Anonymous

κλονέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1456.png Seite 1456]] in heftige Bewegung setzen, vor sich hintreiben; oft in der Il., gew. den in Verwirrung gebrachten u. in die Flucht geschlagenen Feind vor sich hertreiben, τοὺς μὲν ὀρινομένους, τοὺς δὲ κλονέοντας [[ὄπισθεν]] Il. 14, 14; so ohne Casus auch 11, 496. 21, 533; c. accus., Ἕκτορα ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ' ὠκὺς [[Ἀχιλλεύς]] 22, 188; πρὸ [[ἕθεν]] κλονέειν φάλαγγας 5, 96; – von Löwen, die eine Viehheerde vor sich herjagen, 15, 324; von den Winden, welche die Wolken vor sich herjagen, 23, 212, wie Hes. O. 551, dah. ἀνέμων κλονεόντων, toben, D. Per. 464; vom Feuer, das der Sturm daherwälzt, Il. 20, 492; – pass., in Verwirrung gebracht, vom Feinde bedrängt, geschlagen werden, 4, 302. 5, 93. 11, 148. 14, 59 u. öfter; Pind. vrbdt ἐνίκασεν ἄνδρας ἀφύκτῳ χερὶ κλονέων I. 7, 65; pass., ὁπόσαι ψάμαθοι κύμασι κλονέονται P. 9, 49; [[καί]] νιν οὐ [[θάλπος]] θεοῦ οὐδ' [[ὄμβρος]] κλονεῖ Soph. Trach. 145; ὡς καὶ τόνδε ἆται κλονέουσιν ἀεὶ ξυνοῦσαι O. C. 1246, wo es sich an das Bild anreiht: ὥς τις ἀκτὰ κυματοπλὴξ χειμερία κλονεῖ. ται. Vgl. noch Ar. Equ. 361. – Sp. D. auch von der Liebe, μήποτέ σε κλονέοι [[φιλότης]], aufregen, Agath. 1 (X, 68); Paul. Sil. 30. – Auch Luc. Asin. 47: τὸ [[συμπόσιον]] ἐκλονεῖτο γέλωτι. – Med., πὰρ δ' ἰχθύες ἐκλονέοντο, Fische tummelten sich, sprangen daneben, Hes. Sc. 317; u. von den Bienen, ἀολλέες ᾧ ἐνὶ σίμβλῳ βομβηδὸν κλονέονται Ap. Rh. 2, 133.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1456.png Seite 1456]] in heftige Bewegung setzen, vor sich hintreiben; oft in der Il., gew. den in Verwirrung gebrachten u. in die Flucht geschlagenen Feind vor sich hertreiben, τοὺς μὲν ὀρινομένους, τοὺς δὲ κλονέοντας [[ὄπισθεν]] Il. 14, 14; so ohne Casus auch 11, 496. 21, 533; c. accus., Ἕκτορα ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ' ὠκὺς [[Ἀχιλλεύς]] 22, 188; πρὸ [[ἕθεν]] κλονέειν φάλαγγας 5, 96; – von Löwen, die eine Viehheerde vor sich herjagen, 15, 324; von den Winden, welche die Wolken vor sich herjagen, 23, 212, wie Hes. O. 551, dah. ἀνέμων κλονεόντων, toben, D. Per. 464; vom Feuer, das der Sturm daherwälzt, Il. 20, 492; – pass., in Verwirrung gebracht, vom Feinde bedrängt, geschlagen werden, 4, 302. 5, 93. 11, 148. 14, 59 u. öfter; Pind. vrbdt ἐνίκασεν ἄνδρας ἀφύκτῳ χερὶ κλονέων I. 7, 65; pass., ὁπόσαι ψάμαθοι κύμασι κλονέονται P. 9, 49; [[καί]] νιν οὐ [[θάλπος]] θεοῦ οὐδ' [[ὄμβρος]] κλονεῖ Soph. Trach. 145; ὡς καὶ τόνδε ἆται κλονέουσιν ἀεὶ ξυνοῦσαι O. C. 1246, wo es sich an das Bild anreiht: ὥς τις ἀκτὰ κυματοπλὴξ χειμερία κλονεῖ. ται. Vgl. noch Ar. Equ. 361. – Sp. D. auch von der Liebe, μήποτέ σε κλονέοι [[φιλότης]], aufregen, Agath. 1 (X, 68); Paul. Sil. 30. – Auch Luc. Asin. 47: τὸ [[συμπόσιον]] ἐκλονεῖτο γέλωτι. – Med., πὰρ δ' ἰχθύες ἐκλονέοντο, Fische tummelten sich, sprangen daneben, Hes. Sc. 317; u. von den Bienen, ἀολλέες ᾧ ἐνὶ σίμβλῳ βομβηδὸν κλονέονται Ap. Rh. 2, 133.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κλονήσω, <i>ao. et pf. inus.</i><br /><b>1</b> pousser devant soi, chasser tumultueusement : πρὸ [[ἕθεν]] φάλαγγας IL chasser devant soi des lignes de guerriers qui fuient pêle-mêle ; [[βοῶν]] ἀγέλην IL un troupeau de bœufs ; Ἕκτορα IL poursuivre Hector ; <i>Pass.</i> être poursuivi, pourchassé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> troubler, agiter, porter le trouble, la confusion, le désordre dans : τόνδε ἆται κλ. SOPH les malheurs l'accablent ; <i>abs.</i> faire rage : ἀκτὰ κλονεῖται SOPH le rivage est battu des flots.<br />'''Étymologie:''' [[κλόνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλονέω''': τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ.: μέλλ. -ήσω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 361. ― Παθ., [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ.: μέσ. μέλλ. κλονήσομαι, Ἱππ. 232. 41: μετοχ. ἀόρ. κλονηθέν, ὁ αὐτ. 246. 16· ([[κλόνος]]). Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἴωσι καὶ τοῖς μεταγεν. πεζολόγοις, παρὰ δὲ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ἰλ., [[διώκω]], [[ἐμβάλλω]] εἰς ἀταξίαν, ταραχὴν καὶ σύγχυσιν, [[τρέπω]] εἰς φυγήν, πρὸ ἔθεν κλονέοντα φάλαγγας Ἰλ. Ε. 95· ὥστ’ ἠὲ βοῶν ἀγέλην ἢ πῶϋ μέγ’ οἰῶν θῆρε δύω κλονέουσιν Ο. 324· ἀνέμω νέφεα κλονέοντε πάροιθεν Ψ. 213, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 551· κλονέων [[ἄνεμος]] φλόγα εἰλυφάζει Ἰλ. Υ. 492· ὣς ἔφεπε κλονέων (δηλ. Τρῶας) Λ. 496, πρβλ. 526· Ἕκτορα δ’ ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ’ Χ. 188· χερὶ κλονέειν τινά, ἐπὶ πύκτου, Πινδ. Ι. 8 (7). 141· ― ἀκολούθως [[καθόλου]], συνταράττω, ἐνοχλῶ, [[κλονίζω]], καί νιν οὐ [[θάλπος]] θεοῦ…, οὐδὲ πνευμάτων οὐδὲν κλονεῖ Σοφ. Τρ. 145· τόνδ… ἆται κλ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1244, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 361. 2) ἀπολ., ἐπὶ τῶν ἀνέμων, [[πνέω]] σφοδρότατα, Διον. Π. 464. ΙΙ. Παθ., ὁρμῶ ἀγρίως, φέρομαι ὁρμητικῶς, ἵππους ἐχέμεν, [[μηδὲ]] κλονέεσθαι ὁμίλῳ Ἰλ. Δ. 302· διώκομαι ἐν συγχύσει, [[ἐμπίπτω]] εἰς σύγχυσιν, διαταράσσομαι, ὑπό Τυδείδῃ κλονέοντο φάλαγγες Ε. 93, πρβλ. Λ. 148, Ξ. 59, κτλ.· λαίλαπι κλονεύμενοι Σιμων. Ἱαμβ. 1. 15· ψάμαθοι κύμασι κλονέονται Πινδ. Π. 9. 84· τὸ [[συμπόσιον]] ἐκλονεῖτο τῷ γέλωτι Λουκ. Ὄν. 47· κλονεῖσθαι τὴν γαστέρα Αἰλ. π. Ζ. 2. 44. 2) ἀπολ., πλήττομαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, ἀκτὰ κυματόπληξ χειμερία κλονεῖται Σοφ. Ο. Κ. 1241· πὰρ δ’ ἰχθύες ἐκλονέοντο, πλησίον δὲ ἀνετινάσσοντο οἱ ἰχθύες, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 317· ἐπὶ μελισσῶν, [[συνέρχομαι]] εἰς [[σμῆνος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 133.
|lstext='''κλονέω''': τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ.: μέλλ. -ήσω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 361. ― Παθ., [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ.: μέσ. μέλλ. κλονήσομαι, Ἱππ. 232. 41: μετοχ. ἀόρ. κλονηθέν, ὁ αὐτ. 246. 16· ([[κλόνος]]). Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἴωσι καὶ τοῖς μεταγεν. πεζολόγοις, παρὰ δὲ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ἰλ., [[διώκω]], [[ἐμβάλλω]] εἰς ἀταξίαν, ταραχὴν καὶ σύγχυσιν, [[τρέπω]] εἰς φυγήν, πρὸ ἔθεν κλονέοντα φάλαγγας Ἰλ. Ε. 95· ὥστ’ ἠὲ βοῶν ἀγέλην ἢ πῶϋ μέγ’ οἰῶν θῆρε δύω κλονέουσιν Ο. 324· ἀνέμω νέφεα κλονέοντε πάροιθεν Ψ. 213, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 551· κλονέων [[ἄνεμος]] φλόγα εἰλυφάζει Ἰλ. Υ. 492· ὣς ἔφεπε κλονέων (δηλ. Τρῶας) Λ. 496, πρβλ. 526· Ἕκτορα δ’ ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ’ Χ. 188· χερὶ κλονέειν τινά, ἐπὶ πύκτου, Πινδ. Ι. 8 (7). 141· ― ἀκολούθως [[καθόλου]], συνταράττω, ἐνοχλῶ, [[κλονίζω]], καί νιν οὐ [[θάλπος]] θεοῦ…, οὐδὲ πνευμάτων οὐδὲν κλονεῖ Σοφ. Τρ. 145· τόνδ… ἆται κλ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1244, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 361. 2) ἀπολ., ἐπὶ τῶν ἀνέμων, [[πνέω]] σφοδρότατα, Διον. Π. 464. ΙΙ. Παθ., ὁρμῶ ἀγρίως, φέρομαι ὁρμητικῶς, ἵππους ἐχέμεν, [[μηδὲ]] κλονέεσθαι ὁμίλῳ Ἰλ. Δ. 302· διώκομαι ἐν συγχύσει, [[ἐμπίπτω]] εἰς σύγχυσιν, διαταράσσομαι, ὑπό Τυδείδῃ κλονέοντο φάλαγγες Ε. 93, πρβλ. Λ. 148, Ξ. 59, κτλ.· λαίλαπι κλονεύμενοι Σιμων. Ἱαμβ. 1. 15· ψάμαθοι κύμασι κλονέονται Πινδ. Π. 9. 84· τὸ [[συμπόσιον]] ἐκλονεῖτο τῷ γέλωτι Λουκ. Ὄν. 47· κλονεῖσθαι τὴν γαστέρα Αἰλ. π. Ζ. 2. 44. 2) ἀπολ., πλήττομαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, ἀκτὰ κυματόπληξ χειμερία κλονεῖται Σοφ. Ο. Κ. 1241· πὰρ δ’ ἰχθύες ἐκλονέοντο, πλησίον δὲ ἀνετινάσσοντο οἱ ἰχθύες, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 317· ἐπὶ μελισσῶν, [[συνέρχομαι]] εἰς [[σμῆνος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 133.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κλονήσω, <i>ao. et pf. inus.</i><br /><b>1</b> pousser devant soi, chasser tumultueusement : πρὸ [[ἕθεν]] φάλαγγας IL chasser devant soi des lignes de guerriers qui fuient pêle-mêle ; [[βοῶν]] ἀγέλην IL un troupeau de bœufs ; Ἕκτορα IL poursuivre Hector ; <i>Pass.</i> être poursuivi, pourchassé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> troubler, agiter, porter le trouble, la confusion, le désordre dans : τόνδε ἆται κλ. SOPH les malheurs l'accablent ; <i>abs.</i> faire rage : ἀκτὰ κλονεῖται SOPH le rivage est battu des flots.<br />'''Étymologie:''' [[κλόνος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth