Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προοδοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] vorausgehen, Luc. abdic. 17; übh. vorbereiten, Arist. partt. an. 2, 5; προοδοποιεῖ ἡ μουσικὴ τὴν ψυχὴν εἰς σοφίαν, S. Emp. adv. mus. 34. – Auch med., Arist. part. an. 3, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] vorausgehen, Luc. abdic. 17; übh. vorbereiten, Arist. partt. an. 2, 5; προοδοποιεῖ ἡ μουσικὴ τὴν ψυχὴν εἰς σοφίαν, S. Emp. adv. mus. 34. – Auch med., Arist. part. an. 3, 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> προωδοποίησα, <i>pf.</i> προωδοποίηκα ; <i>pf. Pass.</i> προωδοποίημαι;<br />ouvrir <i>ou</i> frayer le chemin ; προοδοποιεῖν τινι ARSTT ouvrir la voie, donner accès à qch (à la peur, à l'étude, <i>etc.</i>) ; <i>Pass.</i> être préparé, disposé : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁδοποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προοδοποιέω''': ἀόρ. προωδοποίησα Ἀριστ. Προβλ. 2. 11, 3· πρκμ. προωδοποίηκα ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 2. 13, 7, Παθητ., προωδοποίημαι ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4., 2. 5, 6, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· [[ὥστε]] οἱ τύποι προωδοπεποίηκα, -πεποίημαι (Προβλ. 30. 1, 22, Πολιτ. 2. 9, 11) [[εἶναι]] πιθανῶς ἁμαρτήματα τῶν Ἀντιγραφέων. Παρασκευάζω τὴν ὁδὸν πρότερον, [[προπαρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]], ἐξομαλύνω τὴν ὁδόν, τῷ [[γῆρας]] πρ. τῇ δειλίᾳ Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 7· πάντα πρ. [[πρός]].., [[κάμνω]] πᾶσαν ἑτοιμασίαν διά…, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 77, 5· ἀπολ., Πλούτ. 2. 663Ε· ― Μέσ., διευθύνομαι, [[τείνω]] [[πρός]] τινα διεύθυνσιν, πρὸς τὸ ἄνω Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 8, πρβλ. Προβλ. 2. 11. ΙΙ. μετ’ αἰτιατικῆς, [[παρασκευάζω]] [[προηγουμένως]], τὴν παίδευσίν τινι Πλουτ. Λυκοῦργ. 4· τὸ [[σῶμα]] πρὸς τὸ ἱδροῦν Ἀριστ. Προβλ. 2. 11, 2, πρβλ. Πολιτ. 7. 17, 5· τὴν ψυχὴν εἴς τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 6. 34. ― Παθητ., παρασκευάζομαι πρότερον, αὑτοὺς παρεῖχον τῷ νομοθέτῃ προωδοποιημένους Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 11· πρ. τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4· προωδοποίηται [[ἕκαστος]] πρὸς τὴν ὀργὴν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 2, 10, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9· εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 2. 11· μετοχ. προωδοποιημένος, η, ον, παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 2. 9, 11.
|lstext='''προοδοποιέω''': ἀόρ. προωδοποίησα Ἀριστ. Προβλ. 2. 11, 3· πρκμ. προωδοποίηκα ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 2. 13, 7, Παθητ., προωδοποίημαι ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4., 2. 5, 6, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· [[ὥστε]] οἱ τύποι προωδοπεποίηκα, -πεποίημαι (Προβλ. 30. 1, 22, Πολιτ. 2. 9, 11) [[εἶναι]] πιθανῶς ἁμαρτήματα τῶν Ἀντιγραφέων. Παρασκευάζω τὴν ὁδὸν πρότερον, [[προπαρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]], ἐξομαλύνω τὴν ὁδόν, τῷ [[γῆρας]] πρ. τῇ δειλίᾳ Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 7· πάντα πρ. [[πρός]].., [[κάμνω]] πᾶσαν ἑτοιμασίαν διά…, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 77, 5· ἀπολ., Πλούτ. 2. 663Ε· ― Μέσ., διευθύνομαι, [[τείνω]] [[πρός]] τινα διεύθυνσιν, πρὸς τὸ ἄνω Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 8, πρβλ. Προβλ. 2. 11. ΙΙ. μετ’ αἰτιατικῆς, [[παρασκευάζω]] [[προηγουμένως]], τὴν παίδευσίν τινι Πλουτ. Λυκοῦργ. 4· τὸ [[σῶμα]] πρὸς τὸ ἱδροῦν Ἀριστ. Προβλ. 2. 11, 2, πρβλ. Πολιτ. 7. 17, 5· τὴν ψυχὴν εἴς τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 6. 34. ― Παθητ., παρασκευάζομαι πρότερον, αὑτοὺς παρεῖχον τῷ νομοθέτῃ προωδοποιημένους Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 11· πρ. τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4· προωδοποίηται [[ἕκαστος]] πρὸς τὴν ὀργὴν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 2, 10, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9· εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 2. 11· μετοχ. προωδοποιημένος, η, ον, παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 2. 9, 11.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> προωδοποίησα, <i>pf.</i> προωδοποίηκα ; <i>pf. Pass.</i> προωδοποίημαι;<br />ouvrir <i>ou</i> frayer le chemin ; προοδοποιεῖν τινι ARSTT ouvrir la voie, donner accès à qch (à la peur, à l'étude, <i>etc.</i>) ; <i>Pass.</i> être préparé, disposé : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁδοποιέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm