Anonymous

ξανθός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> jaune, jaunâtre;<br /><b>2</b> blond, d'un rouge doré, fauve;<br /><i>Cp.</i> ξανθότερος.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ξουθός]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> jaune, jaunâtre;<br /><b>2</b> blond, d'un rouge doré, fauve;<br /><i>Cp.</i> ξανθότερος.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ξουθός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξανθός:'''<br /><b class="num">1)</b> золотисто-желтый, огненного цвета (ἐρυθρῷ λευκῷ τε μιγνυμένον ξανθὸν γέγονε Plat.; τὸ [[πῦρ]] καὶ ὁ [[ἥλιος]] ξανθά Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[светловолосый]] или [[рыжекудрый]] ([[Δημήτηρ]], [[Μενέλαος]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[светлорусый]], [[белокурый]] или [[рыжеватый]] ([[κόμη]], [[τρίχες]] Hom.; τριχώματα Arst.; [[παρθένος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[буланый]] или [[гнедой]] (ἵπποι Hom.);<br /><b class="num">5)</b> [[рыжий]] ([[λέων]], [[βοῶν]] ἀγέλαι Pind.);<br /><b class="num">6)</b> [[золотистый]] ([[νεφέλη]] Pind.; ἐλαίας [[καρπός]] Aesch.; [[οἶνος]] Soph.; [[μέλι]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξανθός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[κιτρινωπός]], λέγεται για διάφορες αποχρώσεις· λέγεται για χρυσαφένια μαλλιά, σε Όμηρ.· ομοίως, <i>ξανθαὶ ἵπποι</i>, κοκκινότριχα ή καστανόχρωμα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>[[Ξάνθος]]</i>, παροξ., ως κύριο όνομα·<br /><b class="num">1.</b> [[ποταμός]] της Τρωάδας που ονομαζόταν έτσι από τους θεούς, ενώ οι άνθρωποι τον αποκαλούσαν Σκάμανδρο, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ένα από τα [[δύο]] άλογα του Αχιλλέα, ο Κοκκινοτρίχης· το [[άλλο]] ήταν ο <i>Βαλίος</i>, ο Παρδαλός, στο ίδ.
|lsmtext='''ξανθός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[κιτρινωπός]], λέγεται για διάφορες αποχρώσεις· λέγεται για χρυσαφένια μαλλιά, σε Όμηρ.· ομοίως, <i>ξανθαὶ ἵπποι</i>, κοκκινότριχα ή καστανόχρωμα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>[[Ξάνθος]]</i>, παροξ., ως κύριο όνομα·<br /><b class="num">1.</b> [[ποταμός]] της Τρωάδας που ονομαζόταν έτσι από τους θεούς, ενώ οι άνθρωποι τον αποκαλούσαν Σκάμανδρο, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ένα από τα [[δύο]] άλογα του Αχιλλέα, ο Κοκκινοτρίχης· το [[άλλο]] ήταν ο <i>Βαλίος</i>, ο Παρδαλός, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξανθός:'''<br /><b class="num">1)</b> золотисто-желтый, огненного цвета (ἐρυθρῷ λευκῷ τε μιγνυμένον ξανθὸν γέγονε Plat.; τὸ [[πῦρ]] καὶ ὁ [[ἥλιος]] ξανθά Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[светловолосый]] или [[рыжекудрый]] ([[Δημήτηρ]], [[Μενέλαος]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[светлорусый]], [[белокурый]] или [[рыжеватый]] ([[κόμη]], [[τρίχες]] Hom.; τριχώματα Arst.; [[παρθένος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[буланый]] или [[гнедой]] (ἵπποι Hom.);<br /><b class="num">5)</b> [[рыжий]] ([[λέων]], [[βοῶν]] ἀγέλαι Pind.);<br /><b class="num">6)</b> [[золотистый]] ([[νεφέλη]] Pind.; ἐλαίας [[καρπός]] Aesch.; [[οἶνος]] Soph.; [[μέλι]] Plut.).
}}
}}
{{etym
{{etym