinge blieb. – Ξανθαὶ ἵπποι, salbe, isabellfarbene Stuten, Il. 9, 407. 11, 680 (vgl. auch nom. propr.). – Pind. nennt die Athene ξανθά, N. 10, 7, wie die Χάριτες, 5, 54; auch den Löwen, frg. 261; βοῶν ξανθὰς ἀγέλας, P. 4, 149; ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι, Ol. 6, 55; Aesch. ξανθῆς ἐλαίας [[καρπός]], Pers. 609; vom Wein, Soph. fr. 257; bei Eur. häufig vom Haare, auch Ἁρμονία ξανθά, Med. 834; auch in Prosa überall; ξανθοτέρα, Plat. Rep. X, 617 a; bei den Aerzten ξανθὴ [[χολή]]; bei sp. D. auch, wie [[ξουθός]], Beiwort der Biene. – Bei Paul. Aeg. ist ξανθή auch eine Salbe.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> jaune, jaunâtre;<br /><b>2</b> blond, d'un rouge doré, fauve;<br /><i>Cp.</i> ξανθότερος.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ξουθός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξανθός''': -ή, -όν, ξανθὸς κατὰ διαφόρους ἀποχρώσεις, [[συχνάκις]] μετὰ ἐλαφροῦ χρωματισμοῦ ἐρυθροῦ, καστανὸς (πρβλ. [[πυρρός]]), Λατ. flavus, fulvus· ἐπὶ τοῦ χρώματος τοῦ ὡρίμου σίτου, ξανθὴ [[Δημήτηρ]] Ἰλ. Ε. 500, κτλ.· ὁ [[Πλάτων]] ὁρίζει τὸ [[χρῶμα]] τοῦτο ὡς λαμπρὸν ἐρυθρῷ λευκῷ τε μεμιγμένον, Τίμ. 68Β ὁ Ἀριστ. ὡς τὸ ἐν τῇ ἴριδι μεταξὺ τοῦ ἐρυθροῦ καὶ τοῦ πρασίνου [[χρῶμα]], Μετεωρ. 3. 4, 5· ὡς τὸ [[χρῶμα]] τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ ἡλίου, π. Χρώμ. 1, 1, πρβλ. μετὰ τὰ Φυσ. 9. 3, 5. Παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ ξανθῆς, χρυσιζούσης [[κόμης]], ἥτις ἦτο [[σπανία]] ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς χώραις καὶ ἀνῆκεν εἰς τὸ ἰδεῶδες τῆς νεανικῆς καλλονῆς· [[οὕτως]] ὁ Ἀχιλλεὺς ἀείποτε λέγεται ὡς ἔχων ξανθὴν κόμην Ἰλ. Α. 197, Ψ. 141· ὁ Ὀδυσσεὺς [[ὡσαύτως]] ἔχει ξανθὰς τρίχας, Ὀδ. Ν. 399, 431· καὶ ἀπαντᾷ ὡς διακριτικὸν ἐπίθ. τινῶν ἐκ τῶν ἡρώων, ξανθὸς [[Μενέλαος]], ξ. Μελέαγρος, ξ. Ραδάμανθυς, [[ἔνθα]] πιθανῶς σημαίνει [[ὡσαύτως]] τὸν ἔχοντα ξανθήν, χρυσίζουσαν κόμην [[μᾶλλον]] ἢ τὸν ἡλιοκαῆ· [[διότι]] ἀναφέρεται ἐπ’ ἴσης καὶ ὡς ἐπίθ. γυναικῶν, [[οἷον]] τῆς Ἀγαμήδης ἐν Ἰλ. Λ. 730, καὶ τῆς Ἀριάδνης ἐν Ἡσ. Θ. 947· ἔτι δὲ καὶ τὸ ξανθὴ [[Δημήτηρ]], πιθανῶς ἀναφέρεται εἰς τὴν κόμην αὐτῆς ἥτις εἶχε τὸ [[χρῶμα]] τοῦ χρυσίζοντος σίτου· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τῶν Χαρίτων ἐν Πινδ. Ν. 10. 11., 5. ἐν τέλ.· ἐπὶ τῆς Ἁρμονίας ἐν Εὐρ. Μηδ. 834· - ὁ [[Ἀπόλλων]] [[ὡσαύτως]] [[εἶναι]] [[ξανθός]], καὶ ἐπὶ τῆς Ἀττικῆς σκηνῆς οἱ ἡγεμονόπαιδες, πρβλ. ξανθοκάρηνος, -θριξ, -[[κόμης]]· τοῦτο καθίσταται πιθανὸν καὶ ἐκ τῆς Ὁμηρικῆς φράσεως ξανθὰς ἵππους, χρυσιζούσας ἢ καστανάς, Ἰλ. Λ. 680, πρβλ. Ι. 407. Παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] χρόνοις ἡ [[χρῆσις]] διέμενεν ἡ αὐτή, καθ’ ὅσον ἡ [[λέξις]] κεῖται συνήθως ἐπὶ τῆς [[κόμης]], βοῶν ξανθὰς ἀγέλας Πινδ. Π. 4. 264· ξ. [[λέων]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 261· ξανθαῖσι πώλοις Σοφ. Ἠλ. 705· πώλου δίκην, ἥτις συναρπασθεῖσα βουκόλων ὕπο μάνδραις ἐν ἱππείαισιν ἀγρίᾳ χειρὶ [[θέρος]] θερισθῇ ξανθὸν αὐχένων ἄπο ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 587. 4, κτλ.· [[ἀλλά]], 2) μεθ’ Ὅμ. ἡ [[χρῆσις]] τῆς λέξεως ἐπεξετάθη καὶ εἰς ἄλλα πράγματα, ξ. ἴων ἀκτῖνες Πινδ. Ο. 6. 91. ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσὸν [[αὐτόθι]] 7. 90· [[μέλι]] Σιμων. 57· ξανθᾷ φλογὶ Βακχυλ. Ἀποσπ. 4. [13], 4· [[ἐλαία]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 617· ἐπὶ οἴνου, Σοφ. Ἀποσπ. 257· ἐπὶ ὀπτῆς περιστερᾶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1107· οὕτω, ξανθαῖσιν αὔραις ἀγάλλεται, ὑπερηφανεύεται διὰ τὴν ἐκ τοῦ ξανθοῦ χρώματος αὐτῆς ἐκπεμπομένην εὐωδίαν, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 22· πρβλ. [[ξανθίζω]], ξανθόχρως. - Παρὰ μεταγενεστ., ἐρυθρόχρους, [[ἐρυθρός]], ξανθὸν ἐρεύθεται Ἀνθ. Π. 12. 97· συγγενὲς [[χρῶμα]] τῷ αἵματι Κλήμ. Ἀλ. 267, πρβλ. [[ξανθή]]. ΙΙ. Ξάνθος, παροξύτ., ὡς κύρ. ὄν. 1) [[ποταμός]] τις τῆς Τροίας οὕτω καλούμενος ὑπὸ τῶν θεῶν, ὑπὸ δὲ τῶν ἀνθρώπων [[Σκάμανδρος]], Ἰλ. Υ. 74, κτλ. 2) ὁ [[ἕτερος]] τῶν ἵππων τοῦ Ἀχιλλέως, ὁ δὲ [[ἄλλος]] ἐκαλεῖτο Βαλίος, Ἰλ. Π. 149. 3) [[ὄνομα]] ἀνδρός. (Ὡς φαίνεται συγγενὲς τῷ [[ξουθός]], ὃ ἴδε).
|lstext='''ξανθός''': -ή, -όν, ξανθὸς κατὰ διαφόρους ἀποχρώσεις, [[συχνάκις]] μετὰ ἐλαφροῦ χρωματισμοῦ ἐρυθροῦ, καστανὸς (πρβλ. [[πυρρός]]), Λατ. flavus, fulvus· ἐπὶ τοῦ χρώματος τοῦ ὡρίμου σίτου, ξανθὴ [[Δημήτηρ]] Ἰλ. Ε. 500, κτλ.· ὁ [[Πλάτων]] ὁρίζει τὸ [[χρῶμα]] τοῦτο ὡς λαμπρὸν ἐρυθρῷ λευκῷ τε μεμιγμένον, Τίμ. 68Β ὁ Ἀριστ. ὡς τὸ ἐν τῇ ἴριδι μεταξὺ τοῦ ἐρυθροῦ καὶ τοῦ πρασίνου [[χρῶμα]], Μετεωρ. 3. 4, 5· ὡς τὸ [[χρῶμα]] τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ ἡλίου, π. Χρώμ. 1, 1, πρβλ. μετὰ τὰ Φυσ. 9. 3, 5. Παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ ξανθῆς, χρυσιζούσης [[κόμης]], ἥτις ἦτο [[σπανία]] ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς χώραις καὶ ἀνῆκεν εἰς τὸ ἰδεῶδες τῆς νεανικῆς καλλονῆς· [[οὕτως]] ὁ Ἀχιλλεὺς ἀείποτε λέγεται ὡς ἔχων ξανθὴν κόμην Ἰλ. Α. 197, Ψ. 141· ὁ Ὀδυσσεὺς [[ὡσαύτως]] ἔχει ξανθὰς τρίχας, Ὀδ. Ν. 399, 431· καὶ ἀπαντᾷ ὡς διακριτικὸν ἐπίθ. τινῶν ἐκ τῶν ἡρώων, ξανθὸς [[Μενέλαος]], ξ. Μελέαγρος, ξ. Ραδάμανθυς, [[ἔνθα]] πιθανῶς σημαίνει [[ὡσαύτως]] τὸν ἔχοντα ξανθήν, χρυσίζουσαν κόμην [[μᾶλλον]] ἢ τὸν ἡλιοκαῆ· [[διότι]] ἀναφέρεται ἐπ’ ἴσης καὶ ὡς ἐπίθ. γυναικῶν, [[οἷον]] τῆς Ἀγαμήδης ἐν Ἰλ. Λ. 730, καὶ τῆς Ἀριάδνης ἐν Ἡσ. Θ. 947· ἔτι δὲ καὶ τὸ ξανθὴ [[Δημήτηρ]], πιθανῶς ἀναφέρεται εἰς τὴν κόμην αὐτῆς ἥτις εἶχε τὸ [[χρῶμα]] τοῦ χρυσίζοντος σίτου· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τῶν Χαρίτων ἐν Πινδ. Ν. 10. 11., 5. ἐν τέλ.· ἐπὶ τῆς Ἁρμονίας ἐν Εὐρ. Μηδ. 834· - ὁ [[Ἀπόλλων]] [[ὡσαύτως]] [[εἶναι]] [[ξανθός]], καὶ ἐπὶ τῆς Ἀττικῆς σκηνῆς οἱ ἡγεμονόπαιδες, πρβλ. ξανθοκάρηνος, -θριξ, -[[κόμης]]· τοῦτο καθίσταται πιθανὸν καὶ ἐκ τῆς Ὁμηρικῆς φράσεως ξανθὰς ἵππους, χρυσιζούσας ἢ καστανάς, Ἰλ. Λ. 680, πρβλ. Ι. 407. Παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] χρόνοις ἡ [[χρῆσις]] διέμενεν ἡ αὐτή, καθ’ ὅσον ἡ [[λέξις]] κεῖται συνήθως ἐπὶ τῆς [[κόμης]], βοῶν ξανθὰς ἀγέλας Πινδ. Π. 4. 264· ξ. [[λέων]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 261· ξανθαῖσι πώλοις Σοφ. Ἠλ. 705· πώλου δίκην, ἥτις συναρπασθεῖσα βουκόλων ὕπο μάνδραις ἐν ἱππείαισιν ἀγρίᾳ χειρὶ [[θέρος]] θερισθῇ ξανθὸν αὐχένων ἄπο ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 587. 4, κτλ.· [[ἀλλά]], 2) μεθ’ Ὅμ. ἡ [[χρῆσις]] τῆς λέξεως ἐπεξετάθη καὶ εἰς ἄλλα πράγματα, ξ. ἴων ἀκτῖνες Πινδ. Ο. 6. 91. ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσὸν [[αὐτόθι]] 7. 90· [[μέλι]] Σιμων. 57· ξανθᾷ φλογὶ Βακχυλ. Ἀποσπ. 4. [13], 4· [[ἐλαία]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 617· ἐπὶ οἴνου, Σοφ. Ἀποσπ. 257· ἐπὶ ὀπτῆς περιστερᾶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1107· οὕτω, ξανθαῖσιν αὔραις ἀγάλλεται, ὑπερηφανεύεται διὰ τὴν ἐκ τοῦ ξανθοῦ χρώματος αὐτῆς ἐκπεμπομένην εὐωδίαν, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 22· πρβλ. [[ξανθίζω]], ξανθόχρως. - Παρὰ μεταγενεστ., ἐρυθρόχρους, [[ἐρυθρός]], ξανθὸν ἐρεύθεται Ἀνθ. Π. 12. 97· συγγενὲς [[χρῶμα]] τῷ αἵματι Κλήμ. Ἀλ. 267, πρβλ. [[ξανθή]]. ΙΙ. Ξάνθος, παροξύτ., ὡς κύρ. ὄν. 1) [[ποταμός]] τις τῆς Τροίας οὕτω καλούμενος ὑπὸ τῶν θεῶν, ὑπὸ δὲ τῶν ἀνθρώπων [[Σκάμανδρος]], Ἰλ. Υ. 74, κτλ. 2) ὁ [[ἕτερος]] τῶν ἵππων τοῦ Ἀχιλλέως, ὁ δὲ [[ἄλλος]] ἐκαλεῖτο Βαλίος, Ἰλ. Π. 149. 3) [[ὄνομα]] ἀνδρός. (Ὡς φαίνεται συγγενὲς τῷ [[ξουθός]], ὃ ἴδε).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> jaune, jaunâtre;<br /><b>2</b> blond, d'un rouge doré, fauve;<br /><i>Cp.</i> ξανθότερος.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ξουθός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth