Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προοδοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> προωδοποίησα, <i>pf.</i> προωδοποίηκα ; <i>pf. Pass.</i> προωδοποίημαι;<br />ouvrir <i>ou</i> frayer le chemin ; προοδοποιεῖν τινι ARSTT ouvrir la voie, donner accès à qch (à la peur, à l'étude, <i>etc.</i>) ; <i>Pass.</i> être préparé, disposé : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁδοποιέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> προωδοποίησα, <i>pf.</i> προωδοποίηκα ; <i>pf. Pass.</i> προωδοποίημαι;<br />ouvrir <i>ou</i> frayer le chemin ; προοδοποιεῖν τινι ARSTT ouvrir la voie, donner accès à qch (à la peur, à l'étude, <i>etc.</i>) ; <i>Pass.</i> être préparé, disposé : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁδοποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προοδοποιέω''': ἀόρ. προωδοποίησα Ἀριστ. Προβλ. 2. 11, 3· πρκμ. προωδοποίηκα ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 2. 13, 7, Παθητ., προωδοποίημαι ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4., 2. 5, 6, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· [[ὥστε]] οἱ τύποι προωδοπεποίηκα, -πεποίημαι (Προβλ. 30. 1, 22, Πολιτ. 2. 9, 11) [[εἶναι]] πιθανῶς ἁμαρτήματα τῶν Ἀντιγραφέων. Παρασκευάζω τὴν ὁδὸν πρότερον, [[προπαρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]], ἐξομαλύνω τὴν ὁδόν, τῷ [[γῆρας]] πρ. τῇ δειλίᾳ Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 7· πάντα πρ. [[πρός]].., [[κάμνω]] πᾶσαν ἑτοιμασίαν διά…, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 77, 5· ἀπολ., Πλούτ. 2. 663Ε· ― Μέσ., διευθύνομαι, [[τείνω]] [[πρός]] τινα διεύθυνσιν, πρὸς τὸ ἄνω Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 8, πρβλ. Προβλ. 2. 11. ΙΙ. μετ’ αἰτιατικῆς, [[παρασκευάζω]] [[προηγουμένως]], τὴν παίδευσίν τινι Πλουτ. Λυκοῦργ. 4· τὸ [[σῶμα]] πρὸς τὸ ἱδροῦν Ἀριστ. Προβλ. 2. 11, 2, πρβλ. Πολιτ. 7. 17, 5· τὴν ψυχὴν εἴς τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 6. 34. ― Παθητ., παρασκευάζομαι πρότερον, αὑτοὺς παρεῖχον τῷ νομοθέτῃ προωδοποιημένους Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 11· πρ. τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4· προωδοποίηται [[ἕκαστος]] πρὸς τὴν ὀργὴν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 2, 10, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9· εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 2. 11· μετοχ. προωδοποιημένος, η, ον, παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 2. 9, 11.
|elnltext=προ-οδοποιέω een weg banen:; προωδοπεποίηκε τὸ γῆρας τῇ δειλίᾳ ouderdom heeft de weg vrijgemaakt voor lafheid Aristot. Rh. 1389b31; voorbereiden; med.. προωδοποιεῖται γὰρ ἕκαστος πρός τὴν ἑκάστου ὀργήν ieder heeft de basis gelegd voor zijn eigen boosheid Aristot. Rh. 1379a21; πολλὰ... προωδοποίησεν αὐτῷ τῆς νομοθεσίας hij hielp hem (Solon) zeer bij de voorbereiding van zijn wetgeving Plut. Sol. 12.8.
}}
{{elru
|elrutext='''προοδοποιέω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. пролагать дорогу, проторить путь (τινι, πρός и εἴς τι Arst.): π. τινί τι Plut. указывать кому-л. путь к чему-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[подготовлять]], [[предрасполагать]] (π. καὶ παρασκευάζειν τὸ [[σῶμα]] πρός τι Arst.; π. τὴν ψυχὴν εἰς σοφίαν Sext.): τῆς ὄψεως προοδοποιούσης Plut. по предварительном исследовании зрением.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προοδοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>προωδοποίηκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ετοιμάζω]] τον δρόμο από [[πριν]], <i>τινί</i>, για κάποιον, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[ετοιμάζω]] από [[πριν]], σε Πλούτ. — Παθ., ετοιμάζομαι από [[πριν]], σε Αριστ.· μτχ. <i>προωδοποιημένος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, προετοιμασμένος, [[έτοιμος]], στον ίδ.
|lsmtext='''προοδοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>προωδοποίηκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ετοιμάζω]] τον δρόμο από [[πριν]], <i>τινί</i>, για κάποιον, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[ετοιμάζω]] από [[πριν]], σε Πλούτ. — Παθ., ετοιμάζομαι από [[πριν]], σε Αριστ.· μτχ. <i>προωδοποιημένος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, προετοιμασμένος, [[έτοιμος]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προοδοποιέω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. пролагать дорогу, проторить путь (τινι, πρός и εἴς τι Arst.): π. τινί τι Plut. указывать кому-л. путь к чему-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[подготовлять]], [[предрасполагать]] (π. καὶ παρασκευάζειν τὸ [[σῶμα]] πρός τι Arst.; π. τὴν ψυχὴν εἰς σοφίαν Sext.): τῆς ὄψεως προοδοποιούσης Plut. по предварительном исследовании зрением.
|lstext='''προοδοποιέω''': ἀόρ. προωδοποίησα Ἀριστ. Προβλ. 2. 11, 3· πρκμ. προωδοποίηκα ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 2. 13, 7, Παθητ., προωδοποίημαι ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4., 2. 5, 6, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· [[ὥστε]] οἱ τύποι προωδοπεποίηκα, -πεποίημαι (Προβλ. 30. 1, 22, Πολιτ. 2. 9, 11) [[εἶναι]] πιθανῶς ἁμαρτήματα τῶν Ἀντιγραφέων. Παρασκευάζω τὴν ὁδὸν πρότερον, [[προπαρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]], ἐξομαλύνω τὴν ὁδόν, τῷ [[γῆρας]] πρ. τῇ δειλίᾳ Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 7· πάντα πρ. [[πρός]].., [[κάμνω]] πᾶσαν ἑτοιμασίαν διά…, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 77, 5· ἀπολ., Πλούτ. 2. 663Ε· ― Μέσ., διευθύνομαι, [[τείνω]] [[πρός]] τινα διεύθυνσιν, πρὸς τὸ ἄνω Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 8, πρβλ. Προβλ. 2. 11. ΙΙ. μετ’ αἰτιατικῆς, [[παρασκευάζω]] [[προηγουμένως]], τὴν παίδευσίν τινι Πλουτ. Λυκοῦργ. 4· τὸ [[σῶμα]] πρὸς τὸ ἱδροῦν Ἀριστ. Προβλ. 2. 11, 2, πρβλ. Πολιτ. 7. 17, 5· τὴν ψυχὴν εἴς τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 6. 34. ― Παθητ., παρασκευάζομαι πρότερον, αὑτοὺς παρεῖχον τῷ νομοθέτῃ προωδοποιημένους Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 11· πρ. τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4· προωδοποίηται [[ἕκαστος]] πρὸς τὴν ὀργὴν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 2, 10, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9· εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 2. 11· μετοχ. προωδοποιημένος, η, ον, παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 2. 9, 11.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-οδοποιέω een weg banen:; προωδοπεποίηκε τὸ γῆρας τῇ δειλίᾳ ouderdom heeft de weg vrijgemaakt voor lafheid Aristot. Rh. 1389b31; voorbereiden; med.. προωδοποιεῖται γὰρ ἕκαστος πρός τὴν ἑκάστου ὀργήν ieder heeft de basis gelegd voor zijn eigen boosheid Aristot. Rh. 1379a21; πολλὰ... προωδοποίησεν αὐτῷ τῆς νομοθεσίας hij hielp hem (Solon) zeer bij de voorbereiding van zijn wetgeving Plut. Sol. 12.8.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω perf. προωδοποίηκα<br /><b class="num">I.</b> to [[prepare]] the way [[before]], [[prepare]] or [[pave]] the way, τινί for [[another]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. to [[prepare]] [[beforehand]], Plut.:—Pass. to be [[prepared]] [[before]], Arist.: [[part]]. προωδοποιημένος, η, ον, [[prepared]], [[ready]], Arist.
|mdlsjtxt=fut. ήσω perf. προωδοποίηκα<br /><b class="num">I.</b> to [[prepare]] the way [[before]], [[prepare]] or [[pave]] the way, τινί for [[another]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. to [[prepare]] [[beforehand]], Plut.:—Pass. to be [[prepared]] [[before]], Arist.: [[part]]. προωδοποιημένος, η, ον, [[prepared]], [[ready]], Arist.
}}
}}