Anonymous

πεζεύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0542.png Seite 542]] zu Fuße gehen, gew. zu Lande reisen; ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων, Eur. Alc. 872; Xen. An. 5, 5, 4; διὰ τῆς θαλάσσης, Isocr. 4, 89; öfter in späterer Prosa, wie N. T.; Luc. rhet. praec. 18; ἡ πεζευομένη [[ὁδός]], Weg zu Lande, Strab. 6, 3, 5; τινὰ τῶν φορτίων πεζεύεται ταῖς ἁρμιιμάξαις, 4, 1, 14; οἱ πεζεύοντες, die Landmacht, Arist. pol. 7, 6; auch πεζεύειν τὴν θάλατταν, das Meer wie festes Land behandeln, zu Fuß über das Meer wie über festes Land gehen, Jac. Philostr. imagg. p. 252.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0542.png Seite 542]] zu Fuße gehen, gew. zu Lande reisen; ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων, Eur. Alc. 872; Xen. An. 5, 5, 4; διὰ τῆς θαλάσσης, Isocr. 4, 89; öfter in späterer Prosa, wie N. T.; Luc. rhet. praec. 18; ἡ πεζευομένη [[ὁδός]], Weg zu Lande, Strab. 6, 3, 5; τινὰ τῶν φορτίων πεζεύεται ταῖς ἁρμιιμάξαις, 4, 1, 14; οἱ πεζεύοντες, die Landmacht, Arist. pol. 7, 6; auch πεζεύειν τὴν θάλατταν, das Meer wie festes Land behandeln, zu Fuß über das Meer wie über festes Land gehen, Jac. Philostr. imagg. p. 252.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> aller par terre <i>abs.</i> ; πόδα π., <i>avec</i> [[ἐπί]] <i>ou</i> le gén. aller par terre ; π. διὰ τῆς θαλάσσης ISOCR aller sur mer comme sur la terre ferme;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> traverser à pied ; <i>Pass.</i> être traversé <i>ou</i> parcouru à pied.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεζεύω''': (πεζὸς) πορεύομαι, ὁδοιπορῶ [[πεζῇ]], περιπατῶ, ἀντίθετον τῷ [[ἱππεύω]] ἢ [[ἐλαύνω]] ἐφ’ ἁμάξης, ἐπὶ γαίας [[πόδα]] πεζεύων ([[ἔνθα]] τὸ [[πόδα]] κεῖται πλεοναστικῶς ὡς μετὰ τοῦ βαίνω, κτλ.), Εὐρ. Ἄλκ. 869· [[οὔτε]] ἄπουν [[οὔτε]] πεζεῦον Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 9· π. περὶ τὴν τροφήν, ἐπί τινων πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 12, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 33. 2) πορεύομαι ἢ ὁδοιπορῶ διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πορεύομαι διὰ θαλάσσης, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 14, Πολυβ. 16. 29, 11· π. μετὰ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 10. 48, 6· οἱ πεζεύοντες, πεζικαὶ δυνάμεις, πεζικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 6, 8 π. διὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου διαβαίνοντος τὴν γέφυραν τὴν [[ὑπὲρ]] τὸν Ἑλλήσποντον, Ἰσοκρ. 58Ε· οὕτω, πεζεύοντι τὴν θάλατταν τῷ Ποσειδῶνι ἐντετύχηκας Φιλόστρ. 774. - Παθ., ὁ [[Ἄθως]] πλείσθω, καὶ ὁ [[Ἑλλήσποντος]] πεζευέσθω Λουκ. Ρητ.· Διδάσκ. 18· ἡ ἐκ Βρεντεσίου πεζευομένη ὁδός, διὰ ξηρᾶς, Στράβ. 282· ἀπολ., πεζεύεσθαι, πορεύεσθαι διὰ ξηρᾶς, ὁ αὐτ. 189. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, καταλαβαίνω ἀπὸ τοῦ ἵππου, διάφ. γραφ. ἐν Νικήτ. Χρον. 329D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 84, 8.
|lstext='''πεζεύω''': (πεζὸς) πορεύομαι, ὁδοιπορῶ [[πεζῇ]], περιπατῶ, ἀντίθετον τῷ [[ἱππεύω]] ἢ [[ἐλαύνω]] ἐφ’ ἁμάξης, ἐπὶ γαίας [[πόδα]] πεζεύων ([[ἔνθα]] τὸ [[πόδα]] κεῖται πλεοναστικῶς ὡς μετὰ τοῦ βαίνω, κτλ.), Εὐρ. Ἄλκ. 869· [[οὔτε]] ἄπουν [[οὔτε]] πεζεῦον Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 9· π. περὶ τὴν τροφήν, ἐπί τινων πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 12, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 33. 2) πορεύομαι ἢ ὁδοιπορῶ διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πορεύομαι διὰ θαλάσσης, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 14, Πολυβ. 16. 29, 11· π. μετὰ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 10. 48, 6· οἱ πεζεύοντες, πεζικαὶ δυνάμεις, πεζικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 6, 8 π. διὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου διαβαίνοντος τὴν γέφυραν τὴν [[ὑπὲρ]] τὸν Ἑλλήσποντον, Ἰσοκρ. 58Ε· οὕτω, πεζεύοντι τὴν θάλατταν τῷ Ποσειδῶνι ἐντετύχηκας Φιλόστρ. 774. - Παθ., ὁ [[Ἄθως]] πλείσθω, καὶ ὁ [[Ἑλλήσποντος]] πεζευέσθω Λουκ. Ρητ.· Διδάσκ. 18· ἡ ἐκ Βρεντεσίου πεζευομένη ὁδός, διὰ ξηρᾶς, Στράβ. 282· ἀπολ., πεζεύεσθαι, πορεύεσθαι διὰ ξηρᾶς, ὁ αὐτ. 189. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, καταλαβαίνω ἀπὸ τοῦ ἵππου, διάφ. γραφ. ἐν Νικήτ. Χρον. 329D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 84, 8.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> aller par terre <i>abs.</i> ; πόδα π., <i>avec</i> [[ἐπί]] <i>ou</i> le gén. aller par terre ; π. διὰ τῆς θαλάσσης ISOCR aller sur mer comme sur la terre ferme;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> traverser à pied ; <i>Pass.</i> être traversé <i>ou</i> parcouru à pied.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR