Anonymous

πατέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0534.png Seite 534]] mit Füßen treten, niedertreten; auch aus Verachtung oder Geringschätzung mit Füßen treten, ὅρκια, Il. 4, 157; ὑφ' εἵματος κρυφεὶς πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων, Soph. Ai. 1146; καὶ πάντα ταῦτα λὰξ ὁρῶ πατούμενα, Aesch. Eum. 110; τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν, Soph. Ant. 745; τὴν δίκην, Ai. 1335; τὰ ταῖν θεαῖν ψηφίσματα, Ar. Vesp. 377; τῷ λόγῳ παρέξομεν πατεῖν, Plat. Theaet. 191 a; auch mißhandeln u. berauben, plündern, Plut. Timol. 14; Luc. oft; ὑπ' [[ἀλλήλων]] ὠθο ύμενοι καὶ πατούμενοι, Hdn. 7, 8, 13. – Einen Weg betreten, ἔχεις γὰρ χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν, Soph. O. C. 37; χαῖρε τὴν Λῆμνον πατῶν, Eur. Phoen. 1060; εἶμ' ἐς δόμων μέλαθρα, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; sp. D., wie Theocr. 18, 20; auch διηερίην δόνακες πατέοντες ἀταρπόν, Opp. Cyn. 3, 488; übh. gehen, ἄλλ' [[ἄλλοτε]] πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς, Pind. P. 2, 85; Aesch. Ag. 1298; Posidon. bei Ath. XII, 550 a. Übertr. von der Zeit, εἴη σέ τε τοῦτ ον [[ὑψοῦ]] χρόνον πατεῖν, Pind. Ol. 1, 115, die Zeit verleben; u. wie wir etwa sagen »an den Schuhen ablaufen«, Etwas wiederholentlich thun, sich viel womit beschäftigen, ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς, οὐδ' Αἴσωπον πεπάτηκας, Ar. Av. 471; τόν γε Τισίαν πεπάτηκας ἀκριβῶς, Plat. Phaedr. 273 a; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0534.png Seite 534]] mit Füßen treten, niedertreten; auch aus Verachtung oder Geringschätzung mit Füßen treten, ὅρκια, Il. 4, 157; ὑφ' εἵματος κρυφεὶς πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων, Soph. Ai. 1146; καὶ πάντα ταῦτα λὰξ ὁρῶ πατούμενα, Aesch. Eum. 110; τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν, Soph. Ant. 745; τὴν δίκην, Ai. 1335; τὰ ταῖν θεαῖν ψηφίσματα, Ar. Vesp. 377; τῷ λόγῳ παρέξομεν πατεῖν, Plat. Theaet. 191 a; auch mißhandeln u. berauben, plündern, Plut. Timol. 14; Luc. oft; ὑπ' [[ἀλλήλων]] ὠθο ύμενοι καὶ πατούμενοι, Hdn. 7, 8, 13. – Einen Weg betreten, ἔχεις γὰρ χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν, Soph. O. C. 37; χαῖρε τὴν Λῆμνον πατῶν, Eur. Phoen. 1060; εἶμ' ἐς δόμων μέλαθρα, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; sp. D., wie Theocr. 18, 20; auch διηερίην δόνακες πατέοντες ἀταρπόν, Opp. Cyn. 3, 488; übh. gehen, ἄλλ' [[ἄλλοτε]] πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς, Pind. P. 2, 85; Aesch. Ag. 1298; Posidon. bei Ath. XII, 550 a. Übertr. von der Zeit, εἴη σέ τε τοῦτ ον [[ὑψοῦ]] χρόνον πατεῖν, Pind. Ol. 1, 115, die Zeit verleben; u. wie wir etwa sagen »an den Schuhen ablaufen«, Etwas wiederholentlich thun, sich viel womit beschäftigen, ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς, οὐδ' Αἴσωπον πεπάτηκας, Ar. Av. 471; τόν γε Τισίαν πεπάτηκας ἀκριβῶς, Plat. Phaedr. 273 a; Sp.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>d'ord. au Moy.</i> [[πατέομαι]].<br />'''Étymologie:''' R. Πα, nourrir ; cf. <i>lat.</i> pascor, pabulum, etc.<br /><span class="bld">2</span>-ῶ :<br /><b>I.</b> fouler aux pieds <i>au propre et au figuré</i> acc.;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> fouler le sol, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> s'avancer, marcher : πρὸς βωμόν ESCHL vers l'autel;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> fouler en marchant, mettre le pied sur : δωμάτων πύλας ESCHL, χώρον SOPH sur le seuil d'une maison, sur le sol d'un pays.<br />'''Étymologie:''' DELG pê [[πάτος]], apparenté pê à [[πόντος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰτέω''': Αιολ. [[ματέω]] Σαπφὼ 76 Ahr., πρβλ. Ἰω. Γραμματ. 244· μέλλ. -ήσω· ([[πάτος]]). Πατῶ, περιπατῶ, [[βαδίζω]], π. σκολιαῖς ὁδοῖς Πινδ. Π. 2. 156· πρὸς βωμὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1298· εἴη σέ τε τοῦτον [[ὑψοῦ]] χρόνον πατεῖν, «ὁ [[νοῦς]]· εἴη δέ σε εἴη σέ τε τοῦτον [[ὑψοῦ]] χρόνον πατεῖν, «ὁ [[νοῦς]]· εἴη δέ σε τοῦτον τὸν χρόνον, ὃν ζῶμεν, ἐν ὕψει καὶ εὐδαιμονίᾳ διαζῆν» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 185· π. [[ἐπάνω]] ὄφεων Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 19. ΙΙ. μεταβ., καταπατῶ, πατῶ τι, πόας τέρεν [[ἄνθος]] πατεῖσαι Σαπφὼ ἔνθ’ ἀνωτ.· πορφύρας πατεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 957· [[χῶρος]] οὐχ ἁγνὸς πατεῖν, ὃν δὲν [[εἶναι]] ὅσιον νὰ πατῇ τις, Σοφ. Ο. Κ. 37· π. τὸν ἁδὺν [[οἶνον]] ἀπ’ ἀμπέλω, πατεῖν σταφυλάς. Ὑβρίας παρ’ Ἀθην. 696Α· καὶ οὐ μὴ πατήσουσιν [[οἶνον]] εἰς τὰ ὑπολήνια Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΙϚ΄, 10)· πατεῖ τὴν ληνὸν τοῦ οἴνου Ἀποκάλυψ. ΙΘ΄, 15: ― ἐν Αἰσχύλ. Χο. 732, ἀντὶ πατεῖν δωμάτων πύλας, ὁ Paley προτείνει [[πέλας]]. 2) περιπατῶ [[ἐντός]] τινος, κατοικῶ, [[συχνάζω]] τι, Λῆμνον πατῶν Σοφ. Φιλ. 1060· γαῖαν Θεόκρ. 18. 20· καὶ μεταγεν., π. πόντων Ὀππ. Κυνηγ. 2. 218· νῶτα ἁλὸς Ἀνθ. Π. 7. 532· ― μεταφορ. ὡς τὸ Λατ. terere, εὐνὰς π., [[συχνάζω]] εἰς .., μεταχειρίζομαι, μεταχειρίζομαι ἀπρεπῶς, εὐνὰς ἀδελφοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1193· ἐμεῖο [[δέμνιον]] οὐκ ἐπάτησας Καλλ. εἰς Δῆλ. 248· ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς κοὐ [[πολυπράγμων]], οὐδ’ Αἴσωπον πεπάτηκας, οὐδὲ τὸν Αἴσωπον ἀνέγνως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 471· τὸν Τισίαν .. πεπάτηκας ἀκριβῶς, ἔχεις σπουδάσῃ αὐτὸν ἐπιμελῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 273Α. ― Παθητ., πεπατημένος, [[λίαν]] [[συνήθης]], [[λέξις]] Φωτ. Βιβλ. 90. 25. 3) καταπατῶ, «τσαλαπατῶ», τινα Σοφ. Αἴ. 1144, Πλάτ. Φαῖδρ. 248Α, κτλ.· βουλὴν Ἀριστοφ. Ἱππ. 166· μεταφορ. (περὶ τῆς Ὁμηρικῆς χρήσεως ὅρα [[καταπατέω]]), π. [[κλέος]], τιμάς, δίκαια Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, Σοφ. Ἀντ. 745, Ἀποσπ. 606· τὰ τῶν θεῶν ψηφίσματα Ἀριστοφ. Σφ. 377· καὶ ἐν τῷ παθητ., τὸ [[θέμις]] λὰξ [[πέδον]] πατούμενον Αἰσχύλ. Χο. 644, πρβλ. Εὐμ. 110, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχων 1. 14· πρβλ. [[ἐμπεριπατέω]] ΙΙ. 4) λεηλατῶ, [[διαρπάζω]], πόλιν ... τῶν Ἑλληνίδων τὴν πρώτην πατήσαντες Ἡλιοδ. Αἰθ. σ. 168, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς (ἐν τ. β΄ σελ. 166) σημειοῦται: «πατήσαντες· σημείωσαι τὸ τῆς κοινῆς συνηθείας., φαμὲν γάρ, οἱ κλέπται ἐπάτησαν τὴν πόλιν, τὸ [[χωρίον]], τὸν οἶκον κτλ.». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 290.
|lstext='''πᾰτέω''': Αιολ. [[ματέω]] Σαπφὼ 76 Ahr., πρβλ. Ἰω. Γραμματ. 244· μέλλ. -ήσω· ([[πάτος]]). Πατῶ, περιπατῶ, [[βαδίζω]], π. σκολιαῖς ὁδοῖς Πινδ. Π. 2. 156· πρὸς βωμὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1298· εἴη σέ τε τοῦτον [[ὑψοῦ]] χρόνον πατεῖν, «ὁ [[νοῦς]]· εἴη δέ σε εἴη σέ τε τοῦτον [[ὑψοῦ]] χρόνον πατεῖν, «ὁ [[νοῦς]]· εἴη δέ σε τοῦτον τὸν χρόνον, ὃν ζῶμεν, ἐν ὕψει καὶ εὐδαιμονίᾳ διαζῆν» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 185· π. [[ἐπάνω]] ὄφεων Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 19. ΙΙ. μεταβ., καταπατῶ, πατῶ τι, πόας τέρεν [[ἄνθος]] πατεῖσαι Σαπφὼ ἔνθ’ ἀνωτ.· πορφύρας πατεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 957· [[χῶρος]] οὐχ ἁγνὸς πατεῖν, ὃν δὲν [[εἶναι]] ὅσιον νὰ πατῇ τις, Σοφ. Ο. Κ. 37· π. τὸν ἁδὺν [[οἶνον]] ἀπ’ ἀμπέλω, πατεῖν σταφυλάς. Ὑβρίας παρ’ Ἀθην. 696Α· καὶ οὐ μὴ πατήσουσιν [[οἶνον]] εἰς τὰ ὑπολήνια Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΙϚ΄, 10)· πατεῖ τὴν ληνὸν τοῦ οἴνου Ἀποκάλυψ. ΙΘ΄, 15: ― ἐν Αἰσχύλ. Χο. 732, ἀντὶ πατεῖν δωμάτων πύλας, ὁ Paley προτείνει [[πέλας]]. 2) περιπατῶ [[ἐντός]] τινος, κατοικῶ, [[συχνάζω]] τι, Λῆμνον πατῶν Σοφ. Φιλ. 1060· γαῖαν Θεόκρ. 18. 20· καὶ μεταγεν., π. πόντων Ὀππ. Κυνηγ. 2. 218· νῶτα ἁλὸς Ἀνθ. Π. 7. 532· ― μεταφορ. ὡς τὸ Λατ. terere, εὐνὰς π., [[συχνάζω]] εἰς .., μεταχειρίζομαι, μεταχειρίζομαι ἀπρεπῶς, εὐνὰς ἀδελφοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1193· ἐμεῖο [[δέμνιον]] οὐκ ἐπάτησας Καλλ. εἰς Δῆλ. 248· ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς κοὐ [[πολυπράγμων]], οὐδ’ Αἴσωπον πεπάτηκας, οὐδὲ τὸν Αἴσωπον ἀνέγνως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 471· τὸν Τισίαν .. πεπάτηκας ἀκριβῶς, ἔχεις σπουδάσῃ αὐτὸν ἐπιμελῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 273Α. ― Παθητ., πεπατημένος, [[λίαν]] [[συνήθης]], [[λέξις]] Φωτ. Βιβλ. 90. 25. 3) καταπατῶ, «τσαλαπατῶ», τινα Σοφ. Αἴ. 1144, Πλάτ. Φαῖδρ. 248Α, κτλ.· βουλὴν Ἀριστοφ. Ἱππ. 166· μεταφορ. (περὶ τῆς Ὁμηρικῆς χρήσεως ὅρα [[καταπατέω]]), π. [[κλέος]], τιμάς, δίκαια Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, Σοφ. Ἀντ. 745, Ἀποσπ. 606· τὰ τῶν θεῶν ψηφίσματα Ἀριστοφ. Σφ. 377· καὶ ἐν τῷ παθητ., τὸ [[θέμις]] λὰξ [[πέδον]] πατούμενον Αἰσχύλ. Χο. 644, πρβλ. Εὐμ. 110, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχων 1. 14· πρβλ. [[ἐμπεριπατέω]] ΙΙ. 4) λεηλατῶ, [[διαρπάζω]], πόλιν ... τῶν Ἑλληνίδων τὴν πρώτην πατήσαντες Ἡλιοδ. Αἰθ. σ. 168, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς (ἐν τ. β΄ σελ. 166) σημειοῦται: «πατήσαντες· σημείωσαι τὸ τῆς κοινῆς συνηθείας., φαμὲν γάρ, οἱ κλέπται ἐπάτησαν τὴν πόλιν, τὸ [[χωρίον]], τὸν οἶκον κτλ.». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 290.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>d'ord. au Moy.</i> [[πατέομαι]].<br />'''Étymologie:''' R. Πα, nourrir ; cf. <i>lat.</i> pascor, pabulum, etc.<br /><span class="bld">2</span>-ῶ :<br /><b>I.</b> fouler aux pieds <i>au propre et au figuré</i> acc.;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> fouler le sol, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> s'avancer, marcher : πρὸς βωμόν ESCHL vers l'autel;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> fouler en marchant, mettre le pied sur : δωμάτων πύλας ESCHL, χώρον SOPH sur le seuil d'une maison, sur le sol d'un pays.<br />'''Étymologie:''' DELG pê [[πάτος]], apparenté pê à [[πόντος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth