Anonymous

παρακομίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0484.png Seite 484]] herbeibringen, -schaffen; [[σῖτος]] τοῖς Ἀθηναίοις παρεκομίσθη, Xen. Hell. 5, 4, 61; hinüberschaffen, καμήλους τὰς [[πεζῇ]] παρακομιζούσας τὰ [[σκάφη]], D. Sic. 2, 17; παρακομιεῖν καὶ περαιώσειν τὰ θηρία, Pol. 3, 46, 5; – vorbeiführen, geleiten, [[γέρων]] γέροντα παρακόμιζε, Eur. Herc. F. 126; Xen. Hell. 1, 4, 3. – Häufiger im pass., vorüber-, überfahren, übersetzen, παρεκομίζοντο τὴν Ἰταλίαν, Thuc. 6, 44; παρὰ τὴν ἤπειρον, D. C. 48, 27; παρεκομίσθη εἰς Συρακούσας, Pol., 52, 6; Sp.; – ὅπλα παρακομίζεσθαι, Waffen tragen, Plut. Oth. 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0484.png Seite 484]] herbeibringen, -schaffen; [[σῖτος]] τοῖς Ἀθηναίοις παρεκομίσθη, Xen. Hell. 5, 4, 61; hinüberschaffen, καμήλους τὰς [[πεζῇ]] παρακομιζούσας τὰ [[σκάφη]], D. Sic. 2, 17; παρακομιεῖν καὶ περαιώσειν τὰ θηρία, Pol. 3, 46, 5; – vorbeiführen, geleiten, [[γέρων]] γέροντα παρακόμιζε, Eur. Herc. F. 126; Xen. Hell. 1, 4, 3. – Häufiger im pass., vorüber-, überfahren, übersetzen, παρεκομίζοντο τὴν Ἰταλίαν, Thuc. 6, 44; παρὰ τὴν ἤπειρον, D. C. 48, 27; παρεκομίσθη εἰς Συρακούσας, Pol., 52, 6; Sp.; – ὅπλα παρακομίζεσθαι, Waffen tragen, Plut. Oth. 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> transporter le long de ; <i>Pass.</i> être transporté le long de, longer <i>ou</i> côtoyer : τὴν Ἰταλίαν THC l'Italie;<br /><b>2</b> transporter en passant devant;<br /><b>3</b> escorter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κομίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -κομιῶ, ὁδηγῶ, [[συνοδεύω]], Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 126. 2) [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], [[μετακομίζω]], Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 61· ἰδίως εἰς τόπον τινά, [[αὐτόθι]] 1. 4, 7· ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2· τάς τε [[ναῦς]] καθέλκειν τοὺς τριηράρχους καὶ παρακομίζειν ἐπὶ τὸ [[χῶμα]], καὶ νὰ τὰς φέρωσιν εἰς τὴν προκυμαίαν, Δημ. 1208. 4· [[καθόλου]], [[μεταφέρω]], [[φέρω]], Ἡρόδ. 7. 147. ― Μέσ., ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ κομισθῇ τι [[πρός]] με, σῖτον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 57. ΙΙ. Παθ., [[πλέω]] παραπλεύρως, [[παραπλέω]], τὴν Ἰταλίαν Θουκ. 6. 44· παρὰ τὴν ἤπειρον Δίων Κ. 48. 27· ἀπολ., π. ἐς τόπον, ἐπὶ τόπου Θουκ. 4. 25., 6. 52· ἀπολ., Πλουτ. Λούκουλλ. 37. 2) [[διαπλέω]] [[ἀπέναντι]], [[διαβαίνω]], [[διέρχομαι]] εἰς τὸ [[πέραν]], Πολύβ. 1. 52, 6, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 477.
|lstext='''παρακομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -κομιῶ, ὁδηγῶ, [[συνοδεύω]], Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 126. 2) [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], [[μετακομίζω]], Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 61· ἰδίως εἰς τόπον τινά, [[αὐτόθι]] 1. 4, 7· ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2· τάς τε [[ναῦς]] καθέλκειν τοὺς τριηράρχους καὶ παρακομίζειν ἐπὶ τὸ [[χῶμα]], καὶ νὰ τὰς φέρωσιν εἰς τὴν προκυμαίαν, Δημ. 1208. 4· [[καθόλου]], [[μεταφέρω]], [[φέρω]], Ἡρόδ. 7. 147. ― Μέσ., ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ κομισθῇ τι [[πρός]] με, σῖτον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 57. ΙΙ. Παθ., [[πλέω]] παραπλεύρως, [[παραπλέω]], τὴν Ἰταλίαν Θουκ. 6. 44· παρὰ τὴν ἤπειρον Δίων Κ. 48. 27· ἀπολ., π. ἐς τόπον, ἐπὶ τόπου Θουκ. 4. 25., 6. 52· ἀπολ., Πλουτ. Λούκουλλ. 37. 2) [[διαπλέω]] [[ἀπέναντι]], [[διαβαίνω]], [[διέρχομαι]] εἰς τὸ [[πέραν]], Πολύβ. 1. 52, 6, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 477.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> transporter le long de ; <i>Pass.</i> être transporté le long de, longer <i>ou</i> côtoyer : τὴν Ἰταλίαν THC l'Italie;<br /><b>2</b> transporter en passant devant;<br /><b>3</b> escorter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κομίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml