Anonymous

πείρινς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=(ἡ) ; <i>seul. acc.</i> πείρινθα;<br />panier d'osier qu’on adaptait à un char.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt ou substrat typique de par la forme.
|btext=(ἡ) ; <i>seul. acc.</i> πείρινθα;<br />panier d'osier qu’on adaptait à un char.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt ou substrat typique de par la forme.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πείρινς''': -ινθος, , [[μέγας]] κάλαθος πλεκτὸς προσδεδεμένος ἐπὶ τῆς ἁμάξης, ἀποτελῶν πράγματι αὐτὸ τὸ [[σῶμα]] τῆς ἁμάξης, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ’ αὐτῆς [δηλ. τῆς ἁμάξης], «τὸ ἐπικείμενον τῇ ἁμάξῃ [[πλινθίον]], ἐφ’ οὗ φέρουσι τὰ φορτία, δ καὶ ὑπερτερίαν καλοῦσιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 190, 267· τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Ὀδ. Ο. 131, [[ἔνθα]] ἴδε Εὐστάθ.: - Ὁ Ὅμ. χρῆται μόνον τῇ αἰτ. πείρινθα· γενικ. παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 873· παρ’ Ἡσυχ. καὶ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. πείρινθος, -θα, μνημονεύονται ὡς τύποι τῆς ὀνομ. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «πείρινθος· [[πλέγμα]], τὸ ἐπὶ τῆς ἁμάξης, τὸ [[πλινθίον]], τὸ ἐπιτιθέμενον τῇ ἁμάξῃ τετράγωνον».
|elnltext=πείρινς -ινθος, ἡ mand (op wagen).
}}
{{elru
|elrutext='''πείρινς:''' ινθος ἡ (только acc. πείρινθα) (привязывавшийся к колеснице) короб Hom.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πείρινς:''' -ινθος, ἡ, καλαμένιο [[καλάθι]] (πλεκτό) προσαρτημένο πάνω σε [[άμαξα]] ή όχημα, αποτελώντας στην [[ουσία]] το κύριο [[τμήμα]] της άμαξας, σε Όμηρ.
|lsmtext='''πείρινς:''' -ινθος, ἡ, καλαμένιο [[καλάθι]] (πλεκτό) προσαρτημένο πάνω σε [[άμαξα]] ή όχημα, αποτελώντας στην [[ουσία]] το κύριο [[τμήμα]] της άμαξας, σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πείρινς:''' ινθος ἡ (только acc. πείρινθα) (привязывавшийся к колеснице) короб Hom.
|lstext='''πείρινς''': -ινθος, , [[μέγας]] κάλαθος πλεκτὸς προσδεδεμένος ἐπὶ τῆς ἁμάξης, ἀποτελῶν πράγματι αὐτὸ τὸ [[σῶμα]] τῆς ἁμάξης, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ’ αὐτῆς [δηλ. τῆς ἁμάξης], «τὸ ἐπικείμενον τῇ ἁμάξῃ [[πλινθίον]], ἐφ’ οὗ φέρουσι τὰ φορτία, δ καὶ ὑπερτερίαν καλοῦσιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 190, 267· τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Ὀδ. Ο. 131, [[ἔνθα]] ἴδε Εὐστάθ.: - Ὁ Ὅμ. χρῆται μόνον τῇ αἰτ. πείρινθα· γενικ. παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 873· παρ’ Ἡσυχ. καὶ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. πείρινθος, -θα, μνημονεύονται ὡς τύποι τῆς ὀνομ. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «πείρινθος· [[πλέγμα]], τὸ ἐπὶ τῆς ἁμάξης, τὸ [[πλινθίον]], τὸ ἐπιτιθέμενον τῇ ἁμάξῃ τετράγωνον».
}}
{{elnl
|elnltext=πείρινς -ινθος, ἡ mand (op wagen).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πείρινς]], ινθος, ἡ,<br />a [[wicker]]-[[basket]] [[fixed]] [[upon]] the [[ἅμαξα]] or [[carriage]], [[being]] in [[fact]] the [[body]] of the [[cart]], Hom.
|mdlsjtxt=[[πείρινς]], ινθος, ἡ,<br />a [[wicker]]-[[basket]] [[fixed]] [[upon]] the [[ἅμαξα]] or [[carriage]], [[being]] in [[fact]] the [[body]] of the [[cart]], Hom.
}}
}}