παρακομίζω

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακομίζω Medium diacritics: παρακομίζω Low diacritics: παρακομίζω Capitals: ΠΑΡΑΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: parakomízō Transliteration B: parakomizō Transliteration C: parakomizo Beta Code: parakomi/zw

English (LSJ)

A fut. παρακομῐῶ PPetr. 3p.122 (iii B.C.):—escort, convoy, E.HF125 (lyr.), X.HG1.4.7:—Pass., Plu.Oth.16.
2 carry over or convey over, transport, ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον Arist.HA580a17; π. ναῦς ἐπὶ τὸ χῶμα D.50.6: generally, convey, carry, Hdt.7.147, etc.:—Med., have a thing brought one, σῖτον X.HG 5.4.57:—Pass., ib.5.4.61, Plu.Oth.3.
3 obtain, receive a document, Mitteis Chr.227.4 (ii A.D.), etc.
II Pass., go beside or sail beside, coast along, τὴν Ἰταλίαν Th.6.44; παρὰ τὴν ἤπειρον D.C. 48.27; π. ἐς τὸν… λιμένα, ἐπὶ Καμαρίνης, Th.4.25, 6.52: abs., Plu.Luc. 37.
2 go across or sail across, pass over, Plb.1.52.6, etc.

German (Pape)

[Seite 484] herbeibringen, herbeischaffen; σῖτος τοῖς Ἀθηναίοις παρεκομίσθη, Xen. Hell. 5, 4, 61; hinüberschaffen, καμήλους τὰς πεζῇ παρακομιζούσας τὰ σκάφη, D. Sic. 2, 17; παρακομιεῖν καὶ περαιώσειν τὰ θηρία, Pol. 3, 46, 5; – vorbeiführen, geleiten, γέρων γέροντα παρακόμιζε, Eur. Herc. F. 126; Xen. Hell. 1, 4, 3. – Häufiger im pass., vorüberfahren, überfahren, übersetzen, παρεκομίζοντο τὴν Ἰταλίαν, Thuc. 6, 44; παρὰ τὴν ἤπειρον, D. C. 48, 27; παρεκομίσθη εἰς Συρακούσας, Pol., 52, 6; Sp.; – ὅπλα παρακομίζεσθαι, Waffen tragen, Plut. Oth. 3.

French (Bailly abrégé)

1 transporter le long de ; Pass. être transporté le long de, longer ou côtoyer : τὴν Ἰταλίαν THC l'Italie;
2 transporter en passant devant;
3 escorter, acc..
Étymologie: παρά, κομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-κομίζω met acc. transporteren:; σιτία παρακομίζοντες voedsel transporterend Hdt. 7.147.3; ook med..; ὥστ’ εὐπόρως ἤδη οἱ Θηβαῖοι σῖτον παρεκομίζοντο zodat de Thebanen verder zonder problemen voedsel konden laten aanvoeren Xen. Hell. 5.4.57; begeleiden:. παρακομίσαι αὐτοὺς ἐκέλευον zij gaven opdracht hen te begeleiden Xen. Hell. 1.4.7. med. intrans. (langs de kust) varen, ook met acc.: παρεκομίζοντο τὴν Ἰταλίαν zij voeren verder langs (de kust van) Italië Thuc. 6.44.2.

Russian (Dvoretsky)

παρακομίζω:
1 привозить, доставлять (ὁ σῖτος παρεκομίσθη Xen.);
2 перевозить, переправлять (τὰ θηρία Polyb.); med. объезжать (τὴν Ἰταλίαν Thuc.) или переезжать (εἰς Συρακούσας Polyb.);
3 следовать рядом, сопровождать (γέροντα Eur.);
4 med. носить с собой (τὰ ὅπλα Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. οδηγώ κάποιον, συνοδεύω
2. μεταφέρω («ἐν τοσαύταις ἡμέραις τὴν Λητὼ παρεκόμισαν ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον», Αριστοτ.)
3. προσκομίζω («τί δῆτα ἀδικέουσι οὗτοι ἡμῖν σιτία παρακομίζοντες;», Ηρόδ.)
4. παίρνω, δέχομαι
5. (μέσ. και παθ.) παρακομίζομαι
α) φροντίζω, ενεργώ ώστε να μεταφερθεί κάτι σ' εμένα
β) πλέω παραπλεύρως, παραπλέω
γ) διέρχομαι στο απέναντι μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κομίζω.

Greek Monotonic

παρακομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ·
I. 1. οδηγώ, συνοδεύω, πηγαίνω μαζί, σε Ευρ.
2. μεταφέρω ή μεταβιβάζω, μεταφέρω, διακομίζω, σε Ηρόδ. — Μέσ., ενεργώ ώστε να μεταφερθεί ένα πράγμα σε κάποιον, σε Ξεν.
II. 1. Παθ., βαδίζω ή πλέω δίπλα, παραπλέω, τὴν Ἰταλίαν, σε Θουκ.
2. βαδίζω ή πλέω ανάμεσα, διαπλέω, διέρχομαι, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακομίζω: μέλλ. Ἀττ. -κομιῶ, ὁδηγῶ, συνοδεύω, Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 126. 2) μεταφέρω, μεταβιβάζω, μετακομίζω, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 61· ἰδίως εἰς τόπον τινά, αὐτόθι 1. 4, 7· ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2· τάς τε ναῦς καθέλκειν τοὺς τριηράρχους καὶ παρακομίζειν ἐπὶ τὸ χῶμα, καὶ νὰ τὰς φέρωσιν εἰς τὴν προκυμαίαν, Δημ. 1208. 4· καθόλου, μεταφέρω, φέρω, Ἡρόδ. 7. 147. ― Μέσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ κομισθῇ τι πρός με, σῖτον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 57. ΙΙ. Παθ., πλέω παραπλεύρως, παραπλέω, τὴν Ἰταλίαν Θουκ. 6. 44· παρὰ τὴν ἤπειρον Δίων Κ. 48. 27· ἀπολ., π. ἐς τόπον, ἐπὶ τόπου Θουκ. 4. 25., 6. 52· ἀπολ., Πλουτ. Λούκουλλ. 37. 2) διαπλέω ἀπέναντι, διαβαίνω, διέρχομαι εἰς τὸ πέραν, Πολύβ. 1. 52, 6, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 477.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
I. to carry along with one, escort, convoy, Eur.
2. to carry or convey over, to transport, Xen.: generally, to convey, carry, Hdt.: —Mid. to have a thing brought one, Xen.
II. Pass. to go or sail beside, coast along, τὴν Ἰταλίαν Thuc.
2. to go or sail across, pass over, Polyb.

Lexicon Thucydideum

transportare, to transport, carry over, 8.108.4,
praetervehi, to sail past, 4.25.6, 6.44.2, [Schol. Scholiast παραπλέοντες ἐκομίζοντο]. 6.52.1, 6.62.2, 6.94.2.