Anonymous

προσανατίθημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0750.png Seite 750]] (s. [[τίθημι]]), noch dazu eine Last auflegen, τινί τι, med. sich noch dazu eine Last auflegen lassen, sie übernehmen, τί, Xen. Mem. 2, 1, 8; – τινί, sich Einem anvertrauen, ihn um Rath fragen, τοῖς μάντεσι, D. Sic. 17, 116; Luc. Iov. Trag. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0750.png Seite 750]] (s. [[τίθημι]]), noch dazu eine Last auflegen, τινί τι, med. sich noch dazu eine Last auflegen lassen, sie übernehmen, τί, Xen. Mem. 2, 1, 8; – τινί, sich Einem anvertrauen, ihn um Rath fragen, τοῖς μάντεσι, D. Sic. 17, 116; Luc. Iov. Trag. 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσαναθήσω, <i>ao.</i> προσανέθηκα, <i>etc.</i><br />reporter à, attribuer à, <i>rég. ind. au dat.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> προσανατίθεμαι;<br /><b>1</b> se charger en outre de, acc.;<br /><b>2</b> en référer à, demander conseil à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνατίθημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσανατίθημι''': [[ἀνατίθημι]], ἀφιερῶ [[προσέτι]], δηνάρια, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 44· τὴν παρθενίαν τῷ θεῷ προσανέθηκε Σουΐδ. ἐν λ. Πουλχερία. ― Μεσ., [[ἀναλαμβάνω]] πρόσθετον βάρος, ἀλλὰ προσανατίθεσθαι καὶ τὸ τοῖς ἄλλοις πολίταις ὧν δέονται πορίζειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 8· [[ἀλλά]], ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο, [[διότι]] εἰς ἐμὲ οἱ ἐπισημότεροι οὐδὲν περισσότερον προσέθηκαν, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 6. ΙΙ. προσανατίθεμαί τινι, συσκέπτομαι μετά τινος, Χρύσιππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. νεοττός, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 1, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. α΄, 16· τινι [[περί]] τινος Διόδ. 17. 116.
|lstext='''προσανατίθημι''': [[ἀνατίθημι]], ἀφιερῶ [[προσέτι]], δηνάρια, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 44· τὴν παρθενίαν τῷ θεῷ προσανέθηκε Σουΐδ. ἐν λ. Πουλχερία. ― Μεσ., [[ἀναλαμβάνω]] πρόσθετον βάρος, ἀλλὰ προσανατίθεσθαι καὶ τὸ τοῖς ἄλλοις πολίταις ὧν δέονται πορίζειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 8· [[ἀλλά]], ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο, [[διότι]] εἰς ἐμὲ οἱ ἐπισημότεροι οὐδὲν περισσότερον προσέθηκαν, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 6. ΙΙ. προσανατίθεμαί τινι, συσκέπτομαι μετά τινος, Χρύσιππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. νεοττός, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 1, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. α΄, 16· τινι [[περί]] τινος Διόδ. 17. 116.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσαναθήσω, <i>ao.</i> προσανέθηκα, <i>etc.</i><br />reporter à, attribuer à, <i>rég. ind. au dat.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> προσανατίθεμαι;<br /><b>1</b> se charger en outre de, acc.;<br /><b>2</b> en référer à, demander conseil à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνατίθημι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR