Anonymous

προαγορεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0704.png Seite 704]] 1) vorhersagen, weissagen; Xen. Conv. 4, 5; eine Sonnenfinsterniß, Her. 1, 74; Thuc. 1, 68. – 2) gew. öffentlich bekanntmachen, befehlen, verkündigen; τινί τι; ἰσονομίην ὑμῖν, Her. 3, 142, vgl. 7, 10, 4. 8, 83; bes. vom Herolde, ausrufen, 3, 61. 62; durch den Herold verkündigen lassen, 1, 22; ὑπὸ [[κήρυκος]], 9, 98; προηγόρευε τοῖς Ἀθηναίοις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Thuc. 2, 13; πόλεμον, Krieg ankündigen, 1, 131 u. A.; προαγορεύουσι τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, verbieten, Plat. Rep. IV, 426 c; auch φόνον, Legg. IX, 878 b; [[ἀνειπεῖν]] ἐκέλευσε τὸν κήρυκα ὅτι προαγορεύουσιν οἱ ἄρχοντες, Xen. An. 2, 2, 20; εἰ δέ τινα φεύγοντα λήψοιτο, προηγόρευσεν, ὅτι ὡς πολεμίῳ χρήσοιτο, Cyr. 3, 1, 3; ἄλλο τι ποιῶ ἢ τὰ προηγορευμένα, Mem. 1, 2, 35; Folgde. – Bes. wurde es in Athen von dem Verbote gebraucht, welches den eines Mordes Angeklagten vom Allerheiligsten ausschließt, παρεσκευάζοντο αἰτιᾶσθαι καὶ προαγορεύειν εἴργεσθαι τῶν νομίμων, Antiph. 6, 34, vgl. 5, 10 u. Dem. 47, 69. – Προαγορεύσεται steht passivisch Xen. Mag. equ. 2, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0704.png Seite 704]] 1) vorhersagen, weissagen; Xen. Conv. 4, 5; eine Sonnenfinsterniß, Her. 1, 74; Thuc. 1, 68. – 2) gew. öffentlich bekanntmachen, befehlen, verkündigen; τινί τι; ἰσονομίην ὑμῖν, Her. 3, 142, vgl. 7, 10, 4. 8, 83; bes. vom Herolde, ausrufen, 3, 61. 62; durch den Herold verkündigen lassen, 1, 22; ὑπὸ [[κήρυκος]], 9, 98; προηγόρευε τοῖς Ἀθηναίοις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Thuc. 2, 13; πόλεμον, Krieg ankündigen, 1, 131 u. A.; προαγορεύουσι τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, verbieten, Plat. Rep. IV, 426 c; auch φόνον, Legg. IX, 878 b; [[ἀνειπεῖν]] ἐκέλευσε τὸν κήρυκα ὅτι προαγορεύουσιν οἱ ἄρχοντες, Xen. An. 2, 2, 20; εἰ δέ τινα φεύγοντα λήψοιτο, προηγόρευσεν, ὅτι ὡς πολεμίῳ χρήσοιτο, Cyr. 3, 1, 3; ἄλλο τι ποιῶ ἢ τὰ προηγορευμένα, Mem. 1, 2, 35; Folgde. – Bes. wurde es in Athen von dem Verbote gebraucht, welches den eines Mordes Angeklagten vom Allerheiligsten ausschließt, παρεσκευάζοντο αἰτιᾶσθαι καὶ προαγορεύειν εἴργεσθαι τῶν νομίμων, Antiph. 6, 34, vgl. 5, 10 u. Dem. 47, 69. – Προαγορεύσεται steht passivisch Xen. Mag. equ. 2, 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> προηγόρευσα, <i>pf.</i> προηγόρευκα;<br /><b>I.</b> prédire;<br /><b>II.</b> faire savoir d'avance <i>ou</i> publiquement :<br /><b>1</b> prévenir, avertir de, acc. ; avec l'inf. : avertir <i>ou</i> déclarer d'avance que, annoncer que : τινι [[μή]] avec l'inf. : avertir qqn de ne pas, lui défendre de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> déclarer publiquement : [[τι]] qch, πόλεμόν τινι THC déclarer une guerre à qqn;<br /><b>3</b> proclamer <i>ou</i> faire proclamer par un héraut;<br /><b>4</b> prescrire, enjoindre, ordonner publiquement : τὰ προηγορευμένα XÉN les choses ordonnées;<br /><b>5</b> <i>t. de droit att.</i> signifier : τινί faire signification à qqn, le citer pour comparaître à jour fixe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀγορεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προᾰγορεύω''': ἀόρ. -ηγόρευσα, Ἡρόδ. 1. 74, 125· πρκμ. -ηγόρευκα Ψευδο-Δημ. 157. 19, (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. [[εἶναι]] προερῶ, [[προεῖπον]], πρκμ. προείρηκα)· ― παθ. μέλλ. (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 7· πρκμ. -ηγόρευμαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 2, 35. Λέγω τι πρότερον, τι Θουκ. 1. 68, 2. 13· μετ’ ἀπαρ. [[λέγω]] ἢ [[διακηρύττω]] ἐκ τῶν προτέρων ὅτι..., Ἡρόδ. 1. 74, 91, Πλάτ. Κρίτων 51D· πρ. ὅτι…, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 3· ὡς..., [[αὐτόθι]] 7. 5, 34· - ― [[λέγω]] ἢ [[συμβουλεύω]] ἐκ τῶν προτέρων, νουθετῶ, πολλοῖς πρ. τὰ μὲν ποιεῖν τὰ δὲ μὴ π. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 4, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 907D. 2) [[προλέγω]], προφηεύω, τὸ μέλλον Ξεν. Συμπ. 4. 5· τὴν Χριστοῦ ἄφιξιν Ἰουστ. Μάρτ. ΙΙ. [[λέγω]] ἐνώπιον πάντων, [[διακηρύττω]], [[δημοσίᾳ]] ἀγγέλλω, κηρύττω, τι Ἡρόδ. 7. 10, 4., 8. 83· τινί τι ὁ αὐτ. 1. 153· ἰσονομίην ὑμῖν πρ. ὁ αὐτ. 3. 142· πόλεμόν τινι Θουκ. 1. 131, Δημ. 157. 19, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ κήρυκος ἢ δημοσίου ὑπαλλήλου Ἡρόδ. 3. 61, 62· [[ὡσαύτως]] διὰ κήρυκος [[προκηρύσσω]] τι, ὁ αὐτ. 1. 22· πρ. ὑπὸ κήρυκος ὁ αὐτ. 9. 98 (ἂν καὶ τὸ ἀναγορεύειν ἦτο [[κυρίως]] ἡ ἐπὶ κηρύκων ἐν χρήσει [[λέξις]], τὸ δὲ προαγορεύειν ἐπὶ ἀρχόντων, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 20). 2) μετ’ ἀπαρ., [[δημοσίᾳ]] [[παραγγέλλω]], διατάττω, πρ. ὑμῖν παρεῖναι Ἡρόδ. 1. 125, πρβλ. 6. 37· πρ. τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν..., ἀπαγορεύω εἰς αὐτοὺς νά..., Πλάτ. Πολ. 426C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] δοτ., τοὺς Ἕλληνας πρ. αὐτονόμους ἀφιέναι Θουκ. 1. 140, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 38· πρ. ἀπέχεσθαι, διατάττει πάντας νὰ ἀπέχωνται, Ἀριστ. Ἀποσπ. 385. ― Παθ., γυμνάζεσθαι προαγορεύεται... ἅπασι Ξεν. Λακ. 12. 5, κλπ.· τὰ προηγορευμένα ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 2, 35. 3) δηλῶ εἰς ἀνθρώπους κατηγορουμένους ἐπὶ φόνῳ ὅτι [[εἶναι]] ἀποκεκλεισμένοι, τῆς κοινωνίας, πρ. εἵργεσθαι τῶν νομίμων Ἀντιφῶν 145. 23 κἑξ., πρβλ. 130. 23, Ἰσοκρ. 73D· ἀπολ., Ἀντιφῶν 147. 9· τὴν πρόρρησιν προαγ. Πλάτ. Νόμ. 871Β· πρβλ. [[προαγόρευσις]] ΙΙ. 2, προειπεῖν ΙΙ, [[πρόρρησις]] ΙΙ. 2. 4) [[παραγγέλλω]] εἰς τοὺς μέλλοντας νὰ δικασθῶσι νὰ ἐμφανισθῶσιν εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Δημ. 1160. 20, Πλουτ. Κοριολ. 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προαγορεύσας· προειπὼν, προφητεύσας, προξενήσας».
|lstext='''προᾰγορεύω''': ἀόρ. -ηγόρευσα, Ἡρόδ. 1. 74, 125· πρκμ. -ηγόρευκα Ψευδο-Δημ. 157. 19, (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. [[εἶναι]] προερῶ, [[προεῖπον]], πρκμ. προείρηκα)· ― παθ. μέλλ. (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 7· πρκμ. -ηγόρευμαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 2, 35. Λέγω τι πρότερον, τι Θουκ. 1. 68, 2. 13· μετ’ ἀπαρ. [[λέγω]] ἢ [[διακηρύττω]] ἐκ τῶν προτέρων ὅτι..., Ἡρόδ. 1. 74, 91, Πλάτ. Κρίτων 51D· πρ. ὅτι…, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 3· ὡς..., [[αὐτόθι]] 7. 5, 34· - ― [[λέγω]] ἢ [[συμβουλεύω]] ἐκ τῶν προτέρων, νουθετῶ, πολλοῖς πρ. τὰ μὲν ποιεῖν τὰ δὲ μὴ π. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 4, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 907D. 2) [[προλέγω]], προφηεύω, τὸ μέλλον Ξεν. Συμπ. 4. 5· τὴν Χριστοῦ ἄφιξιν Ἰουστ. Μάρτ. ΙΙ. [[λέγω]] ἐνώπιον πάντων, [[διακηρύττω]], [[δημοσίᾳ]] ἀγγέλλω, κηρύττω, τι Ἡρόδ. 7. 10, 4., 8. 83· τινί τι ὁ αὐτ. 1. 153· ἰσονομίην ὑμῖν πρ. ὁ αὐτ. 3. 142· πόλεμόν τινι Θουκ. 1. 131, Δημ. 157. 19, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ κήρυκος ἢ δημοσίου ὑπαλλήλου Ἡρόδ. 3. 61, 62· [[ὡσαύτως]] διὰ κήρυκος [[προκηρύσσω]] τι, ὁ αὐτ. 1. 22· πρ. ὑπὸ κήρυκος ὁ αὐτ. 9. 98 (ἂν καὶ τὸ ἀναγορεύειν ἦτο [[κυρίως]] ἡ ἐπὶ κηρύκων ἐν χρήσει [[λέξις]], τὸ δὲ προαγορεύειν ἐπὶ ἀρχόντων, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 20). 2) μετ’ ἀπαρ., [[δημοσίᾳ]] [[παραγγέλλω]], διατάττω, πρ. ὑμῖν παρεῖναι Ἡρόδ. 1. 125, πρβλ. 6. 37· πρ. τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν..., ἀπαγορεύω εἰς αὐτοὺς νά..., Πλάτ. Πολ. 426C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] δοτ., τοὺς Ἕλληνας πρ. αὐτονόμους ἀφιέναι Θουκ. 1. 140, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 38· πρ. ἀπέχεσθαι, διατάττει πάντας νὰ ἀπέχωνται, Ἀριστ. Ἀποσπ. 385. ― Παθ., γυμνάζεσθαι προαγορεύεται... ἅπασι Ξεν. Λακ. 12. 5, κλπ.· τὰ προηγορευμένα ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 2, 35. 3) δηλῶ εἰς ἀνθρώπους κατηγορουμένους ἐπὶ φόνῳ ὅτι [[εἶναι]] ἀποκεκλεισμένοι, τῆς κοινωνίας, πρ. εἵργεσθαι τῶν νομίμων Ἀντιφῶν 145. 23 κἑξ., πρβλ. 130. 23, Ἰσοκρ. 73D· ἀπολ., Ἀντιφῶν 147. 9· τὴν πρόρρησιν προαγ. Πλάτ. Νόμ. 871Β· πρβλ. [[προαγόρευσις]] ΙΙ. 2, προειπεῖν ΙΙ, [[πρόρρησις]] ΙΙ. 2. 4) [[παραγγέλλω]] εἰς τοὺς μέλλοντας νὰ δικασθῶσι νὰ ἐμφανισθῶσιν εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Δημ. 1160. 20, Πλουτ. Κοριολ. 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προαγορεύσας· προειπὼν, προφητεύσας, προξενήσας».
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> προηγόρευσα, <i>pf.</i> προηγόρευκα;<br /><b>I.</b> prédire;<br /><b>II.</b> faire savoir d'avance <i>ou</i> publiquement :<br /><b>1</b> prévenir, avertir de, acc. ; avec l'inf. : avertir <i>ou</i> déclarer d'avance que, annoncer que : τινι [[μή]] avec l'inf. : avertir qqn de ne pas, lui défendre de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> déclarer publiquement : [[τι]] qch, πόλεμόν τινι THC déclarer une guerre à qqn;<br /><b>3</b> proclamer <i>ou</i> faire proclamer par un héraut;<br /><b>4</b> prescrire, enjoindre, ordonner publiquement : τὰ προηγορευμένα XÉN les choses ordonnées;<br /><b>5</b> <i>t. de droit att.</i> signifier : τινί faire signification à qqn, le citer pour comparaître à jour fixe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀγορεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml