Anonymous

ποιητής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0648.png Seite 648]] ὁ, wer Etwas macht, hervorbringt, schafft, Verfertiger; κλίνης, Plat. Rep. X, 597 d; τῶν πρὸς τοὺς πολεμίους μηχανημάτων, Erfinder, Xen. Cyr. 1, 6, 38; auch μάχης, Plut. Alex. 60, mit u. ohne νόμου, Gesetzgeber, Plat. Rep. 415 b; Schöpfer, τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντός, Tim. 28 c. – Bes. der [[Dichter]]. späterer Ausdruck statt des früheren [[ἀοιδός]], erst nach Hesiod. u. Pind. entstanden, als man schon angefangen hatte, Tonkunst u. eigentliche Dichtkunst von einander zu trennen, vgl. Wolf Proleg. p. XLII, 9; so von Homer, Her. 2, 53 u. oft bei Folgdn; vom Alcäus, Her. 5, 95; ποιητὴν ἢ λόγων συγγραφέα, Plat. Phaedr. 278 e; λόγων auch von Rednern, Euthyd. 305 b Phaedr. 234 e; übh. Schriftsteller, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0648.png Seite 648]] ὁ, wer Etwas macht, hervorbringt, schafft, Verfertiger; κλίνης, Plat. Rep. X, 597 d; τῶν πρὸς τοὺς πολεμίους μηχανημάτων, Erfinder, Xen. Cyr. 1, 6, 38; auch μάχης, Plut. Alex. 60, mit u. ohne νόμου, Gesetzgeber, Plat. Rep. 415 b; Schöpfer, τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντός, Tim. 28 c. – Bes. der [[Dichter]]. späterer Ausdruck statt des früheren [[ἀοιδός]], erst nach Hesiod. u. Pind. entstanden, als man schon angefangen hatte, Tonkunst u. eigentliche Dichtkunst von einander zu trennen, vgl. Wolf Proleg. p. XLII, 9; so von Homer, Her. 2, 53 u. oft bei Folgdn; vom Alcäus, Her. 5, 95; ποιητὴν ἢ λόγων συγγραφέα, Plat. Phaedr. 278 e; λόγων auch von Rednern, Euthyd. 305 b Phaedr. 234 e; übh. Schriftsteller, Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> <i>en parl. d'ouvrages manuels</i> fabricant, artisan;<br /><b>2</b> <i>en parl. de l'intelligence</i> qui compose des vers, poète ; <i>abs.</i> ὁ [[ποιητής]] le poète par excellence (Homère).<br />'''Étymologie:''' [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποιητής''': γεν. οῦ, Ἰων. -έω, ὁ, ὁ κατασκευάζων, [[κατασκευαστής]], μηχανημάτων Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38· κλίνης Πλάτ. Πολ. 597D τὸν π. καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 28C· ζῴων ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 234Α· θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 3Β· καὶ (μετὰ τοῦ νόμων, ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), [[νομοθέτης]], Πλάτ. Ὅροι 415Β. ΙΙ. ὁ ἐπινοητὴς καὶ παραγωγὸς ποιήματος, ὁ συνθεὶς [[ποίημα]] (πρβλ. τὸ Ἀρχ. Ἀγγ. maker· πρβλ. trouvère, troubadour· τοῦτ’ αὐτὸ ὁμοίως ἐξεφράζοντο καὶ οἱ Περουβιανοὶ διὰ τῆς λέξεως haravec, κατὰ τὸν Prescott, Hist. Peru, 1. σ. 114), ἰδίως λεγόμενον περὶ τοῦ Ὁμήρου (Ἡρόδ. 2. 53, κλπ.), [[ὅστις]] ἐκαλεῖτο ἐμφατικῶς ὁ [[ποιητής]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 31, 33., 2. 3, 16· π. κωμῳδίας Πλάτ. Νόμ. 935Ε· καὶ [[καθόλου]], Ἀριστ. Βάτρ. 96, 1030, Πλάτ. κτλ.· [[ὡσαύτως]] ὁ [[συνθέτης]] μουσικῆς, [[μελοποιός]], Πλάτ. Νόμ. 812D. 2) [[καθόλου]], ὁ παράγων οἱονδήποτε [[ἔργον]] διανοητικόν, [[συγγραφεύς]], [[ῥήτωρ]], π. λόγων Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε, πρβλ. 278Ε, ἐν Εὐθυδ. 305Β.
|lstext='''ποιητής''': γεν. οῦ, Ἰων. -έω, ὁ, ὁ κατασκευάζων, [[κατασκευαστής]], μηχανημάτων Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38· κλίνης Πλάτ. Πολ. 597D τὸν π. καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 28C· ζῴων ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 234Α· θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 3Β· καὶ (μετὰ τοῦ νόμων, ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), [[νομοθέτης]], Πλάτ. Ὅροι 415Β. ΙΙ. ὁ ἐπινοητὴς καὶ παραγωγὸς ποιήματος, ὁ συνθεὶς [[ποίημα]] (πρβλ. τὸ Ἀρχ. Ἀγγ. maker· πρβλ. trouvère, troubadour· τοῦτ’ αὐτὸ ὁμοίως ἐξεφράζοντο καὶ οἱ Περουβιανοὶ διὰ τῆς λέξεως haravec, κατὰ τὸν Prescott, Hist. Peru, 1. σ. 114), ἰδίως λεγόμενον περὶ τοῦ Ὁμήρου (Ἡρόδ. 2. 53, κλπ.), [[ὅστις]] ἐκαλεῖτο ἐμφατικῶς ὁ [[ποιητής]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 31, 33., 2. 3, 16· π. κωμῳδίας Πλάτ. Νόμ. 935Ε· καὶ [[καθόλου]], Ἀριστ. Βάτρ. 96, 1030, Πλάτ. κτλ.· [[ὡσαύτως]] ὁ [[συνθέτης]] μουσικῆς, [[μελοποιός]], Πλάτ. Νόμ. 812D. 2) [[καθόλου]], ὁ παράγων οἱονδήποτε [[ἔργον]] διανοητικόν, [[συγγραφεύς]], [[ῥήτωρ]], π. λόγων Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε, πρβλ. 278Ε, ἐν Εὐθυδ. 305Β.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> <i>en parl. d'ouvrages manuels</i> fabricant, artisan;<br /><b>2</b> <i>en parl. de l'intelligence</i> qui compose des vers, poète ; <i>abs.</i> ὁ [[ποιητής]] le poète par excellence (Homère).<br />'''Étymologie:''' [[ποιέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR