Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πάσσω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0532.png Seite 532]] att. [[πάττω]], fut. πάσω, perf. pass. πέπασμαι, – a) [[streuen]], darauf od. darüber streuen, [[sprengen]], sowohl von trockenen als flüssigen Dingen; φάρμακα, Heilmittel auf eine Wunde legen, Il. 5, 401. 900. 15, 394 u. sonst; mit dem gen., πάσσειν ἁλός, des Salzes oder vom Salze daraufstreuen, 9, 214; so auch folgde Dichter; θελκτήρια φάρμακ' ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοιῇσι, Ap. Rh. 4, 442. – b) übertr. [[einstreuen]], [[einweben]], bes. von angebrachten Verzierungen, von gewirkter od. gestickter Arbeit; [[θρόνα]] πάσσειν, Blumen über eine Stickerei streuen, sie hie und da, wie darüber gestreut, hineinsticken, Il. 22, 441; eben so ἀέθλους, Kämpfe hie und da hineinsticken, 3, 126; χρυσῷ πάττων μ' οὐ γιγνώσκεις, Ar. Nubb. 912, wie πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις, 1330; u. in sp. Prosa, [[κόνις]] ἐπὶ τῇ κεφαλῇ πάσσεται, Luc. de luct. 12. – Adj. verb. [[παστέος]], Ar. Pax 1074.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0532.png Seite 532]] att. [[πάττω]], fut. πάσω, perf. pass. πέπασμαι, – a) [[streuen]], darauf od. darüber streuen, [[sprengen]], sowohl von trockenen als flüssigen Dingen; φάρμακα, Heilmittel auf eine Wunde legen, Il. 5, 401. 900. 15, 394 u. sonst; mit dem gen., πάσσειν ἁλός, des Salzes oder vom Salze daraufstreuen, 9, 214; so auch folgde Dichter; θελκτήρια φάρμακ' ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοιῇσι, Ap. Rh. 4, 442. – b) übertr. [[einstreuen]], [[einweben]], bes. von angebrachten Verzierungen, von gewirkter od. gestickter Arbeit; [[θρόνα]] πάσσειν, Blumen über eine Stickerei streuen, sie hie und da, wie darüber gestreut, hineinsticken, Il. 22, 441; eben so ἀέθλους, Kämpfe hie und da hineinsticken, 3, 126; χρυσῷ πάττων μ' οὐ γιγνώσκεις, Ar. Nubb. 912, wie πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις, 1330; u. in sp. Prosa, [[κόνις]] ἐπὶ τῇ κεφαλῇ πάσσεται, Luc. de luct. 12. – Adj. verb. [[παστέος]], Ar. Pax 1074.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[πάσω]], <i>ao.</i> ἔπασα, <i>pf. inus., Pass. ao.</i> ἐπάσθην, <i>pf.</i> [[πέπασμαι]];<br /><b>1</b> verser, répandre [[τι]] qch ; avec le gén. [[ἁλός]] IL du sel ; τινά τινι répandre qch sur qqn, joncher qqn de qch;<br /><b>2</b> broder, <i>avec l'acc. de l'objet brodé (une bataille), ou de l'objet sur lequel on brode (un siège)</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Παγ, fixer ; cf. [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάσσω''': Ἀττικ. πάττω, Ἀριστοφ.: μέλλ· πάσω [ᾰ] Κράτης [[ἔνθα]] κατωτ., Ἀριστοφ. (κατα-): ἀόρ. ἔπᾰσα (ἴδε δια-, κατα-, ὑπο-[[πάσσω]]) - Μέσ., ἀόρ. ἐπᾰσάμην Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 8). - Παθητι., ἀόρ. ἐπάσθην (ἐπ-) Πλάτ. Πολ. 405Ε· πρκμ. πέπασμαι, Πλούτ., κλ.· ὑπερσ. ἐπέπαστο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 729. - Ὁ [[Ὅμηρος]] χρῆται μόνον τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. καὶ τούτοις μόνον ἐν τῇ Ἰλ. Ἐπιπάσσω, ὀδυνήφατα φάρμακα [[πάσσων]], ἐπιπάσσων θεραπευτικὰ φάρμακα, ἐπὶ τραύματος, Ἰλ. Ε. 401, 900· κτλ.: - ἰδίως [[ἐπιπάσσω]] [[ἅλας]], μετὰ γεν. διαιρετ., πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο, ὀλίγον [[ἅλας]], Ι. 214· π. τῶν ἁλῶν ἐπὶ τὸ πῦρ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ.· ἀπολ., Θεόκρ. 2. 21. 2) [[πάσσω]] τινὰ (πρβλ. [[διαπάσσω]], παστέρος, [[παστός]]), [[οὔκουν]] ... σεαυτὸν ἁλσὶ πάσεις; Κράτης ἐν «Θηρίοις» 1· χρυσῷ, ῥόδοις π. τινὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 912, 1330· πρβλ. [[παστέος]]. ΙΙ. μεταφορ., διακοσμῶ, κεντῶ, ἐν δὲ θρόνα ποικίλ’ ἔπασσε Ἰλ. Χ. 441 (ἴδε ἐν [[θρόνον]])· πολέας δ’ ἐνέπασσεν ἀέθλους, ἐνεποίκιλλεν, ἐνέπλεκε πολλὰ πολεμικὰ ἀνδραγαθήματα, Γ. 126· πρβλ. [[ἐμπάσσω]]. - Ἴδε Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 467, Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 374 κ.ἑξ.
|lstext='''πάσσω''': Ἀττικ. πάττω, Ἀριστοφ.: μέλλ· πάσω [ᾰ] Κράτης [[ἔνθα]] κατωτ., Ἀριστοφ. (κατα-): ἀόρ. ἔπᾰσα (ἴδε δια-, κατα-, ὑπο-[[πάσσω]]) - Μέσ., ἀόρ. ἐπᾰσάμην Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 8). - Παθητι., ἀόρ. ἐπάσθην (ἐπ-) Πλάτ. Πολ. 405Ε· πρκμ. πέπασμαι, Πλούτ., κλ.· ὑπερσ. ἐπέπαστο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 729. - Ὁ [[Ὅμηρος]] χρῆται μόνον τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. καὶ τούτοις μόνον ἐν τῇ Ἰλ. Ἐπιπάσσω, ὀδυνήφατα φάρμακα [[πάσσων]], ἐπιπάσσων θεραπευτικὰ φάρμακα, ἐπὶ τραύματος, Ἰλ. Ε. 401, 900· κτλ.: - ἰδίως [[ἐπιπάσσω]] [[ἅλας]], μετὰ γεν. διαιρετ., πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο, ὀλίγον [[ἅλας]], Ι. 214· π. τῶν ἁλῶν ἐπὶ τὸ πῦρ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ.· ἀπολ., Θεόκρ. 2. 21. 2) [[πάσσω]] τινὰ (πρβλ. [[διαπάσσω]], παστέρος, [[παστός]]), [[οὔκουν]] ... σεαυτὸν ἁλσὶ πάσεις; Κράτης ἐν «Θηρίοις» 1· χρυσῷ, ῥόδοις π. τινὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 912, 1330· πρβλ. [[παστέος]]. ΙΙ. μεταφορ., διακοσμῶ, κεντῶ, ἐν δὲ θρόνα ποικίλ’ ἔπασσε Ἰλ. Χ. 441 (ἴδε ἐν [[θρόνον]])· πολέας δ’ ἐνέπασσεν ἀέθλους, ἐνεποίκιλλεν, ἐνέπλεκε πολλὰ πολεμικὰ ἀνδραγαθήματα, Γ. 126· πρβλ. [[ἐμπάσσω]]. - Ἴδε Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 467, Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 374 κ.ἑξ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[πάσω]], <i>ao.</i> ἔπασα, <i>pf. inus., Pass. ao.</i> ἐπάσθην, <i>pf.</i> [[πέπασμαι]];<br /><b>1</b> verser, répandre [[τι]] qch ; avec le gén. [[ἁλός]] IL du sel ; τινά τινι répandre qch sur qqn, joncher qqn de qch;<br /><b>2</b> broder, <i>avec l'acc. de l'objet brodé (une bataille), ou de l'objet sur lequel on brode (un siège)</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Παγ, fixer ; cf. [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth