3,251,361
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> capable de persuader, persuasif :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> τινι qui trouve créance auprès de qqn ; avec un inf., pour faire qch ; <i>en parl. du caractère</i> qui prévient en sa faveur, qui plaît ; <i>en mauv. part</i> insinuant, captieux;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> croyable, vraisemblable ; <i>en parl. d'œuvres d'art</i> qui fait croire à la réalité, qui imite au naturel;<br /><b>II.</b> qui est <i>ou</i> peut être persuadé :<br /><b>1</b> crédule;<br /><b>2</b> obéissant, docile;<br /><i>Cp.</i> πιθανώτερος, <i>Sp.</i> πιθανώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> capable de persuader, persuasif :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> τινι qui trouve créance auprès de qqn ; avec un inf., pour faire qch ; <i>en parl. du caractère</i> qui prévient en sa faveur, qui plaît ; <i>en mauv. part</i> insinuant, captieux;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> croyable, vraisemblable ; <i>en parl. d'œuvres d'art</i> qui fait croire à la réalité, qui imite au naturel;<br /><b>II.</b> qui est <i>ou</i> peut être persuadé :<br /><b>1</b> crédule;<br /><b>2</b> obéissant, docile;<br /><i>Cp.</i> πιθανώτερος, <i>Sp.</i> πιθανώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πιθανός -ή -όν [πείθω] overtuigend, geloofwaardig; van pers..; ὡς πιθανώτατοι λέγειν zo overtuigend mogelijk in het spreken Plat. Grg. 479c; πιθανώτατοι... οἱ ἐν τοῖς πάθεσίν εἰσιν het overtuigendst (zijn) zij die ten prooi zijn aan emoties Aristot. Poët. 1455a30; πιθανωτέρους εἶναι τοὺς ἀπαιδεύτους... ἐν τοῖς ὄχλοις dat onontwikkelde lieden voor een groot publiek overtuigender zijn Aristot. Rh. 1395b27; van zaken; τὰ γὰρ ἔργα οἶμαί σοι πιθανώτερα παρεσχῆσθαι want ik meen dat mijn daden jou een geloofwaardiger bewijs hebben geleverd Xen. Cyr. 6.4.5; οὐκοῦν... πιθανώτερα ποιεῖς φαίνεσθαι; maak jij niet dat zij (kunstwerken) waarheidsgetrouwer lijken? Xen. Mem. 3.10.7; οὗτος οὐ πιθανὸν ἔσχεν οὐδὲ προσφιλὲς ὄχλῳ τὸ ἦθος hij had geen karakter dat vertrouwen wekte of geliefd was bij de massa Plut. Phoc. 3.1; subst. τὸ πιθανόν het overtuigende:. τὸ πιθανὸν τινὶ πιθανόν ἐστι het overtuigende is wat voor iemand overtuigend is Aristot. Rh. 1356b28. gehoorzaam:. πιθανοὶ οὕτως... ὥστε πρὶν εἰδέναι τὸ προσταττόμενον... πείθονται zo gehoorzaam, dat ze al gehoorzamen voordat ze weten wat de opdracht is Xen. Cyr. 2.2.10. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῐθᾰνός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[убедительно говорящий]], [[умеющий убеждать]], [[пользующийся влиянием]] (τῷ δήμῳ Thuc.; ἐν ὄχλῳ Plat.): πιθανώτατοι λέγειν Plat. обладающие необыкновенным искусством убеждать; πιθανώτατος περιβαλεῖν τινα κακῷ Eur. своими речами умеющий вовлечь кого-л. в беду; πιθανώτατοι ἐν τοῖς παθεσιν Arst. (актеры), наиболее убедительно изображающие страсти;<br /><b class="num">2)</b> [[убедительный]], [[правдоподобный]] (φωναί Plat.; λόγοι Dem.): τὸ περὶ τοὺς λόγους πιθανόν Plat. убедительность слов;<br /><b class="num">3)</b> [[сходный]] (с оригиналом), похожий (sc. οἱ ἀνδριάντες Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[привлекательный]], [[симпатичный]] (τῆς ψυχῆς [[ἦθος]] Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[легковерный]] (ὁ [[θῆλυς]] [[ὅρος]] Aesch.);<br /><b class="num">6)</b> [[послушный]], [[покорный]] Xen. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πῐθᾰνός:''' -ή, -όν ([[πείθω]]), σχεδιασμένος να [[πείσει]], και ως εκ [[τούτου]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει τη [[δύναμη]] της πειθούς, [[πειστικός]], [[καταπειστικός]], [[καπάτσος]], λέγεται για δημοφιλείς ομιλητές, ρήτορες, σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., <i>πιθανώτατος λέγειν</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για λογικά επιχειρήματα, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τρόπους, [[πειστικός]], [[ελκυστικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για φήμες, [[αληθοφανής]], [[εύσχημος]], [[πιθανός]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για έργα τέχνης, αυτός που δημιουργεί ψευδαισθήσεις, [[πιστός]] στην απομίμιση, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., εύκολα πειθόμενος, [[εύπιστος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπάκουος]], [[πειθήνιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, πειστικώς, με [[πειθώ]], συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''πῐθᾰνός:''' -ή, -όν ([[πείθω]]), σχεδιασμένος να [[πείσει]], και ως εκ [[τούτου]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει τη [[δύναμη]] της πειθούς, [[πειστικός]], [[καταπειστικός]], [[καπάτσος]], λέγεται για δημοφιλείς ομιλητές, ρήτορες, σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., <i>πιθανώτατος λέγειν</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για λογικά επιχειρήματα, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τρόπους, [[πειστικός]], [[ελκυστικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για φήμες, [[αληθοφανής]], [[εύσχημος]], [[πιθανός]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για έργα τέχνης, αυτός που δημιουργεί ψευδαισθήσεις, [[πιστός]] στην απομίμιση, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., εύκολα πειθόμενος, [[εύπιστος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπάκουος]], [[πειθήνιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, πειστικώς, με [[πειθώ]], συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πῐθᾰνός''': -ή, -όν, (√ΠΙΘ, [[πείθω]]) ὁ εἰς πειθὼ ἢ κατάπεισιν τείνων· [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ προσώπων, [[πειστικός]], ἔχων τὴν δύναμιν νὰ πείθῃ, καταπειστικός, [[μάλιστα]] ἐπὶ ῥητόρων [[δημοσίᾳ]] ἀγορευόντων, π. τοῖς πολλοῖς Θουκ. 6. 35· τῷ δήμῳ παρὰ πολύ... πιθανώτατος, ἐπὶ τοῦ Κλέωνος, ὁ αὐτ. 3. 36, πρβλ. 4. 21· π. ἐν ὄχλῳ Πλάτ. Γοργ. 458Ε· πιθανώτατος πάντων ἀνθρώπων Δημ. 980. 23· τοῦτο γὰρ αἴτιον καὶ τοῦ πιθανωτέρους [[εἶναι]] τοὺς ἀπαιδεύτους τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητορ. 2. 22, 3· πιθανώτατοι οἱ ἐν τοῖς πάθεσιν ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 17. 3· ― πιθαν. καὶ [[πανοῦργος]] Πλούτ. 2. 26Α, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρεμ., πιθανώτατος λέγειν Πλάτ. Γοργ. 479C· π. περιβαλεῖν τινα κακῷ, ἱκανὸς εἰς..., Εὐρ. Ὀρ. 906· πιθανώτατος στρατηγῆσαί τε καὶ προσαγαγέσθαι Ἱππ. 15, κτλ.· μετὰ προθ., π. ἐς στρατηγίαν ὁ αὐτ. ἐν Μιθρ. 51, πρβλ. Καρχηδ. 108, κτλ. 2) ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 464· λέγειν πιθανώτατ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 629· [[λόγος]], φωναὶ π. Πλάτ. Φαίδων 88D, κτλ.· λόγοι θαυμασίως ὡς π. Δημ. 928. 14· τὸ περὶ τοὺς λόγους π. = [[πιθανότης]], Πλάτ. Θεαίτ. 178Ε··συχν. παρ’ Ἀριστ. Ρητορ., ὡς 1. 2. 10., 2. 18. 1· μόνον ἐφρόντισαν τοῦ π. τοῦ πρὸς αὐτοὺς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυτ. 2. 4, 12, κτλ. 3) ἐπὶ τρόπων, καταπειστικός, [[ἑλκυστικός]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 16, 3· τὸ π. ἰσχὺν τῆς ἀληθείας ἔχει μείζω Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 78· οὐ π. ἔσχεν τὸ [[ἦθος]] Πλουτ. Φωκ. 3. 4) ἐπὶ φημῶν καὶ τῶν τοιούτων, πιστευτός, Ἡρόδ. 4. 214., 2. 123· π. τινι Πλάτ. Νόμ. 677Α· μετ’ ἀπαρ., πιστεύεσθαι πιθανὰ [[αὐτόθι]] 782D· ― πιθανόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι, Ἀριστ. Τοπ. 6. 14, 2. 5) ἐπὶ ἔργων τέχνης ἀπατῶν διὰ τὴν πιστότητα τῆς παραστάσεως, [[φυσικός]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7. ΙΙ. Παθ. ὁ εὐκόλως πειθόμενος, [[εὔπιστος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 485, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Παρμ. 133Β. 2) [[εὐπειθής]], [[ὑπήκοος]], Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16· π. λόγῳ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 13, 9. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, μετὰ πειστικότητος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 268, Πλάτ. Φαῖδρ. 269C, κ. ἀλλ. συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 63Β, Γοργ. 456C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 108. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |