Anonymous

πεζεύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> aller par terre <i>abs.</i> ; πόδα π., <i>avec</i> [[ἐπί]] <i>ou</i> le gén. aller par terre ; π. διὰ τῆς θαλάσσης ISOCR aller sur mer comme sur la terre ferme;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> traverser à pied ; <i>Pass.</i> être traversé <i>ou</i> parcouru à pied.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]].
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> aller par terre <i>abs.</i> ; πόδα π., <i>avec</i> [[ἐπί]] <i>ou</i> le gén. aller par terre ; π. διὰ τῆς θαλάσσης ISOCR aller sur mer comme sur la terre ferme;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> traverser à pied ; <i>Pass.</i> être traversé <i>ou</i> parcouru à pied.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πεζεύω''': (πεζὸς) πορεύομαι, ὁδοιπορῶ [[πεζῇ]], περιπατῶ, ἀντίθετον τῷ [[ἱππεύω]] ἢ [[ἐλαύνω]] ἐφ’ ἁμάξης, ἐπὶ γαίας [[πόδα]] πεζεύων ([[ἔνθα]] τὸ [[πόδα]] κεῖται πλεοναστικῶς ὡς μετὰ τοῦ βαίνω, κτλ.), Εὐρ. Ἄλκ. 869· [[οὔτε]] ἄπουν [[οὔτε]] πεζεῦον Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 9· π. περὶ τὴν τροφήν, ἐπί τινων πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 12, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 33. 2) πορεύομαι ἢ ὁδοιπορῶ διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πορεύομαι διὰ θαλάσσης, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 14, Πολυβ. 16. 29, 11· π. μετὰ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 10. 48, 6· οἱ πεζεύοντες, πεζικαὶ δυνάμεις, πεζικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 6, 8 π. διὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου διαβαίνοντος τὴν γέφυραν τὴν [[ὑπὲρ]] τὸν Ἑλλήσποντον, Ἰσοκρ. 58Ε· οὕτω, πεζεύοντι τὴν θάλατταν τῷ Ποσειδῶνι ἐντετύχηκας Φιλόστρ. 774. - Παθ., ὁ [[Ἄθως]] πλείσθω, καὶ ὁ [[Ἑλλήσποντος]] πεζευέσθω Λουκ. Ρητ.· Διδάσκ. 18· ἡ ἐκ Βρεντεσίου πεζευομένη ὁδός, διὰ ξηρᾶς, Στράβ. 282· ἀπολ., πεζεύεσθαι, πορεύεσθαι διὰ ξηρᾶς, ὁ αὐτ. 189. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, καταλαβαίνω ἀπὸ τοῦ ἵππου, διάφ. γραφ. ἐν Νικήτ. Χρον. 329D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 84, 8.
|elnltext=πεζεύω [πεζός] te voet reizen: (met pleon. πόδα ). ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων op de aarde lopend Eur. Alc. 869; πεζεῦσαι διὰ τῆς θαλάσσης τὸν μὲν Ἑλλήσποντον ζεύξας over zee marcheren door de Hellespont te overbruggen Isocr. 4.89; οἱ πεζεύοντες de landmacht Aristot. Pol. 1327b10.
}}
{{elru
|elrutext='''πεζεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[передвигаться пешком]], [[идти]] (ἐπὶ γαίας Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[идти сухим путем]] ([[μέχρι]] [[ἐνταῦθα]] ἐπέζευσεν ἡ [[στρατιά]] Xen.): οἱ πεζεύοντες Arst. сухопутные войска; π. διὰ τῆς θαλάσσης Isocr. переходить море (о переходе армии Ксеркса через Геллеспонт по мосту); ὁ [[Ἑλλήσποντος]] πεζευέσθω Luc. пусть Геллеспонт переходится по-суху.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πεζεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πεζός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[πηγαίνω]] ή [[ταξιδεύω]] με τα πόδια, [[περπατώ]] αντίθ. προς [[ιππεύω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πηγαίνω]] από την [[ξηρά]], αντίθ. προς το [[πηγαίνω]] από τη [[θάλασσα]], σε Ξεν.· <i>οἱ πεζεύοντες</i>, δυνάμεις ξηράς, σε Αριστ.
|lsmtext='''πεζεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πεζός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[πηγαίνω]] ή [[ταξιδεύω]] με τα πόδια, [[περπατώ]] αντίθ. προς [[ιππεύω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πηγαίνω]] από την [[ξηρά]], αντίθ. προς το [[πηγαίνω]] από τη [[θάλασσα]], σε Ξεν.· <i>οἱ πεζεύοντες</i>, δυνάμεις ξηράς, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πεζεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[передвигаться пешком]], [[идти]] (ἐπὶ γαίας Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[идти сухим путем]] ([[μέχρι]] [[ἐνταῦθα]] ἐπέζευσεν ἡ [[στρατιά]] Xen.): οἱ πεζεύοντες Arst. сухопутные войска; π. διὰ τῆς θαλάσσης Isocr. переходить море (о переходе армии Ксеркса через Геллеспонт по мосту); ὁ [[Ἑλλήσποντος]] πεζευέσθω Luc. пусть Геллеспонт переходится по-суху.
|lstext='''πεζεύω''': (πεζὸς) πορεύομαι, ὁδοιπορῶ [[πεζῇ]], περιπατῶ, ἀντίθετον τῷ [[ἱππεύω]] ἢ [[ἐλαύνω]] ἐφ’ ἁμάξης, ἐπὶ γαίας [[πόδα]] πεζεύων ([[ἔνθα]] τὸ [[πόδα]] κεῖται πλεοναστικῶς ὡς μετὰ τοῦ βαίνω, κτλ.), Εὐρ. Ἄλκ. 869· [[οὔτε]] ἄπουν [[οὔτε]] πεζεῦον Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 9· π. περὶ τὴν τροφήν, ἐπί τινων πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 12, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 33. 2) πορεύομαι ἢ ὁδοιπορῶ διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πορεύομαι διὰ θαλάσσης, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 14, Πολυβ. 16. 29, 11· π. μετὰ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 10. 48, 6· οἱ πεζεύοντες, πεζικαὶ δυνάμεις, πεζικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 6, 8 π. διὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου διαβαίνοντος τὴν γέφυραν τὴν [[ὑπὲρ]] τὸν Ἑλλήσποντον, Ἰσοκρ. 58Ε· οὕτω, πεζεύοντι τὴν θάλατταν τῷ Ποσειδῶνι ἐντετύχηκας Φιλόστρ. 774. - Παθ., ὁ [[Ἄθως]] πλείσθω, καὶ ὁ [[Ἑλλήσποντος]] πεζευέσθω Λουκ. Ρητ.· Διδάσκ. 18· ἡ ἐκ Βρεντεσίου πεζευομένη ὁδός, διὰ ξηρᾶς, Στράβ. 282· ἀπολ., πεζεύεσθαι, πορεύεσθαι διὰ ξηρᾶς, ὁ αὐτ. 189. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, καταλαβαίνω ἀπὸ τοῦ ἵππου, διάφ. γραφ. ἐν Νικήτ. Χρον. 329D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 84, 8.
}}
{{elnl
|elnltext=πεζεύω [πεζός] te voet reizen: (met pleon. πόδα ). ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων op de aarde lopend Eur. Alc. 869; πεζεῦσαι διὰ τῆς θαλάσσης τὸν μὲν Ἑλλήσποντον ζεύξας over zee marcheren door de Hellespont te overbruggen Isocr. 4.89; οἱ πεζεύοντες de landmacht Aristot. Pol. 1327b10.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj