Anonymous

παραβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0471.png Seite 471]] (s. [[βαίνω]]), 1) daneben, zur Seite treten, u. im perf., Ἕκτορι [[παρβεβαώς]], Il. 11, 522, wie ὡς τὼ παρβεβαῶτε μάλ' ἕστασαν ἀλλήλοιιν, 13, 708, von dem Kämpfer, der neben dem Wagenlenker steht (vgl. [[παραβάτης]]), u. so in tmesi: πὰρ δέ οἱ Ἀντήνωρ περικαλλέα βήσατο [[δίφρον]], Il. 3, 262, wenn man nicht richtiger πάρ hier als Adverbium nimmt; von dem Wagenlenker, Her. 7, 40, παραβεβήκεε δέ οἱ [[ἡνίοχος]], neben ihm stand der Wagenlenker. – 2) vorgehen, weitergehen, παραβήσομαι εἰς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου, Her. 1, 5; Sp., wie Pol. 4, 73, 7. Dah. in der Comödie π. εἰς od. πρὸς τὸ [[θέατρον]], hervortreten u. die Parabase vortragen, Ar. Ach. 629 Equ. 508 Pax 735 u. Plat. com. beim Schol. zu dieser Stelle. – 3) transit., überschreiten, [[übertreten]], verletzen, δίκην παραβάντες, Aesch. Ag. 763; ὁρκώματα, Eum. 738; θεοῦ νόμον, Eur. Ion 231; τὰ νόμιμα, Her. 1, 65; ὅρκους, Ar. Thesm. 358, wie Thuc. 1, 78; νόμους, τὰ τεθέντα, Plat. Crito 53 e Legg. IV, 714 d; Folgde; τὰ κοινὰ δίκαια, Pol. 2, 58, 7; u. pass., παραβαίνεται καὶ τοῦτο (τὸ νόμιμον), Xen. Mem. 4, 4, 24; τῷ τῶν Ἑλλήνων νόμῳ ὑπὸ τῶνδε παραβαθέντι, Thuc. 3, 67, vgl. 45; [[παραβεβάσθαι]] τὰς σπονδάς, 1, 123; ἐν τοῖς παραβεβασμένοις (so!) ὅρκοις ἐμμένειν, Dem. 17, 12. – Auch τινὰ τῶν δαιμόνων, einen der Götter durch Gesetzübertretung verletzen, gegen ihn sündigen, Her. 6, 12; und absol., [[fehlen]], πέμπει παραβᾶσιν Ἐρινύν, Aesch. Ag. 59. – [[Übergehen]], mit Stillschweigen, τί, Soph. Trach. 499; Dem. 18, 211; dah. vernachlässigen, übersehen, wie Aesch. 3, 204 vrbdt οὐ τοὺς νόμους μόνον παραβέβηκεν, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρόν; vgl. Din. 1, 36; – Eur. Hec. 704, οὐδὲ παρέβα με [[φάσμα]] μελανόπτερον, non fugit me.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0471.png Seite 471]] (s. [[βαίνω]]), 1) daneben, zur Seite treten, u. im perf., Ἕκτορι [[παρβεβαώς]], Il. 11, 522, wie ὡς τὼ παρβεβαῶτε μάλ' ἕστασαν ἀλλήλοιιν, 13, 708, von dem Kämpfer, der neben dem Wagenlenker steht (vgl. [[παραβάτης]]), u. so in tmesi: πὰρ δέ οἱ Ἀντήνωρ περικαλλέα βήσατο [[δίφρον]], Il. 3, 262, wenn man nicht richtiger πάρ hier als Adverbium nimmt; von dem Wagenlenker, Her. 7, 40, παραβεβήκεε δέ οἱ [[ἡνίοχος]], neben ihm stand der Wagenlenker. – 2) vorgehen, weitergehen, παραβήσομαι εἰς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου, Her. 1, 5; Sp., wie Pol. 4, 73, 7. Dah. in der Comödie π. εἰς od. πρὸς τὸ [[θέατρον]], hervortreten u. die Parabase vortragen, Ar. Ach. 629 Equ. 508 Pax 735 u. Plat. com. beim Schol. zu dieser Stelle. – 3) transit., überschreiten, [[übertreten]], verletzen, δίκην παραβάντες, Aesch. Ag. 763; ὁρκώματα, Eum. 738; θεοῦ νόμον, Eur. Ion 231; τὰ νόμιμα, Her. 1, 65; ὅρκους, Ar. Thesm. 358, wie Thuc. 1, 78; νόμους, τὰ τεθέντα, Plat. Crito 53 e Legg. IV, 714 d; Folgde; τὰ κοινὰ δίκαια, Pol. 2, 58, 7; u. pass., παραβαίνεται καὶ τοῦτο (τὸ νόμιμον), Xen. Mem. 4, 4, 24; τῷ τῶν Ἑλλήνων νόμῳ ὑπὸ τῶνδε παραβαθέντι, Thuc. 3, 67, vgl. 45; [[παραβεβάσθαι]] τὰς σπονδάς, 1, 123; ἐν τοῖς παραβεβασμένοις (so!) ὅρκοις ἐμμένειν, Dem. 17, 12. – Auch τινὰ τῶν δαιμόνων, einen der Götter durch Gesetzübertretung verletzen, gegen ihn sündigen, Her. 6, 12; und absol., [[fehlen]], πέμπει παραβᾶσιν Ἐρινύν, Aesch. Ag. 59. – [[Übergehen]], mit Stillschweigen, τί, Soph. Trach. 499; Dem. 18, 211; dah. vernachlässigen, übersehen, wie Aesch. 3, 204 vrbdt οὐ τοὺς νόμους μόνον παραβέβηκεν, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρόν; vgl. Din. 1, 36; – Eur. Hec. 704, οὐδὲ παρέβα με [[φάσμα]] μελανόπτερον, non fugit me.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραβήσομαι, <i>etc.</i><br /><i>Pass. ao.</i> παρεβάθην, <i>pf.</i> παραβέβασμαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> marcher à côté, s'avancer à côté de ; se tenir à côté d'un conducteur sur un char de combat ; <i>ou invers.</i> se tenir à côté du guerrier <i>en parl. du conducteur</i> τινι;<br /><b>2</b> s'avancer, passer;<br /><b>II.</b> <i>tr. au fig.</i> passer par-dessus :<br /><b>1</b> transgresser, violer : νόμον PLAT une loi ; ὅρκους des serments ; <i>Pass.</i> [[νόμος]] παραβαθείς THC loi qui a été violée ; παραβεβασμένοι ὅρκοι DÉM serments violés ; <i>abs.</i> παραβαινομένων THC comme les peines établies étaient méprisées ; <i>avec un rég. de pers.</i> : π. τινὰ δαιμόνων HDT offenser qqe divinité par un acte de désobéissance ; <i>abs.</i> [[οἱ]] παραβάντες ESCHL les sacrilèges;<br /><b>2</b> omettre, oublier, acc. ; laisser passer, négliger (l'occasion, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> <i>avec un n. de chose pour sujet</i> passer à côté <i>ou</i> au delà, échapper : οὐδὲ παρέβα με [[φάσμα]] EUR cette vision ne m'a pas échappé, <i>càd</i> je l'ai présente dans l'esprit.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι: πρκμ. -βέβηκα: μετοχ. -[[βεβώς]], Ἐπικ. -βεβᾰώς: παθητ. πρκμ. -βέβασμαι (ἴδε κατωτ. Π. 1): ἀόρ. β΄ παρέβην: παθητ. ἀόρ. παρεβάθην ὑπόθεσ. τοῦ Δημ. κατὰ Ἀνδροτ. Βαίνω παραπλεύρως τινός, ἵσταμαι πλησίον· παρ’ Ὁμ. δίς, κατ’ Ἐπικ. μετοχ. τοῦ πρκμ., ἱστάμενος πλησίον τοῦ ἐπὶ τοῦ ἅρματος πολεμιστοῦ (πρβλ. [[παραβάτης]]), Ἕκτορι παρβεβαὼς μετὰ δοτ., Ἰλ. Λ. 522· καὶ ἐπὶ δύο πολεμιστῶν, παρβεβαῶτε ... ἀλλήλοιιν Ν. 708· οὕτω καὶ παρατατ., παρέβασκε ἦν ἐν χρήσει ὡς = ἦν [[παραβάτης]], Ἰλ. Λ. 104· τἀνάπαλιν παρ’ Ἡροδ. 7. 40, παραβέβηκε οἱ [[ἡνίοχος]]. ΙΙ. βαίνω [[παρά]] τι ἢ [[πέραν]] [[αὐτοῦ]], καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας: 1) [[παραβαίνω]], ὡς καὶ νῦν, τὰ [[νόμιμα]] Ἡρόδ. 1. 65· δίκης Αἰσχύλ. Ἀγ. 789, πρβλ. Ἀντιφῶντα 139. 38· θεοῦ νόμον Εὐρ. Ἴων. 231· θεσμούς, ὅρκους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 331, 332· τὰς σπονδὰς [[αὐτόθι]] 461, πρβλ. Θουκ. 1. 78, Λυσ. 115. 27, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσώπου, π. τινὰ δαιμόνων, [[ἁμαρτάνω]] [[ἐναντίον]] θεοῦ τινος, Ἡρόδ. 6. 12· - ἀπολ., παραβάντες, οἱ παραβάται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 59, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 3, 5. - Παθ., σπονδὰς ... ἄς γε ὁ θεὸς ... νομίζει [[παραβεβάσθαι]] Θουκ. 1. 123· νόμῳ παραβαθέντι ὁ αὐτ. 3. 67· ἐὰν καὶ [[ὁτιοῦν]] παραβαθῇ 4. 23· παραβεβασμένοις ὅρκοις Δημ. 214 ἐν τέλ.· παραβαινομένων, ἀπολ., ἂν καὶ γίνονται παραβάσεις, Θουκ. 3. 45. β) μετὰ γεν., [[ἐξέρχομαι]], τῆς ἀληθείας Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 5, 2. 2) ἐν σιγῇ [[παρέρχομαι]], [[παραλείπω]], Σοφ. Τρ. 500, Δημ. 298. 11. 3) ἀφίνω τι νὰ παρέλθῃ, καιρὸν ὡς τὸ Λατ. omittere, Δείναρχ. 94. 44, πρβλ. Αἰσχίν, 83. 11. 4) οὔ με παρέβα [[φάσμα]], δέν με διέφυγε, Εὐρ. Ἑκάβ. 704 ΙΙΙ. προχωρῶ ἐμπρός, [[προβαίνω]], παραβήσομαι εἰς τὸ [[πρόσω]] (διάφορ. γραφὴ προβήσομαι) Ἡρόδ. 1. 5· π. εἰς ἀπέχθειαν (Schw. προβῆναι) Πολύβ. 38. 4, 3. IV. [[ἔρχομαι]] εἰς τὰ ἐμπρός, [[παρουσιάζομαι]], ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, [[παραβαίνω]] πρὸς τὸ [[θέατρον]], [[προβαίνω]] [[ὅπως]] ὁμιλήσω πρὸς τοὺς θεατάς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 629, Ἱππ. 508, Εἰρ. 735· πρβλ. [[παράβασις]] ΙΙΙ, παρὰ Β. ΙΙ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 55.
|lstext='''παραβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι: πρκμ. -βέβηκα: μετοχ. -[[βεβώς]], Ἐπικ. -βεβᾰώς: παθητ. πρκμ. -βέβασμαι (ἴδε κατωτ. Π. 1): ἀόρ. β΄ παρέβην: παθητ. ἀόρ. παρεβάθην ὑπόθεσ. τοῦ Δημ. κατὰ Ἀνδροτ. Βαίνω παραπλεύρως τινός, ἵσταμαι πλησίον· παρ’ Ὁμ. δίς, κατ’ Ἐπικ. μετοχ. τοῦ πρκμ., ἱστάμενος πλησίον τοῦ ἐπὶ τοῦ ἅρματος πολεμιστοῦ (πρβλ. [[παραβάτης]]), Ἕκτορι παρβεβαὼς μετὰ δοτ., Ἰλ. Λ. 522· καὶ ἐπὶ δύο πολεμιστῶν, παρβεβαῶτε ... ἀλλήλοιιν Ν. 708· οὕτω καὶ παρατατ., παρέβασκε ἦν ἐν χρήσει ὡς = ἦν [[παραβάτης]], Ἰλ. Λ. 104· τἀνάπαλιν παρ’ Ἡροδ. 7. 40, παραβέβηκε οἱ [[ἡνίοχος]]. ΙΙ. βαίνω [[παρά]] τι ἢ [[πέραν]] [[αὐτοῦ]], καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας: 1) [[παραβαίνω]], ὡς καὶ νῦν, τὰ [[νόμιμα]] Ἡρόδ. 1. 65· δίκης Αἰσχύλ. Ἀγ. 789, πρβλ. Ἀντιφῶντα 139. 38· θεοῦ νόμον Εὐρ. Ἴων. 231· θεσμούς, ὅρκους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 331, 332· τὰς σπονδὰς [[αὐτόθι]] 461, πρβλ. Θουκ. 1. 78, Λυσ. 115. 27, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσώπου, π. τινὰ δαιμόνων, [[ἁμαρτάνω]] [[ἐναντίον]] θεοῦ τινος, Ἡρόδ. 6. 12· - ἀπολ., παραβάντες, οἱ παραβάται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 59, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 3, 5. - Παθ., σπονδὰς ... ἄς γε ὁ θεὸς ... νομίζει [[παραβεβάσθαι]] Θουκ. 1. 123· νόμῳ παραβαθέντι ὁ αὐτ. 3. 67· ἐὰν καὶ [[ὁτιοῦν]] παραβαθῇ 4. 23· παραβεβασμένοις ὅρκοις Δημ. 214 ἐν τέλ.· παραβαινομένων, ἀπολ., ἂν καὶ γίνονται παραβάσεις, Θουκ. 3. 45. β) μετὰ γεν., [[ἐξέρχομαι]], τῆς ἀληθείας Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 5, 2. 2) ἐν σιγῇ [[παρέρχομαι]], [[παραλείπω]], Σοφ. Τρ. 500, Δημ. 298. 11. 3) ἀφίνω τι νὰ παρέλθῃ, καιρὸν ὡς τὸ Λατ. omittere, Δείναρχ. 94. 44, πρβλ. Αἰσχίν, 83. 11. 4) οὔ με παρέβα [[φάσμα]], δέν με διέφυγε, Εὐρ. Ἑκάβ. 704 ΙΙΙ. προχωρῶ ἐμπρός, [[προβαίνω]], παραβήσομαι εἰς τὸ [[πρόσω]] (διάφορ. γραφὴ προβήσομαι) Ἡρόδ. 1. 5· π. εἰς ἀπέχθειαν (Schw. προβῆναι) Πολύβ. 38. 4, 3. IV. [[ἔρχομαι]] εἰς τὰ ἐμπρός, [[παρουσιάζομαι]], ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, [[παραβαίνω]] πρὸς τὸ [[θέατρον]], [[προβαίνω]] [[ὅπως]] ὁμιλήσω πρὸς τοὺς θεατάς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 629, Ἱππ. 508, Εἰρ. 735· πρβλ. [[παράβασις]] ΙΙΙ, παρὰ Β. ΙΙ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 55.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραβήσομαι, <i>etc.</i><br /><i>Pass. ao.</i> παρεβάθην, <i>pf.</i> παραβέβασμαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> marcher à côté, s'avancer à côté de ; se tenir à côté d'un conducteur sur un char de combat ; <i>ou invers.</i> se tenir à côté du guerrier <i>en parl. du conducteur</i> τινι;<br /><b>2</b> s'avancer, passer;<br /><b>II.</b> <i>tr. au fig.</i> passer par-dessus :<br /><b>1</b> transgresser, violer : νόμον PLAT une loi ; ὅρκους des serments ; <i>Pass.</i> [[νόμος]] παραβαθείς THC loi qui a été violée ; παραβεβασμένοι ὅρκοι DÉM serments violés ; <i>abs.</i> παραβαινομένων THC comme les peines établies étaient méprisées ; <i>avec un rég. de pers.</i> : π. τινὰ δαιμόνων HDT offenser qqe divinité par un acte de désobéissance ; <i>abs.</i> [[οἱ]] παραβάντες ESCHL les sacrilèges;<br /><b>2</b> omettre, oublier, acc. ; laisser passer, négliger (l'occasion, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> <i>avec un n. de chose pour sujet</i> passer à côté <i>ou</i> au delà, échapper : οὐδὲ παρέβα με [[φάσμα]] EUR cette vision ne m'a pas échappé, <i>càd</i> je l'ai présente dans l'esprit.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth