3,277,206
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1364.png Seite 1364]] (s. μύω), die Augen schließen, bes. um zu schlafen, einnicken; Hippocr.; Ar. Vesp. 92; καταμύομεν [υ abweichend] Hedyl. bei Ath. VIII, 345 a; καταμύει τὰ βλέφαρα, im Ggstz von τὰ βλέφαρα ἀναπέπταται, Xen. Cyn. 5, 11; von sich Fürchtenden, Philostr.; von Sterbenden, entschlafen, Luc. D. meretr. 7, 2 D. L. 4, 49; – p. auch [[καμμύω]], Batrach. 191 καμμῦσαι, Alexis bei Phryn. 339, wo bemerkt wird, daß Spätere es nachlässiger Weise auch in Prosa brauchten; so findet sich ἐκάμμυσαν τοὺς ὀφθαλμούς im N. T., Act. Ap. 28, 27. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1364.png Seite 1364]] (s. μύω), die Augen schließen, bes. um zu schlafen, einnicken; Hippocr.; Ar. Vesp. 92; καταμύομεν [υ abweichend] Hedyl. bei Ath. VIII, 345 a; καταμύει τὰ βλέφαρα, im Ggstz von τὰ βλέφαρα ἀναπέπταται, Xen. Cyn. 5, 11; von sich Fürchtenden, Philostr.; von Sterbenden, entschlafen, Luc. D. meretr. 7, 2 D. L. 4, 49; – p. auch [[καμμύω]], Batrach. 191 καμμῦσαι, Alexis bei Phryn. 339, wo bemerkt wird, daß Spätere es nachlässiger Weise auch in Prosa brauchten; so findet sich ἐκάμμυσαν τοὺς ὀφθαλμούς im N. T., Act. Ap. 28, 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> cligner des yeux;<br /><b>2</b> fermer les yeux, avoir les yeux fermés.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμύω''': μέλλ. -ύσω, ἐν ἀπαρ. ἀορ. καμμῦσαι Βατραχομυομ. 192· αἰολ. καὶ ποιτ. τύπ.· ἐν κοινοτέρᾳ γλώσσῃ, [[ὡσαύτως]] ἐκάμμυσσα Ἄλεξ. (Ἄδηλ. 71) παρὰ Φρυν. (339, [[ἔνθα]], ὁ [[τύπος]] ἀποδοκιμάζεται), [[ὡσαύτως]] καὶ οἱ Ἐκκλ., Ἑβδ. Κ.Δ. Κλείω τοὺς ὀφθαλμοὺς, τὰ βλέφαρα, [[ὅταν]] μὲν ἐγρηγόρῃ, καταμύει τὰ βλέφαρα, [[ὅταν]] δὲ καθεύδῃ, ἀναπέπταται τὰ βλέφαρα Ξεν. Κυν. 5, 11· τοὺς ὀφθαλμοὺς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 5, Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 27· τὸ τῆς ψυχῆς [[ὄμμα]] Φίλων 1, 645· [[ὡσαύτως]], κ. τῷ νοερῷ ὄμματι Μ. Ἀντων. 4, 29· ἀλλὰ συνηθέστερον [[ἄνευ]] ἀντικειμ., [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς, καταμύειν δοκῶν ἀνέβλεψεν ἀθρόον Φιλόστρ. σ. 147· θᾶττον ἢ καταμύσαι ὁ αὐτ. 675· Στράβ. 264· κ. ὑπ’ ἐκπλήξεως Φιλόστρ. 242· (διὸ καὶ ὁ Ἡσύχ. καταμεμυκέναι, ὑποπτῆξαι)· [[ἐντεῦθεν]], ἀποκοιμῶμαι ἢ μισοκοιμῶμαι, Βατραχομ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐκ εἴασαν ἡμᾶς θορυβοῦντες οὐδ’ ὀλίγον καμμῦσαι Ἀριστοφ. Σφῆκ. 92, Ἱππ. 1230, κτλ.· εὐφημ. ἀντὶ τοῦ καταθνήσκειν, ἢν ὁ [[γέρων]] μόνον καταμύσῃ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 7, 2, Διογ. Λ. 4, 49. ῠ φύσει ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις· ῡ [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν τῷ ἐνεστ., Ἡδύλ. παρ’ Ἀθην. 345Α, καὶ ἐν τῷ ἀορ., Βατραχομ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 3, 525 καὶ ἴδε μύω. | |lstext='''καταμύω''': μέλλ. -ύσω, ἐν ἀπαρ. ἀορ. καμμῦσαι Βατραχομυομ. 192· αἰολ. καὶ ποιτ. τύπ.· ἐν κοινοτέρᾳ γλώσσῃ, [[ὡσαύτως]] ἐκάμμυσσα Ἄλεξ. (Ἄδηλ. 71) παρὰ Φρυν. (339, [[ἔνθα]], ὁ [[τύπος]] ἀποδοκιμάζεται), [[ὡσαύτως]] καὶ οἱ Ἐκκλ., Ἑβδ. Κ.Δ. Κλείω τοὺς ὀφθαλμοὺς, τὰ βλέφαρα, [[ὅταν]] μὲν ἐγρηγόρῃ, καταμύει τὰ βλέφαρα, [[ὅταν]] δὲ καθεύδῃ, ἀναπέπταται τὰ βλέφαρα Ξεν. Κυν. 5, 11· τοὺς ὀφθαλμοὺς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 5, Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 27· τὸ τῆς ψυχῆς [[ὄμμα]] Φίλων 1, 645· [[ὡσαύτως]], κ. τῷ νοερῷ ὄμματι Μ. Ἀντων. 4, 29· ἀλλὰ συνηθέστερον [[ἄνευ]] ἀντικειμ., [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς, καταμύειν δοκῶν ἀνέβλεψεν ἀθρόον Φιλόστρ. σ. 147· θᾶττον ἢ καταμύσαι ὁ αὐτ. 675· Στράβ. 264· κ. ὑπ’ ἐκπλήξεως Φιλόστρ. 242· (διὸ καὶ ὁ Ἡσύχ. καταμεμυκέναι, ὑποπτῆξαι)· [[ἐντεῦθεν]], ἀποκοιμῶμαι ἢ μισοκοιμῶμαι, Βατραχομ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐκ εἴασαν ἡμᾶς θορυβοῦντες οὐδ’ ὀλίγον καμμῦσαι Ἀριστοφ. Σφῆκ. 92, Ἱππ. 1230, κτλ.· εὐφημ. ἀντὶ τοῦ καταθνήσκειν, ἢν ὁ [[γέρων]] μόνον καταμύσῃ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 7, 2, Διογ. Λ. 4, 49. ῠ φύσει ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις· ῡ [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν τῷ ἐνεστ., Ἡδύλ. παρ’ Ἀθην. 345Α, καὶ ἐν τῷ ἀορ., Βατραχομ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 3, 525 καὶ ἴδε μύω. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |