3,277,242
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de tout pays, de toute famille, de toute sorte;<br /><b>2</b> qui prend toutes sortes de formes.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], -δαπος, cf. [[ποδαπός]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de tout pays, de toute famille, de toute sorte;<br /><b>2</b> qui prend toutes sortes de formes.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], -δαπος, cf. [[ποδαπός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παντοδαπός -ή -όν [πᾶς] van allerlei soorten, veelsoortig:; παντοδάπαισι μεμειχμένα χροίαισιν gemengd met veelsoortige kleuren Sapph. 152; uit allerlei landen:; παντοδαποὶ τῆς στρατιῆς manschappen van allerlei nationaliteiten Hdt. 7.22.1; van allerlei vormen, veelvormig:; παντοδαπὸς γίγνεσθαι allerlei vormen aannemen Aristoph. Ran. 289; adv. παντοδαπῶς op allerlei manieren:. παντοδαπῶς ἔχειν veelsoortig zijn Aristot. EN 1100a27. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παντοδᾰπός:''' [[всевозможный]], [[разнообразнейший]], [[разнородный]] ([[καρπός]] Aesch.; νοσήματα Arph.; γῆ Eur.): παντοδαπὸν γίγνεσθαι Arph., Plat. принимать всевозможные формы. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''παντοδᾰπός:''' -ή, -όν ([[πᾶς]]), με [[κατάληξη]] <i>-δαπός</i>, πρβλ. [[ποδαπός]].<br /><b class="num">1.</b> ο [[κάθε]] είδους, [[κάθε]] [[λογής]], [[πολυμερής]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· σε πληθ. <i>πολλοὶ καὶ παντοδαποί</i>, σε Ηρόδ.· επίρρ. -[[πῶς]], με όλα τα είδη των τρόπων, [[ποιητής]] σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> παντοδαπὸς γίγνεται = [[παντοῖος]] γίγνεται, αυτός που εκλαμβάνει [[κάθε]] [[σχήμα]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''παντοδᾰπός:''' -ή, -όν ([[πᾶς]]), με [[κατάληξη]] <i>-δαπός</i>, πρβλ. [[ποδαπός]].<br /><b class="num">1.</b> ο [[κάθε]] είδους, [[κάθε]] [[λογής]], [[πολυμερής]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· σε πληθ. <i>πολλοὶ καὶ παντοδαποί</i>, σε Ηρόδ.· επίρρ. -[[πῶς]], με όλα τα είδη των τρόπων, [[ποιητής]] σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> παντοδαπὸς γίγνεται = [[παντοῖος]] γίγνεται, αυτός που εκλαμβάνει [[κάθε]] [[σχήμα]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παντοδᾰπός''': -ή, -όν, (πᾶς) σχεδὸν ὡς τὸ [[παντοῖος]], ὁ παντὸς γένους ἢ εἴδους, ἄνθεα, [[καρπὸς]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 402, Αἰσχύλ. Θήβ. 357, κτλ.· παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς Εὐρ. Ἑλ. 525· π. [[ἱστορία]], ποικίλη, Διογ. Λ. 5. 5· ― ἐν τῷ πληθ., πολλοὶ καὶ π. Ἡρόδ. 9. 84· πανταδαποὶ τῆς στρατιῆς = π. στρατιῶται, ὁ αὐτ. 7. 22· ἐκ πάσης χώρας, ποδαπῶς εἶ; [[ἀπόκρισις]], [[παντοδαπός]], Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8· ― περιφρονητικῶς, δοῦλοι καὶ ξένοι π. Ἀνδοκ. 22. 30· πολλὴ καὶ π. [[ἄγνοια]] Πλάτ. Σοφιστ. 228Ε· ― συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2· ― ὑπερθ. -ώτατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 315· ― Ἐπίρρ. -πῶς, κατὰ πάντα δυνατὸν τρόπον, ἐσθλοὶ μὲν γὰρ [[ἁπλῶς]], π. δὲ κακοὶ Ποιητὴς ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 6, 14, πρβλ. Πλάτ. Παρμ. 129Ε, κτλ. 2) παντοδαπὸς γίγνεται, = [[παντοῖος]] γίγνεται, λαμβάνει παντοῖα σχήματα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 289, Πλάτ. Πολ. 398Α· π. γίγνει στρεφόμενος ἄνω καὶ [[κάτω]] ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 541Ε. (Ἴδε ἐν λ. [[ποδαπός]].) | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |