Anonymous

πείρινς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] ινθος, ἡ, der Wagenkorb (nach Apoll. L. H. τὰ ἐπὶ τῆς ἁμάξης, εἰς ἃ ἐντίθεται τὰ πρὸς τὴν χρείαν, [[ἕνεκα]] τοῦ [[πλείω]] χωρεῖν), Il. 24, 190. 267, aus welchen Stellen hervorgeht, daß er jedesmal auf den Wagen aufgebunden wird, Od. 15, 131. Bei Hom. nur im accus. πείρινθα. Bei Ap. Rh. 5, 873 [[πείρινθος]] ἐφαπτόμεναι [[μετόπισθε]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] ινθος, ἡ, der Wagenkorb (nach Apoll. L. H. τὰ ἐπὶ τῆς ἁμάξης, εἰς ἃ ἐντίθεται τὰ πρὸς τὴν χρείαν, [[ἕνεκα]] τοῦ [[πλείω]] χωρεῖν), Il. 24, 190. 267, aus welchen Stellen hervorgeht, daß er jedesmal auf den Wagen aufgebunden wird, Od. 15, 131. Bei Hom. nur im accus. πείρινθα. Bei Ap. Rh. 5, 873 [[πείρινθος]] ἐφαπτόμεναι [[μετόπισθε]].
}}
{{bailly
|btext=(ἡ) ; <i>seul. acc.</i> πείρινθα;<br />panier d'osier qu’on adaptait à un char.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt ou substrat typique de par la forme.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πείρινς''': -ινθος, ἡ, [[μέγας]] κάλαθος πλεκτὸς προσδεδεμένος ἐπὶ τῆς ἁμάξης, ἀποτελῶν πράγματι αὐτὸ τὸ [[σῶμα]] τῆς ἁμάξης, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ’ αὐτῆς [δηλ. τῆς ἁμάξης], «τὸ ἐπικείμενον τῇ ἁμάξῃ [[πλινθίον]], ἐφ’ οὗ φέρουσι τὰ φορτία, δ καὶ ὑπερτερίαν καλοῦσιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 190, 267· τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Ὀδ. Ο. 131, [[ἔνθα]] ἴδε Εὐστάθ.: - Ὁ Ὅμ. χρῆται μόνον τῇ αἰτ. πείρινθα· γενικ. παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 873· παρ’ Ἡσυχ. καὶ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. πείρινθος, -θα, μνημονεύονται ὡς τύποι τῆς ὀνομ. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «πείρινθος· [[πλέγμα]], τὸ ἐπὶ τῆς ἁμάξης, τὸ [[πλινθίον]], τὸ ἐπιτιθέμενον τῇ ἁμάξῃ τετράγωνον».
|lstext='''πείρινς''': -ινθος, ἡ, [[μέγας]] κάλαθος πλεκτὸς προσδεδεμένος ἐπὶ τῆς ἁμάξης, ἀποτελῶν πράγματι αὐτὸ τὸ [[σῶμα]] τῆς ἁμάξης, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ’ αὐτῆς [δηλ. τῆς ἁμάξης], «τὸ ἐπικείμενον τῇ ἁμάξῃ [[πλινθίον]], ἐφ’ οὗ φέρουσι τὰ φορτία, δ καὶ ὑπερτερίαν καλοῦσιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 190, 267· τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Ὀδ. Ο. 131, [[ἔνθα]] ἴδε Εὐστάθ.: - Ὁ Ὅμ. χρῆται μόνον τῇ αἰτ. πείρινθα· γενικ. παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 873· παρ’ Ἡσυχ. καὶ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. πείρινθος, -θα, μνημονεύονται ὡς τύποι τῆς ὀνομ. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «πείρινθος· [[πλέγμα]], τὸ ἐπὶ τῆς ἁμάξης, τὸ [[πλινθίον]], τὸ ἐπιτιθέμενον τῇ ἁμάξῃ τετράγωνον».
}}
{{bailly
|btext=(ἡ) ; <i>seul. acc.</i> πείρινθα;<br />panier d'osier qu’on adaptait à un char.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt ou substrat typique de par la forme.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth