κλονέω
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
mostly in pres.: fut. -ήσω Ar.Eq.361:—Pass. also mostly in pres.: A fut. κλονήσομαι Hp.Genit.2: aor. part. κλονηθέν Id.Nat. Puer.30: (κλόνος):—poet. Verb, used also in Ion. and late Prose, as Ph. (v. infr.), Aq.Ge.45.24, al.: Hom. (only in Il.) drive tumultuously or drive in confusion, πρὸ ἕθεν κλονέοντα φάλαγγας Il.5.96; ὥς τ' ἠὲ βοῶν ἀγέλην ἢ πῶϋ μέγ' οἰῶν θῆρε δύω κλονέωσι 15.324; of winds, νέφεα κλονέοντε πάροιθεν 23.213, cf. Hes.Op.553; κλονέων ἄνεμος φλόγα εἰλυφάζει Il.20.492; ὣς ἔφεπε κλονέων πεδίον 11.496, cf. 526; Ἕκτορα δ' ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ' 22.188; χερὶ κλονέειν τινά, of a pugilist, Pi.I.8(7).70; εὖτ' ἐν πεδίῳ κλονέων μαίνοιτ' Ἀχιλλεύς B.12.118; dub. sens. in Sapph.Supp.19.3: generally, harass, agitate, καί νιν οὐ θάλπος θεοῦ... οὐδὲ πνευμάτων οὐδὲν κλονεῖ S.Tr.146; τόνδε… ἆται κ. Id.OC1244 (lyr.), cf. Ar.Eq.361; πάθη κ. τὴν ψυχήν Ph.1.589; in physical sense, βῆχες κ. τὸν θώρηκα Aret.CA1.10:—Pass., to be agitated, Hp. ll.cc., Morb.4.55.
2 abs., of the winds, rage, D.P. 464.
II Pass., rush wildly, ἵππους ἐχέμεν, μηδὲ κλονέεσθαι ὁμίλῳ Il. 4.302; to be driven in confusion, ὑπὸ Τυδεΐδῃ κλονέοντο φάλαγγες 5.93, cf. 11.148, 14.59, etc.; λαίλαπι κλονεύμενοι Semon.1.15; ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται Pi.P.9.48; τὸ συμπόσιον ἐκλονεῖτο τῷ γέλωτι Luc.Asin.47; κλονεῖσθαι τὴν γαστέρα Ael.NA2.44.
2 abs., to be beaten by the waves, ἀκτὰ κυματοπλὴξ κλονεῖται S.OC1241 (lyr.); παρὰ δ' ἰχθύες ἐκλονέοντο beside the fishes tumbled, Hes.Sc. 317; of bees, swarm, βομβηδὸν κ. A.R.2.133: metaph., κ. ἡ οἰκουμένη Ph.1.298; to be shaken in credit, refuted, τὸ κεκλονημένον ῥῆμα Porph.Chr.35.
German (Pape)
[Seite 1456] in heftige Bewegung setzen, vor sich hintreiben; oft in der Il., gew. den in Verwirrung gebrachten u. in die Flucht geschlagenen Feind vor sich hertreiben, τοὺς μὲν ὀρινομένους, τοὺς δὲ κλονέοντας ὄπισθεν Il. 14, 14; so ohne Casus auch 11, 496. 21, 533; c. accus., Ἕκτορα ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ' ὠκὺς Ἀχιλλεύς 22, 188; πρὸ ἕθεν κλονέειν φάλαγγας 5, 96; – von Löwen, die eine Viehheerde vor sich herjagen, 15, 324; von den Winden, welche die Wolken vor sich herjagen, 23, 212, wie Hes. O. 551, dah. ἀνέμων κλονεόντων, toben, D. Per. 464; vom Feuer, das der Sturm daherwälzt, Il. 20, 492; – pass., in Verwirrung gebracht, vom Feinde bedrängt, geschlagen werden, 4, 302. 5, 93. 11, 148. 14, 59 u. öfter; Pind. vrbdt ἐνίκασεν ἄνδρας ἀφύκτῳ χερὶ κλονέων I. 7, 65; pass., ὁπόσαι ψάμαθοι κύμασι κλονέονται P. 9, 49; καί νιν οὐ θάλπος θεοῦ οὐδ' ὄμβρος κλονεῖ Soph. Trach. 145; ὡς καὶ τόνδε ἆται κλονέουσιν ἀεὶ ξυνοῦσαι O. C. 1246, wo es sich an das Bild anreiht: ὥς τις ἀκτὰ κυματοπλὴξ χειμερία κλονεῖ. ται. Vgl. noch Ar. Equ. 361. – Sp. D. auch von der Liebe, μήποτέ σε κλονέοι φιλότης, aufregen, Agath. 1 (X, 68); Paul. Sil. 30. – Auch Luc. Asin. 47: τὸ συμπόσιον ἐκλονεῖτο γέλωτι. – Med., πὰρ δ' ἰχθύες ἐκλονέοντο, Fische tummelten sich, sprangen daneben, Hes. Sc. 317; u. von den Bienen, ἀολλέες ᾧ ἐνὶ σίμβλῳ βομβηδὸν κλονέονται Ap. Rh. 2, 133.
French (Bailly abrégé)
κλονῶ :
f. κλονήσω, ao. et pf. inus.
1 pousser devant soi, chasser tumultueusement : πρὸ ἕθεν φάλαγγας IL chasser devant soi des lignes de guerriers qui fuient pêle-mêle ; βοῶν ἀγέλην IL un troupeau de bœufs ; Ἕκτορα IL poursuivre Hector ; Pass. être poursuivi, pourchassé;
2 p. ext. troubler, agiter, porter le trouble, la confusion, le désordre dans : τόνδε ἆται κλ. SOPH les malheurs l'accablent ; abs. faire rage : ἀκτὰ κλονεῖται SOPH le rivage est battu des flots.
Étymologie: κλόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλονέω [κλόνος] ep. imperf. med. 3 plur. κλονέοντο act. met acc. voortjagen:; πρὸ ἕθεν κλονέοντα φάλαγγας de strijdlinies voor zich uit jagend Il. 5.96; overdr. in verwarring brengen, kwellen:. τόνδε... ἆται κλονέουσιν hem kwellen onheilsgeesten Soph. OC 1244. med. pass., intrans. (wild) rennen:; Ἀχαιοὶ νηυσὶν ἔπι κλονέονται de Grieken rennen in verwarring naar de schepen Il. 20.7; zich verdringen:; κλονέεσθαι ὁμίλῳ zich verdringen in het gewoel Il. 4.302; overdr.: τὸ δὲ συμπόσιον ἐκλονεῖτο τῷ γέλωτι het drinkgelag werd een warboel door het gelach Luc. 39.47.
Russian (Dvoretsky)
κλονέω:
1 гнать, теснить (πρὸ ἕθεν φάλαγγας, βοῶν ἀγέλην, νέφεα Hom.): κλονέεσθαι ὁμίλῳ Hom. устремляться беспорядочной толпой;
2 бурно раздувать, развевать (φλόγα Hom.);
3 стремительно преследовать (Ἓκτορα Hom.);
4 вздымать, клубить (ψάμαθοι κύμασι κλονέονται Pind.): ἰχθύες ἐκλονέοντο Hes. рыбы резвились стаями;
5 потрясать, колебать, волновать (ἀκτὰ κυματοπλὴξ κλονεῖται Soph.): φιλότης μήποτέ σε κλονέοι Anth. пусть никогда не мучает тебя любовная страсть; pass. биться в судорогах (σῶμα κεκλονημένον Plut.).
English (Autenrieth)
κλονέει, pass. κλονέονται, ipf. κλονέοντο: put to rout, drive in confusion, pass., be driven or rush wildly about; fig., of wind, driving clouds or flame, Il. 23.213, Il. 20.492; pass., Il. 4.302, Il. 21.528. (Il.)
English (Slater)
κλονέω drive in confusion “χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” (P. 9.48) ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.65)
Greek Monotonic
κλονέω: μέλ. -ήσω (κλόνος),
I. 1. οδηγώ σε σύγχυση, εμβάλλω ταραχή σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
2. γενικά, συνταράζω, ενοχλώ, κλονίζω, σε Σοφ., Αριστοφ.
II. 1. Παθ., κλονίζομαι, ταράζομαι, φέρομαι ορμητικά, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
2. πλήττομαι από τα κύματα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κλονέω: τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ.: μέλλ. -ήσω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 361. ― Παθ., ὡσαύτως ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ.: μέσ. μέλλ. κλονήσομαι, Ἱππ. 232. 41: μετοχ. ἀόρ. κλονηθέν, ὁ αὐτ. 246. 16· (κλόνος). Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἴωσι καὶ τοῖς μεταγεν. πεζολόγοις, παρὰ δὲ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ἰλ., διώκω, ἐμβάλλω εἰς ἀταξίαν, ταραχὴν καὶ σύγχυσιν, τρέπω εἰς φυγήν, πρὸ ἔθεν κλονέοντα φάλαγγας Ἰλ. Ε. 95· ὥστ’ ἠὲ βοῶν ἀγέλην ἢ πῶϋ μέγ’ οἰῶν θῆρε δύω κλονέουσιν Ο. 324· ἀνέμω νέφεα κλονέοντε πάροιθεν Ψ. 213, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 551· κλονέων ἄνεμος φλόγα εἰλυφάζει Ἰλ. Υ. 492· ὣς ἔφεπε κλονέων (δηλ. Τρῶας) Λ. 496, πρβλ. 526· Ἕκτορα δ’ ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ’ Χ. 188· χερὶ κλονέειν τινά, ἐπὶ πύκτου, Πινδ. Ι. 8 (7). 141· ― ἀκολούθως καθόλου, συνταράττω, ἐνοχλῶ, κλονίζω, καί νιν οὐ θάλπος θεοῦ…, οὐδὲ πνευμάτων οὐδὲν κλονεῖ Σοφ. Τρ. 145· τόνδ… ἆται κλ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1244, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 361. 2) ἀπολ., ἐπὶ τῶν ἀνέμων, πνέω σφοδρότατα, Διον. Π. 464. ΙΙ. Παθ., ὁρμῶ ἀγρίως, φέρομαι ὁρμητικῶς, ἵππους ἐχέμεν, μηδὲ κλονέεσθαι ὁμίλῳ Ἰλ. Δ. 302· διώκομαι ἐν συγχύσει, ἐμπίπτω εἰς σύγχυσιν, διαταράσσομαι, ὑπό Τυδείδῃ κλονέοντο φάλαγγες Ε. 93, πρβλ. Λ. 148, Ξ. 59, κτλ.· λαίλαπι κλονεύμενοι Σιμων. Ἱαμβ. 1. 15· ψάμαθοι κύμασι κλονέονται Πινδ. Π. 9. 84· τὸ συμπόσιον ἐκλονεῖτο τῷ γέλωτι Λουκ. Ὄν. 47· κλονεῖσθαι τὴν γαστέρα Αἰλ. π. Ζ. 2. 44. 2) ἀπολ., πλήττομαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, ἀκτὰ κυματόπληξ χειμερία κλονεῖται Σοφ. Ο. Κ. 1241· πὰρ δ’ ἰχθύες ἐκλονέοντο, πλησίον δὲ ἀνετινάσσοντο οἱ ἰχθύες, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 317· ἐπὶ μελισσῶν, συνέρχομαι εἰς σμῆνος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 133.
Middle Liddell
κλονέω, fut. -ήσω κλόνος
I. to drive in confusion, drive before one, Il., Hes.
2. generally, to ruffle, Soph., Ar.
II. Pass. to be driven in confusion, rush wildly, Il., Pind.
2. to be beaten by the waves, Soph.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ταράζω). Ἀπό τό κλόνος (=ταραχή).
Παράγωγα: κλόνησις, κλονίζω, κλονώδης.