Anonymous

παντοδαπός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0463.png Seite 463]] (vgl. über das Suffirum [[ποδαπός]]), von allerlei Geschlecht, mannigfach, wie [[παντοῖος]], H. h. Cer. 402; [[καρπός]], Aesch. Spt. 339; γῆ, Eur. Hel. 532; νοσήματα, Ar. Nubb. 309; παντοδαποὶ στρατιῆς, wo Menschen von allerlei Art bunt durcheinander gemischt sind, Her. 7, 21, wie ἄνθρωποι, Plat. Hipp. mai. 282 c; καὶ πολλὰ ῥεύματα, Phaed. 112 e; ὄψεις, Theaet. 156 b; παντοδαπὸν γίγνεσθαι, wie [[παντοῖος]], Rep. III, 398 a; Folgde. Einen superl. παντοδαπώτατος hat Hippocr., wie Isocr. 4, 45 nach Bekker; compar. παντοδαπώτερον Arist. H. A. 4, 2. – Adv. παντοδαπῶς, im Ggstz von [[ἁπλῶς]], poet. b. Arist. eth. 2, 6; Plat. Parm. 129 e u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0463.png Seite 463]] (vgl. über das Suffirum [[ποδαπός]]), von allerlei Geschlecht, mannigfach, wie [[παντοῖος]], H. h. Cer. 402; [[καρπός]], Aesch. Spt. 339; γῆ, Eur. Hel. 532; νοσήματα, Ar. Nubb. 309; παντοδαποὶ στρατιῆς, wo Menschen von allerlei Art bunt durcheinander gemischt sind, Her. 7, 21, wie ἄνθρωποι, Plat. Hipp. mai. 282 c; καὶ πολλὰ ῥεύματα, Phaed. 112 e; ὄψεις, Theaet. 156 b; παντοδαπὸν γίγνεσθαι, wie [[παντοῖος]], Rep. III, 398 a; Folgde. Einen superl. παντοδαπώτατος hat Hippocr., wie Isocr. 4, 45 nach Bekker; compar. παντοδαπώτερον Arist. H. A. 4, 2. – Adv. παντοδαπῶς, im Ggstz von [[ἁπλῶς]], poet. b. Arist. eth. 2, 6; Plat. Parm. 129 e u. A.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de tout pays, de toute famille, de toute sorte;<br /><b>2</b> qui prend toutes sortes de formes.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], -δαπος, cf. [[ποδαπός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παντοδᾰπός''': -ή, -όν, (πᾶς) σχεδὸν ὡς τὸ [[παντοῖος]], ὁ παντὸς γένους ἢ εἴδους, ἄνθεα, [[καρπὸς]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 402, Αἰσχύλ. Θήβ. 357, κτλ.· παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς Εὐρ. Ἑλ. 525· π. [[ἱστορία]], ποικίλη, Διογ. Λ. 5. 5· ― ἐν τῷ πληθ., πολλοὶ καὶ π. Ἡρόδ. 9. 84· πανταδαποὶ τῆς στρατιῆς = π. στρατιῶται, ὁ αὐτ. 7. 22· ἐκ πάσης χώρας, ποδαπῶς εἶ; [[ἀπόκρισις]], [[παντοδαπός]], Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8· ― περιφρονητικῶς, δοῦλοι καὶ ξένοι π. Ἀνδοκ. 22. 30· πολλὴ καὶ π. [[ἄγνοια]] Πλάτ. Σοφιστ. 228Ε· ― συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2· ― ὑπερθ. -ώτατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 315· ― Ἐπίρρ. -πῶς, κατὰ πάντα δυνατὸν τρόπον, ἐσθλοὶ μὲν γὰρ [[ἁπλῶς]], π. δὲ κακοὶ Ποιητὴς ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 6, 14, πρβλ. Πλάτ. Παρμ. 129Ε, κτλ. 2) παντοδαπὸς γίγνεται, = [[παντοῖος]] γίγνεται, λαμβάνει παντοῖα σχήματα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 289, Πλάτ. Πολ. 398Α· π. γίγνει στρεφόμενος ἄνω καὶ [[κάτω]] ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 541Ε. (Ἴδε ἐν λ. [[ποδαπός]].)
|lstext='''παντοδᾰπός''': -ή, -όν, (πᾶς) σχεδὸν ὡς τὸ [[παντοῖος]], ὁ παντὸς γένους ἢ εἴδους, ἄνθεα, [[καρπὸς]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 402, Αἰσχύλ. Θήβ. 357, κτλ.· παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς Εὐρ. Ἑλ. 525· π. [[ἱστορία]], ποικίλη, Διογ. Λ. 5. 5· ― ἐν τῷ πληθ., πολλοὶ καὶ π. Ἡρόδ. 9. 84· πανταδαποὶ τῆς στρατιῆς = π. στρατιῶται, ὁ αὐτ. 7. 22· ἐκ πάσης χώρας, ποδαπῶς εἶ; [[ἀπόκρισις]], [[παντοδαπός]], Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8· ― περιφρονητικῶς, δοῦλοι καὶ ξένοι π. Ἀνδοκ. 22. 30· πολλὴ καὶ π. [[ἄγνοια]] Πλάτ. Σοφιστ. 228Ε· ― συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2· ― ὑπερθ. -ώτατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 315· ― Ἐπίρρ. -πῶς, κατὰ πάντα δυνατὸν τρόπον, ἐσθλοὶ μὲν γὰρ [[ἁπλῶς]], π. δὲ κακοὶ Ποιητὴς ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 6, 14, πρβλ. Πλάτ. Παρμ. 129Ε, κτλ. 2) παντοδαπὸς γίγνεται, = [[παντοῖος]] γίγνεται, λαμβάνει παντοῖα σχήματα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 289, Πλάτ. Πολ. 398Α· π. γίγνει στρεφόμενος ἄνω καὶ [[κάτω]] ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 541Ε. (Ἴδε ἐν λ. [[ποδαπός]].)
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de tout pays, de toute famille, de toute sorte;<br /><b>2</b> qui prend toutes sortes de formes.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], -δαπος, cf. [[ποδαπός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater