Anonymous

κατεπᾴδω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] (s. ᾄδω), Einem vorsingen, bes. durch Gesang überwältigen, bezaubern; γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις Plat. Men. 80 a; κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Gorg. 483 e; π νευμάτων πονηρῶν D. Sic. 5, 31; beschwichtigen, Hel. 9, 2. – Auch τινός, Einem beständig Etwas vorsagen, Suid.; absolut, Hel. 7, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] (s. ᾄδω), Einem vorsingen, bes. durch Gesang überwältigen, bezaubern; γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις Plat. Men. 80 a; κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Gorg. 483 e; π νευμάτων πονηρῶν D. Sic. 5, 31; beschwichtigen, Hel. 9, 2. – Auch τινός, Einem beständig Etwas vorsagen, Suid.; absolut, Hel. 7, 10.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> chanter aux oreilles de, gén. ; <i>abs.</i> assourdir;<br /><b>II.</b> prononcer des paroles magiques sur <i>ou</i> contre :<br /><b>1</b> ensorceler par des chants <i>ou</i> des charmes magiques;<br /><b>2</b> prononcer pour un sortilège.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐπᾴδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεπᾴδω''': [[ὑποτάσσω]] τινὰ δι’ ᾠδῆς ἢ μαγείας, νέους λαμβάνοντες [[ὥσπερ]] λέοντας καὶ κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Πλάτ. Γοργ. 483Ε· γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 80Α, κτλ.· πονηρῶν πνευμάτων κατεπᾴδοντα Γρηγ. Ναζ. σ. 231· κατέπᾳδε [[σεαυτοῦ]] καὶ [[ῥᾴων]] ἔσει Α. 889· ᾄδω [[ὅπως]] θέλξω, ἢ μαγεύσω, ἢ [[καταπραΰνω]], Ἀχιλλ. Τάτ. 2.7, Εὐμάθ. σ. 205· σοὶ μὲν ὑμέναιον βασιλικῶς κατεπᾴσονται, καὶ τὸ παθ., [[ῥῆμα]] κατεπᾳδόμενον τῇ καρδίᾳ Βασίλ. σ. 249. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. decantare, ἀείποτε [[ἐπαναλαμβάνω]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· κατεπᾴδουσα, πρὸς αὐτὸν αἱμύλως διομιλοῦσα, Ἡλιόδ. 7. 10· ὁ Πολυδ. ἔχει συνώνυμ. «κατεπᾴδειν· κατακηλεῖν, καταθέλγειν» Δ΄, 49.
|lstext='''κατεπᾴδω''': [[ὑποτάσσω]] τινὰ δι’ ᾠδῆς ἢ μαγείας, νέους λαμβάνοντες [[ὥσπερ]] λέοντας καὶ κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Πλάτ. Γοργ. 483Ε· γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 80Α, κτλ.· πονηρῶν πνευμάτων κατεπᾴδοντα Γρηγ. Ναζ. σ. 231· κατέπᾳδε [[σεαυτοῦ]] καὶ [[ῥᾴων]] ἔσει Α. 889· ᾄδω [[ὅπως]] θέλξω, ἢ μαγεύσω, ἢ [[καταπραΰνω]], Ἀχιλλ. Τάτ. 2.7, Εὐμάθ. σ. 205· σοὶ μὲν ὑμέναιον βασιλικῶς κατεπᾴσονται, καὶ τὸ παθ., [[ῥῆμα]] κατεπᾳδόμενον τῇ καρδίᾳ Βασίλ. σ. 249. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. decantare, ἀείποτε [[ἐπαναλαμβάνω]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· κατεπᾴδουσα, πρὸς αὐτὸν αἱμύλως διομιλοῦσα, Ἡλιόδ. 7. 10· ὁ Πολυδ. ἔχει συνώνυμ. «κατεπᾴδειν· κατακηλεῖν, καταθέλγειν» Δ΄, 49.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> chanter aux oreilles de, gén. ; <i>abs.</i> assourdir;<br /><b>II.</b> prononcer des paroles magiques sur <i>ou</i> contre :<br /><b>1</b> ensorceler par des chants <i>ou</i> des charmes magiques;<br /><b>2</b> prononcer pour un sortilège.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐπᾴδω]].
}}
}}
{{grml
{{grml