Anonymous

παιδεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0440.png Seite 440]] ein Kind erziehen und unterrichten; παῖδας εὖ παιδεύετε, Eur. Suppl. 917; κώμοις παιδεύσωμεν τὸν ἀπαίδευτον, Cycl. 490; ἵνα αὐτοὺς ἐκθρέψῃς καὶ παιδεύσῃς, Plat. Crit. 54 a, öfter; τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν [[οὗτος]] ὁ [[ποιητής]], Rep. X, 606 e; auch mit doppeltem acc. ἃ [[ἡμεῖς]] αὐτοὺς ἐτρέφομέν τε καὶ ἐπαιδεύομεν, III, 414 d; pass., μουσικὴν ὑπὸ Λάμπρου παιδευθείς, wie [[διδάσκω]], Menex. 236 a; auch [[καίτοι]] σε Θῆβαί γ' οὐκ ἐπαίδευσαν κακόν, Soph. O. C. 919; εἰ μὴ γυναῖκας σώφρονας παιδεύετε, zu besonnenen, mäßigen, so daß sie mäßig sind, Eur. Andr. 601; u. mit dem inf., [[παιδεύω]] σε στρατηγεῖν, ich erziehe oder unterrichte dich dazu, Feldherr, Heerführer zu sein, Xen. Cyr. 1, 6, 12; πεπαίδευται καρτερεῖν πρὸς τὸ [[ῥῖγος]], Mem. 2, 3, 13; – παιδεύειν ἐς τέχνην, zu einer Kunst anleiten, erziehen, ib. 2, 1, 17; Plat. Gorg. 519 e; [[ἦθος]] πρὸς ἀρετὴν πεπαιδευμένον, Rep. VI, 492 e, vgl. Prot. 342 d (πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι Xen. Mem. 1, 2, 1); gew. μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ, Rep. IV, 430 a; ἐν ἤθεσι, Isocr. 4, 82; ἐπαιδεύθη ἐν Περσῶν νόμοις, Xen. Cyr. 1, 2, 2; ἐν ᾑ παιδείᾳ καὶ σὺ ἐπαιδεύθης, Plat. Crit. 50 d; ἐπ' ἀρετήν, Xen. Cyn. 13, 3; – ὁ πεπαιδευμένος, der Gelehrte, Gebildete, Xen. oft, übh. der mit einer Sache Vertraute, Kundige, im Ggstz des [[ἀπαίδευτος]] und [[ἰδιώτης]]. – Das med., für sich erziehen, Plat. Rep. VIII, 546 b Menex. 238 b, unterrichten lassen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0440.png Seite 440]] ein Kind erziehen und unterrichten; παῖδας εὖ παιδεύετε, Eur. Suppl. 917; κώμοις παιδεύσωμεν τὸν ἀπαίδευτον, Cycl. 490; ἵνα αὐτοὺς ἐκθρέψῃς καὶ παιδεύσῃς, Plat. Crit. 54 a, öfter; τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν [[οὗτος]] ὁ [[ποιητής]], Rep. X, 606 e; auch mit doppeltem acc. ἃ [[ἡμεῖς]] αὐτοὺς ἐτρέφομέν τε καὶ ἐπαιδεύομεν, III, 414 d; pass., μουσικὴν ὑπὸ Λάμπρου παιδευθείς, wie [[διδάσκω]], Menex. 236 a; auch [[καίτοι]] σε Θῆβαί γ' οὐκ ἐπαίδευσαν κακόν, Soph. O. C. 919; εἰ μὴ γυναῖκας σώφρονας παιδεύετε, zu besonnenen, mäßigen, so daß sie mäßig sind, Eur. Andr. 601; u. mit dem inf., [[παιδεύω]] σε στρατηγεῖν, ich erziehe oder unterrichte dich dazu, Feldherr, Heerführer zu sein, Xen. Cyr. 1, 6, 12; πεπαίδευται καρτερεῖν πρὸς τὸ [[ῥῖγος]], Mem. 2, 3, 13; – παιδεύειν ἐς τέχνην, zu einer Kunst anleiten, erziehen, ib. 2, 1, 17; Plat. Gorg. 519 e; [[ἦθος]] πρὸς ἀρετὴν πεπαιδευμένον, Rep. VI, 492 e, vgl. Prot. 342 d (πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι Xen. Mem. 1, 2, 1); gew. μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ, Rep. IV, 430 a; ἐν ἤθεσι, Isocr. 4, 82; ἐπαιδεύθη ἐν Περσῶν νόμοις, Xen. Cyr. 1, 2, 2; ἐν ᾑ παιδείᾳ καὶ σὺ ἐπαιδεύθης, Plat. Crit. 50 d; ἐπ' ἀρετήν, Xen. Cyn. 13, 3; – ὁ πεπαιδευμένος, der Gelehrte, Gebildete, Xen. oft, übh. der mit einer Sache Vertraute, Kundige, im Ggstz des [[ἀπαίδευτος]] und [[ἰδιώτης]]. – Das med., für sich erziehen, Plat. Rep. VIII, 546 b Menex. 238 b, unterrichten lassen.
}}
{{bailly
|btext=élever, instruire, former : τινά qqn (un enfant, <i>etc.</i>) ; π. τινὰ [[κακόν]] SOPH faire de qqn un méchant homme par l'éducation ; [[ἐν]] παιδείᾳ π. τινά PLAT donner à qqn une éducation en qch ; παιδεύειν τινὰ ἤθεσι <i>ou</i> ἔθεσι PLAT donner à qqn par l'éducation certaines mœurs, certaines habitudes, former le caractère de qqn ; π. τινὰ περὶ τέχνην XÉN, [[εἰς]] τέχνην XÉN élever qqn dans un art, le former à un art ; πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι XÉN habituer qqn à une vie modeste ; π. τινά [[τι]] apprendre qch à qqn ; παιδεύειν τινά avec l'inf. : enseigner à qqn à ; <i>en gén.</i> παιδεύειν τινά instruire qqn, faire l'instruction de qqn ; τὴν ψυχὴν καὶ τὸ [[σῶμα]] π. διαίτῃ τινί XÉN former l'âme et le corps à une certain genre de vie ; <i>en parl. des animaux</i> élever, former, dresser;<br /><i><b>Moy.</b></i> παιδεύομαι élever pour soi : τινα qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παῖς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παιδεύω''': μέλλ. -σω: ἀόρ. ἐπαίδευσα: πρκμ. πεπαίδευκα. - Μέσ., μέλλ. παιδεύσομαι Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 38: ἀόρ. ἐπαιδευσάμην Πλάτ. Πολ. 546Β˙ - Παθ., μέλλ. παιδευθήσομαι [[αὐτόθι]] 376C, [[ὡσαύτως]] παιδεύσομαι (ἐπὶ παθητ. σημασίας) ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 54Α: ἀόρ. ἐπαιδεύθην Σοφ. Ο. Κ. 562, Πλάτ. κτλ.: πρκμ. πεπαίδευμαι Ξενοφ., κτλ.˙ ([[παῖς]]). Ἀνατρέφω, λευκὸν αὐτὴν .. ἐπαίδευσεν [[γάλα]] Σοφ. Ἀποσπ. 433, πρβλ. [[παιδεία]] ἐν ἀρχ.˙ - ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. ἀντίθετον τοῦ [[τρέφω]] ἢ [[ἐκτρέφω]] (Πλάτ. Κρίτων 54Α, κ. ἀλλ.), [[ἀνατρέφω]] καὶ [[διδάσκω]], παῖδας, κτλ., Σοφ. Τρ. 451, Εὐρ., Πλάτ., κτλ., τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ... ὁ ποιητὴς Πλάτ. Πολ. 606Ε˙ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων, [[ἀνατρέφω]], ἀσκῶ, ὡς τὸ [[διδάσκω]], Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 3, Ξενοφ. Ἱππ. 10, 6, κτλ. - Σύνταξις: π. τινά τινι, παιδείᾳ παιδεύειν τινὰ Πλάτ. Νόμ. 741˙ μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ π. τινα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 430Α˙ ἔθεσι [[αὐτόθι]] 522Α˙ - π. τινὰ ἐν τοῖς ἔργοις Λυσίας 190. 33, κλ.˙ ἔν ἤθεσι, ἐν ἀρετῇ Ἰσοκρ. 57Α, 261C· ἐν μουσικῇ Πλάτ. Κρίτων 50D· - [[ὡσαύτως]], π. τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς τέχνην τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 519Ε, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 17˙ πρὸς ἀρετήν, πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 492Ε, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1˙ ἐπ’ ἀρετὴν ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 13. 3˙ περὶ τέχνην τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 29, κτλ.˙ - μετὰ διπλῆς αἰτ., π. τινά τι, [[διδάσκω]] τινά τι, Ἀντιφῶν 121. 23, Πλάτ. Πολ. 414D, Αἰσχίν. 74. 37· καὶ οὕτω μόνον μετ’ αἰτ. πράγμ., [[διδάσκω]] τι, Ἀριστ. Πολιτικλ 8. 3, 1. - μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., π. τινὰ καθαρίζειν Ἡρόδ. 1. 155· καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., π. τινὰ κακὸν ([[εἶναι]]) Σοφοκλ. Ο. Κ. 919· π. γυναῖκας σώφρονας ([[εἶναι]]) Εὐρ. Ἀνδρ. 601· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. μετ’ αἰτ. πράγμ., διδάσκομαι τι [[πρᾶγμα]], παιδεύεσθαι τέχνην Πλάτ. Νόμ. 695Α, κ. ἀλλ.· ἀκούσματα Μένανδρος ἐν «Κιθαριστῇ» 6· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., παίδευσιν π. Ἡρόδ. 4. 78· μετ’ ἀπαρ., π. ἄρχειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 3· ὄρνιθες ἐπεπαίδευντό σοι.. [[ὥστε]] ὑπηρετεῖν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 39· [[ὡσαύτως]], [[οἶδα]].. ὡς ἐπαιδεύθην κακὸς (ἐξυπ. [[εἶναι]]) Σοφ. Ο. Κ. 562· - ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις π., διδάσκομαι μόνον τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα, Θουκ. 1. 84· - ἀπολ., ὁ πεπαιδευμένος, ὡς καὶ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀπαίδευτος]], Πλάτ. Νόμ. 654Β, D, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ ἀνθρώπου ἐντριβοῦς εἰς τὰς ἐπιστήμας ἢ τέχνας ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀπαίδευτος]] ἢ [[ἰδιώτης]], [[αὐτόθι]] 876D, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17· [[ὡσαύτως]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δημιουργός, Πλάτ. Ἀντεραστ. 135D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11. 11· - Μέσ., ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ διδαχθῇ τις ἢ ἐκπαιδευθῇ (πρβλ. [[διδάσκω]] Ι), Εὐρ. Ἀποσπ. 1053, Πλάτ. Μένων 93D· οὓς ἡγεμόνας πόλεως ([[εἶναι]]) ἐπαιδεύσασθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 546Β· ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε, τὸν εἶχε καὶ ἐξεπαιδεύετο ἐν τῇ οἰκίᾳ, Πλάτ. Πρωτ. 320Α, πρβλ. Κρίτωνα 50D, Μένωνα 93Ε (ἂν καὶ ὀλίγον ἀνωτέρω ὑπάρχει τὸ μέσ.)· καὶ τὸ μέσ. [[ἐνίοτε]] κεῖται παραπλησίως ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐνεργ. ἐν Εὐρ. Ι. Α. 562, τροφαὶ αἱ παιδευόμεναι, ἐκπαιδεύουσα [[ἀνατροφή]], δηλ. ἐκπαίδευσις· καὶ τὸ ἐνεργ. ὡς τὸ ἐνεργ. ὡς τὸ μέσ., Πλάτ. Πρωτ. 319Ε, 320Α, πρβλ. Μένωνα 93D καὶ Ε, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2. 3. 2) ἀπολ., [[διδάσκω]], Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 226. ΙΙΙ. διορθώνω, [[σωφρονίζω]], τοὐμὸν [[ἦθος]] π. δοκεῖς Σοφ. Αἴ. 595· τὴν ψυχὴν καὶ τὸ [[σῶμα]] π. διαίτῃ τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 5· - [[ὕβρις]] πεπαιδευμένη, [[αὐθάδεια]] κολαζομένη ὡς ὁ Ἀριστ. ὁρίζει τὴν εὐτραπελίαν, ἡ γὰρ [[εὐτραπελία]] πεπαιδευμένη [[ὕβρις]] ἐστὶ Ρητ. 2. 12, 16. 2) τιμωρῶ, [[κολάζω]], Ἑβδ. (Ωσηὲ ζ΄, 12, κ. ἀλλ.), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 16, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 144.
|lstext='''παιδεύω''': μέλλ. -σω: ἀόρ. ἐπαίδευσα: πρκμ. πεπαίδευκα. - Μέσ., μέλλ. παιδεύσομαι Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 38: ἀόρ. ἐπαιδευσάμην Πλάτ. Πολ. 546Β˙ - Παθ., μέλλ. παιδευθήσομαι [[αὐτόθι]] 376C, [[ὡσαύτως]] παιδεύσομαι (ἐπὶ παθητ. σημασίας) ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 54Α: ἀόρ. ἐπαιδεύθην Σοφ. Ο. Κ. 562, Πλάτ. κτλ.: πρκμ. πεπαίδευμαι Ξενοφ., κτλ.˙ ([[παῖς]]). Ἀνατρέφω, λευκὸν αὐτὴν .. ἐπαίδευσεν [[γάλα]] Σοφ. Ἀποσπ. 433, πρβλ. [[παιδεία]] ἐν ἀρχ.˙ - ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. ἀντίθετον τοῦ [[τρέφω]] ἢ [[ἐκτρέφω]] (Πλάτ. Κρίτων 54Α, κ. ἀλλ.), [[ἀνατρέφω]] καὶ [[διδάσκω]], παῖδας, κτλ., Σοφ. Τρ. 451, Εὐρ., Πλάτ., κτλ., τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ... ὁ ποιητὴς Πλάτ. Πολ. 606Ε˙ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων, [[ἀνατρέφω]], ἀσκῶ, ὡς τὸ [[διδάσκω]], Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 3, Ξενοφ. Ἱππ. 10, 6, κτλ. - Σύνταξις: π. τινά τινι, παιδείᾳ παιδεύειν τινὰ Πλάτ. Νόμ. 741˙ μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ π. τινα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 430Α˙ ἔθεσι [[αὐτόθι]] 522Α˙ - π. τινὰ ἐν τοῖς ἔργοις Λυσίας 190. 33, κλ.˙ ἔν ἤθεσι, ἐν ἀρετῇ Ἰσοκρ. 57Α, 261C· ἐν μουσικῇ Πλάτ. Κρίτων 50D· - [[ὡσαύτως]], π. τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς τέχνην τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 519Ε, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 17˙ πρὸς ἀρετήν, πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 492Ε, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1˙ ἐπ’ ἀρετὴν ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 13. 3˙ περὶ τέχνην τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 29, κτλ.˙ - μετὰ διπλῆς αἰτ., π. τινά τι, [[διδάσκω]] τινά τι, Ἀντιφῶν 121. 23, Πλάτ. Πολ. 414D, Αἰσχίν. 74. 37· καὶ οὕτω μόνον μετ’ αἰτ. πράγμ., [[διδάσκω]] τι, Ἀριστ. Πολιτικλ 8. 3, 1. - μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., π. τινὰ καθαρίζειν Ἡρόδ. 1. 155· καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., π. τινὰ κακὸν ([[εἶναι]]) Σοφοκλ. Ο. Κ. 919· π. γυναῖκας σώφρονας ([[εἶναι]]) Εὐρ. Ἀνδρ. 601· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. μετ’ αἰτ. πράγμ., διδάσκομαι τι [[πρᾶγμα]], παιδεύεσθαι τέχνην Πλάτ. Νόμ. 695Α, κ. ἀλλ.· ἀκούσματα Μένανδρος ἐν «Κιθαριστῇ» 6· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., παίδευσιν π. Ἡρόδ. 4. 78· μετ’ ἀπαρ., π. ἄρχειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 3· ὄρνιθες ἐπεπαίδευντό σοι.. [[ὥστε]] ὑπηρετεῖν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 39· [[ὡσαύτως]], [[οἶδα]].. ὡς ἐπαιδεύθην κακὸς (ἐξυπ. [[εἶναι]]) Σοφ. Ο. Κ. 562· - ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις π., διδάσκομαι μόνον τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα, Θουκ. 1. 84· - ἀπολ., ὁ πεπαιδευμένος, ὡς καὶ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀπαίδευτος]], Πλάτ. Νόμ. 654Β, D, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ ἀνθρώπου ἐντριβοῦς εἰς τὰς ἐπιστήμας ἢ τέχνας ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀπαίδευτος]] ἢ [[ἰδιώτης]], [[αὐτόθι]] 876D, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17· [[ὡσαύτως]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δημιουργός, Πλάτ. Ἀντεραστ. 135D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11. 11· - Μέσ., ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ διδαχθῇ τις ἢ ἐκπαιδευθῇ (πρβλ. [[διδάσκω]] Ι), Εὐρ. Ἀποσπ. 1053, Πλάτ. Μένων 93D· οὓς ἡγεμόνας πόλεως ([[εἶναι]]) ἐπαιδεύσασθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 546Β· ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε, τὸν εἶχε καὶ ἐξεπαιδεύετο ἐν τῇ οἰκίᾳ, Πλάτ. Πρωτ. 320Α, πρβλ. Κρίτωνα 50D, Μένωνα 93Ε (ἂν καὶ ὀλίγον ἀνωτέρω ὑπάρχει τὸ μέσ.)· καὶ τὸ μέσ. [[ἐνίοτε]] κεῖται παραπλησίως ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐνεργ. ἐν Εὐρ. Ι. Α. 562, τροφαὶ αἱ παιδευόμεναι, ἐκπαιδεύουσα [[ἀνατροφή]], δηλ. ἐκπαίδευσις· καὶ τὸ ἐνεργ. ὡς τὸ ἐνεργ. ὡς τὸ μέσ., Πλάτ. Πρωτ. 319Ε, 320Α, πρβλ. Μένωνα 93D καὶ Ε, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2. 3. 2) ἀπολ., [[διδάσκω]], Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 226. ΙΙΙ. διορθώνω, [[σωφρονίζω]], τοὐμὸν [[ἦθος]] π. δοκεῖς Σοφ. Αἴ. 595· τὴν ψυχὴν καὶ τὸ [[σῶμα]] π. διαίτῃ τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 5· - [[ὕβρις]] πεπαιδευμένη, [[αὐθάδεια]] κολαζομένη ὡς ὁ Ἀριστ. ὁρίζει τὴν εὐτραπελίαν, ἡ γὰρ [[εὐτραπελία]] πεπαιδευμένη [[ὕβρις]] ἐστὶ Ρητ. 2. 12, 16. 2) τιμωρῶ, [[κολάζω]], Ἑβδ. (Ωσηὲ ζ΄, 12, κ. ἀλλ.), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 16, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 144.
}}
{{bailly
|btext=élever, instruire, former : τινά qqn (un enfant, <i>etc.</i>) ; π. τινὰ [[κακόν]] SOPH faire de qqn un méchant homme par l'éducation ; [[ἐν]] παιδείᾳ π. τινά PLAT donner à qqn une éducation en qch ; παιδεύειν τινὰ ἤθεσι <i>ou</i> ἔθεσι PLAT donner à qqn par l'éducation certaines mœurs, certaines habitudes, former le caractère de qqn ; π. τινὰ περὶ τέχνην XÉN, [[εἰς]] τέχνην XÉN élever qqn dans un art, le former à un art ; πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι XÉN habituer qqn à une vie modeste ; π. τινά [[τι]] apprendre qch à qqn ; παιδεύειν τινά avec l'inf. : enseigner à qqn à ; <i>en gén.</i> παιδεύειν τινά instruire qqn, faire l'instruction de qqn ; τὴν ψυχὴν καὶ τὸ [[σῶμα]] π. διαίτῃ τινί XÉN former l'âme et le corps à une certain genre de vie ; <i>en parl. des animaux</i> élever, former, dresser;<br /><i><b>Moy.</b></i> παιδεύομαι élever pour soi : τινα qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παῖς]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater