Anonymous

παράκλητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qu’on appelle à son secours ; ὁ [[παράκλητος]] avocat, défenseur (<i>lat.</i> [[advocatus]]).<br />'''Étymologie:''' [[παρακαλέω]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on appelle à son secours ; ὁ [[παράκλητος]] avocat, défenseur (<i>lat.</i> [[advocatus]]).<br />'''Étymologie:''' [[παρακαλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παράκλητος''': -ον, ὁ προσκληθεὶς ὡς βοηθός τινος ἐν δικαστηρίῳ, Λατ. [[advocatus]]· ὡς οὐσιαστ., νομικὸς βοηθός, [[συνήγορος]], Δημ. 341. 10, κτλ.· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 142. 14· - [[μεσίτης]] ὑπέρ τινος, Φίλων 2. 520, κτλ. ΙΙ. ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ [[συνήγορος]] [[παρήγορος]], = [[διδάσκαλος]], Θεόδ. Μοψουεστ. 777Α· - μετὰ τῆς λέξεως [[πνεῦμα]], τίθεται οὐδετέρως τὸ παράκλητον, Εὐσεβ. VI. 1008A, 1012D, 1009B, Μακάρ. 521C, κλ.
|elnltext=παράκλητος -ον [παρακαλέω] te hulp geroepen; subst. ὁ π. aanhanger, supporter; christ. helper, pleitbezorger; vertrooster:. ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον de pleitbezorger, de Heilige Geest NT Io. 14.26.
}}
{{elru
|elrutext='''παράκλητος:''' <br /><b class="num">1)</b> [[защитник]], [[правозаступник]], [[заступник]] Dem.;<br /><b class="num">2)</b> [[утешитель]] NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παράκλητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που καλείται σε [[βοήθεια]], Λατ. [[advocatus]]· ως ουσ., [[νομικός]] [[βοηθός]], [[συνήγορος]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> σε Καινή Διαθήκη, <i>ὁ Παράκλητος</i>, το Άγιο Πνεύμα, ο Μεσολαβητής ή Παρηγορητής.
|lsmtext='''παράκλητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που καλείται σε [[βοήθεια]], Λατ. [[advocatus]]· ως ουσ., [[νομικός]] [[βοηθός]], [[συνήγορος]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> σε Καινή Διαθήκη, <i>ὁ Παράκλητος</i>, το Άγιο Πνεύμα, ο Μεσολαβητής ή Παρηγορητής.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παράκλητος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[защитник]], [[правозаступник]], [[заступник]] Dem.;<br /><b class="num">2)</b> [[утешитель]] NT.
|lstext='''παράκλητος''': -ον, προσκληθεὶς ὡς βοηθός τινος ἐν δικαστηρίῳ, Λατ. [[advocatus]]· ὡς οὐσιαστ., νομικὸς βοηθός, [[συνήγορος]], Δημ. 341. 10, κτλ.· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 142. 14· - [[μεσίτης]] ὑπέρ τινος, Φίλων 2. 520, κτλ. ΙΙ. ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ [[συνήγορος]] ἢ [[παρήγορος]], = [[διδάσκαλος]], Θεόδ. Μοψουεστ. 777Α· - μετὰ τῆς λέξεως [[πνεῦμα]], τίθεται οὐδετέρως τὸ παράκλητον, Εὐσεβ. VI. 1008A, 1012D, 1009B, Μακάρ. 521C, κλ.
}}
{{elnl
|elnltext=παράκλητος -ον [παρακαλέω] te hulp geroepen; subst. ὁ π. aanhanger, supporter; christ. helper, pleitbezorger; vertrooster:. ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον de pleitbezorger, de Heilige Geest NT Io. 14.26.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj