Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πιθανός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0613.png Seite 613]] 1) Act., leicht überzeugend, überredend, mit Überredungsgabe ausgestattet, vgl. Mein. Men. p. 222. 575; von Sachen, bes. Worten und Beweisgründen, die Wahrscheinlichkeit für sich habend, leicht zu glauben, auch von Personen, glaubhaft, glaubwürdig; οὐδ' ἀσύνετ' ἀλλὰ πιθανὰ πάντα, Ar. Thesm. 463; Her. 2, 123; τοῖς πολλοῖς, Thuc. 6, 35; [[λόγος]], Plat. Phaed. 88 d; τὸ περὶ τῆς χώρας ἡμῶν πιθανὸν καὶ ἀληθὲς ἐλέγετο, Critia. 110 d; [[ταῦτα]] πιθανὸν λόγον ἔχει τινά, Legg. VII, 791 b, u. öfter; [[ὅπως]] ἂν ὦσιν ὡς πιθανώτατοι λέγειν, Gorg. 479 c; u. adv., πιθανῶς λέγειν, Phaedr. 269 c; πιθανώτερον ἀπολογήσασθαι, Phaed. 63 b; Folgde. – 2; Pass., leicht zu überzeugen, zu überreden, [[leichtgläubig]], Aesch. Ag. 472; dah. folgsam, Xen. Cyr. 2, 2, 10 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0613.png Seite 613]] 1) Act., leicht überzeugend, überredend, mit Überredungsgabe ausgestattet, vgl. Mein. Men. p. 222. 575; von Sachen, bes. Worten und Beweisgründen, die Wahrscheinlichkeit für sich habend, leicht zu glauben, auch von Personen, glaubhaft, glaubwürdig; οὐδ' ἀσύνετ' ἀλλὰ πιθανὰ πάντα, Ar. Thesm. 463; Her. 2, 123; τοῖς πολλοῖς, Thuc. 6, 35; [[λόγος]], Plat. Phaed. 88 d; τὸ περὶ τῆς χώρας ἡμῶν πιθανὸν καὶ ἀληθὲς ἐλέγετο, Critia. 110 d; [[ταῦτα]] πιθανὸν λόγον ἔχει τινά, Legg. VII, 791 b, u. öfter; [[ὅπως]] ἂν ὦσιν ὡς πιθανώτατοι λέγειν, Gorg. 479 c; u. adv., πιθανῶς λέγειν, Phaedr. 269 c; πιθανώτερον ἀπολογήσασθαι, Phaed. 63 b; Folgde. – 2; Pass., leicht zu überzeugen, zu überreden, [[leichtgläubig]], Aesch. Ag. 472; dah. folgsam, Xen. Cyr. 2, 2, 10 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> capable de persuader, persuasif :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> τινι qui trouve créance auprès de qqn ; avec un inf., pour faire qch ; <i>en parl. du caractère</i> qui prévient en sa faveur, qui plaît ; <i>en mauv. part</i> insinuant, captieux;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> croyable, vraisemblable ; <i>en parl. d'œuvres d'art</i> qui fait croire à la réalité, qui imite au naturel;<br /><b>II.</b> qui est <i>ou</i> peut être persuadé :<br /><b>1</b> crédule;<br /><b>2</b> obéissant, docile;<br /><i>Cp.</i> πιθανώτερος, <i>Sp.</i> πιθανώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐθᾰνός''': -ή, -όν, (√ΠΙΘ, [[πείθω]]) ὁ εἰς πειθὼ ἢ κατάπεισιν τείνων· [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ προσώπων, [[πειστικός]], ἔχων τὴν δύναμιν νὰ πείθῃ, καταπειστικός, [[μάλιστα]] ἐπὶ ῥητόρων [[δημοσίᾳ]] ἀγορευόντων, π. τοῖς πολλοῖς Θουκ. 6. 35· τῷ δήμῳ παρὰ πολύ... πιθανώτατος, ἐπὶ τοῦ Κλέωνος, ὁ αὐτ. 3. 36, πρβλ. 4. 21· π. ἐν ὄχλῳ Πλάτ. Γοργ. 458Ε· πιθανώτατος πάντων ἀνθρώπων Δημ. 980. 23· τοῦτο γὰρ αἴτιον καὶ τοῦ πιθανωτέρους [[εἶναι]] τοὺς ἀπαιδεύτους τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητορ. 2. 22, 3· πιθανώτατοι οἱ ἐν τοῖς πάθεσιν ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 17. 3· ― πιθαν. καὶ [[πανοῦργος]] Πλούτ. 2. 26Α, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρεμ., πιθανώτατος λέγειν Πλάτ. Γοργ. 479C· π. περιβαλεῖν τινα κακῷ, ἱκανὸς εἰς..., Εὐρ. Ὀρ. 906· πιθανώτατος στρατηγῆσαί τε καὶ προσαγαγέσθαι Ἱππ. 15, κτλ.· μετὰ προθ., π. ἐς στρατηγίαν ὁ αὐτ. ἐν Μιθρ. 51, πρβλ. Καρχηδ. 108, κτλ. 2) ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 464· λέγειν πιθανώτατ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 629· [[λόγος]], φωναὶ π. Πλάτ. Φαίδων 88D, κτλ.· λόγοι θαυμασίως ὡς π. Δημ. 928. 14· τὸ περὶ τοὺς λόγους π. = [[πιθανότης]], Πλάτ. Θεαίτ. 178Ε··συχν. παρ’ Ἀριστ. Ρητορ., ὡς 1. 2. 10., 2. 18. 1· μόνον ἐφρόντισαν τοῦ π. τοῦ πρὸς αὐτοὺς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυτ. 2. 4, 12, κτλ. 3) ἐπὶ τρόπων, καταπειστικός, [[ἑλκυστικός]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 16, 3· τὸ π. ἰσχὺν τῆς ἀληθείας ἔχει μείζω Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 78· οὐ π. ἔσχεν τὸ [[ἦθος]] Πλουτ. Φωκ. 3. 4) ἐπὶ φημῶν καὶ τῶν τοιούτων, πιστευτός, Ἡρόδ. 4. 214., 2. 123· π. τινι Πλάτ. Νόμ. 677Α· μετ’ ἀπαρ., πιστεύεσθαι πιθανὰ [[αὐτόθι]] 782D· ― πιθανόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι, Ἀριστ. Τοπ. 6. 14, 2. 5) ἐπὶ ἔργων τέχνης ἀπατῶν διὰ τὴν πιστότητα τῆς παραστάσεως, [[φυσικός]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7. ΙΙ. Παθ. ὁ εὐκόλως πειθόμενος, [[εὔπιστος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 485, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Παρμ. 133Β. 2) [[εὐπειθής]], [[ὑπήκοος]], Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16· π. λόγῳ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 13, 9. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, μετὰ πειστικότητος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 268, Πλάτ. Φαῖδρ. 269C, κ. ἀλλ. συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 63Β, Γοργ. 456C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 108.
|lstext='''πῐθᾰνός''': -ή, -όν, (√ΠΙΘ, [[πείθω]]) ὁ εἰς πειθὼ ἢ κατάπεισιν τείνων· [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ προσώπων, [[πειστικός]], ἔχων τὴν δύναμιν νὰ πείθῃ, καταπειστικός, [[μάλιστα]] ἐπὶ ῥητόρων [[δημοσίᾳ]] ἀγορευόντων, π. τοῖς πολλοῖς Θουκ. 6. 35· τῷ δήμῳ παρὰ πολύ... πιθανώτατος, ἐπὶ τοῦ Κλέωνος, ὁ αὐτ. 3. 36, πρβλ. 4. 21· π. ἐν ὄχλῳ Πλάτ. Γοργ. 458Ε· πιθανώτατος πάντων ἀνθρώπων Δημ. 980. 23· τοῦτο γὰρ αἴτιον καὶ τοῦ πιθανωτέρους [[εἶναι]] τοὺς ἀπαιδεύτους τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητορ. 2. 22, 3· πιθανώτατοι οἱ ἐν τοῖς πάθεσιν ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 17. 3· ― πιθαν. καὶ [[πανοῦργος]] Πλούτ. 2. 26Α, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρεμ., πιθανώτατος λέγειν Πλάτ. Γοργ. 479C· π. περιβαλεῖν τινα κακῷ, ἱκανὸς εἰς..., Εὐρ. Ὀρ. 906· πιθανώτατος στρατηγῆσαί τε καὶ προσαγαγέσθαι Ἱππ. 15, κτλ.· μετὰ προθ., π. ἐς στρατηγίαν ὁ αὐτ. ἐν Μιθρ. 51, πρβλ. Καρχηδ. 108, κτλ. 2) ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 464· λέγειν πιθανώτατ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 629· [[λόγος]], φωναὶ π. Πλάτ. Φαίδων 88D, κτλ.· λόγοι θαυμασίως ὡς π. Δημ. 928. 14· τὸ περὶ τοὺς λόγους π. = [[πιθανότης]], Πλάτ. Θεαίτ. 178Ε··συχν. παρ’ Ἀριστ. Ρητορ., ὡς 1. 2. 10., 2. 18. 1· μόνον ἐφρόντισαν τοῦ π. τοῦ πρὸς αὐτοὺς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυτ. 2. 4, 12, κτλ. 3) ἐπὶ τρόπων, καταπειστικός, [[ἑλκυστικός]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 16, 3· τὸ π. ἰσχὺν τῆς ἀληθείας ἔχει μείζω Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 78· οὐ π. ἔσχεν τὸ [[ἦθος]] Πλουτ. Φωκ. 3. 4) ἐπὶ φημῶν καὶ τῶν τοιούτων, πιστευτός, Ἡρόδ. 4. 214., 2. 123· π. τινι Πλάτ. Νόμ. 677Α· μετ’ ἀπαρ., πιστεύεσθαι πιθανὰ [[αὐτόθι]] 782D· ― πιθανόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι, Ἀριστ. Τοπ. 6. 14, 2. 5) ἐπὶ ἔργων τέχνης ἀπατῶν διὰ τὴν πιστότητα τῆς παραστάσεως, [[φυσικός]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7. ΙΙ. Παθ. ὁ εὐκόλως πειθόμενος, [[εὔπιστος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 485, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Παρμ. 133Β. 2) [[εὐπειθής]], [[ὑπήκοος]], Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16· π. λόγῳ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 13, 9. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, μετὰ πειστικότητος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 268, Πλάτ. Φαῖδρ. 269C, κ. ἀλλ. συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 63Β, Γοργ. 456C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 108.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> capable de persuader, persuasif :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> τινι qui trouve créance auprès de qqn ; avec un inf., pour faire qch ; <i>en parl. du caractère</i> qui prévient en sa faveur, qui plaît ; <i>en mauv. part</i> insinuant, captieux;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> croyable, vraisemblable ; <i>en parl. d'œuvres d'art</i> qui fait croire à la réalité, qui imite au naturel;<br /><b>II.</b> qui est <i>ou</i> peut être persuadé :<br /><b>1</b> crédule;<br /><b>2</b> obéissant, docile;<br /><i>Cp.</i> πιθανώτερος, <i>Sp.</i> πιθανώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]].
}}
}}
{{grml
{{grml