Anonymous

παράκλητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0483.png Seite 483]] zu Hülfe gerufen, hülfreich, bes. vor Gericht, [[advocatus]], als subst. Sachwalter, Dem. 19, 1; auch der für Einen bittet, Sp., vgl. D. L. 4, 50; N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0483.png Seite 483]] zu Hülfe gerufen, hülfreich, bes. vor Gericht, [[advocatus]], als subst. Sachwalter, Dem. 19, 1; auch der für Einen bittet, Sp., vgl. D. L. 4, 50; N. T.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on appelle à son secours ; ὁ [[παράκλητος]] avocat, défenseur (<i>lat.</i> [[advocatus]]).<br />'''Étymologie:''' [[παρακαλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράκλητος''': -ον, ὁ προσκληθεὶς ὡς βοηθός τινος ἐν δικαστηρίῳ, Λατ. [[advocatus]]· ὡς οὐσιαστ., νομικὸς βοηθός, [[συνήγορος]], Δημ. 341. 10, κτλ.· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 142. 14· - [[μεσίτης]] ὑπέρ τινος, Φίλων 2. 520, κτλ. ΙΙ. ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ [[συνήγορος]] ἢ [[παρήγορος]], = [[διδάσκαλος]], Θεόδ. Μοψουεστ. 777Α· - μετὰ τῆς λέξεως [[πνεῦμα]], τίθεται οὐδετέρως τὸ παράκλητον, Εὐσεβ. VI. 1008A, 1012D, 1009B, Μακάρ. 521C, κλ.
|lstext='''παράκλητος''': -ον, ὁ προσκληθεὶς ὡς βοηθός τινος ἐν δικαστηρίῳ, Λατ. [[advocatus]]· ὡς οὐσιαστ., νομικὸς βοηθός, [[συνήγορος]], Δημ. 341. 10, κτλ.· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 142. 14· - [[μεσίτης]] ὑπέρ τινος, Φίλων 2. 520, κτλ. ΙΙ. ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ [[συνήγορος]] ἢ [[παρήγορος]], = [[διδάσκαλος]], Θεόδ. Μοψουεστ. 777Α· - μετὰ τῆς λέξεως [[πνεῦμα]], τίθεται οὐδετέρως τὸ παράκλητον, Εὐσεβ. VI. 1008A, 1012D, 1009B, Μακάρ. 521C, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on appelle à son secours ; ὁ [[παράκλητος]] avocat, défenseur (<i>lat.</i> [[advocatus]]).<br />'''Étymologie:''' [[παρακαλέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR