προσανατίθημι

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανατίθημι Medium diacritics: προσανατίθημι Low diacritics: προσανατίθημι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: prosanatíthēmi Transliteration B: prosanatithēmi Transliteration C: prosanatithimi Beta Code: prosanati/qhmi

English (LSJ)

A offer besides or dedicate besides, δηνάρια πεντακισχίλια CIG 2782.44 (Aphrodisias); τῷ θεῷ προσανατεθεικὼς ἅπαντα Jul.ad Them.267b; τὴν παρθενίαν θεῷ Suid. s.v. Πουλχερία:—Med., προσανατίθεμαι = take an additional burden on oneself, X.Mem.2.1.8; but προσανατίθεμαι τινί τι = contribute of oneself to another, Ep.Gal.2.6.
2 ascribe, τινί τι Porph. ap. Eus.PE3.11.
II προσανατίθεσθαί τινι = take counsel with one, Chrysipp.Stoic.2.344, Phld.Vit.p.31 J., Ep.Gal.1.16, Luc.JTr.1; τοῖς μάντεσι περί τινος D.S.17.116; refer a matter for consideration, PTeb.99.5 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 750] (s. τίθημι), noch dazu eine Last auflegen, τινί τι, med. sich noch dazu eine Last auflegen lassen, sie übernehmen, τί, Xen. Mem. 2, 1, 8; – τινί, sich Einem anvertrauen, ihn um Rat fragen, τοῖς μάντεσι, D. Sic. 17, 116; Luc. Iov. Trag. 1.

French (Bailly abrégé)

f. προσαναθήσω, ao. προσανέθηκα, etc.
reporter à, attribuer à, rég. ind. au dat.
Moy. προσανατίθεμαι;
1 se charger en outre de, acc.;
2 en référer à, demander conseil à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀνατίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ανατίθημι, med. ook nog op zich nemen, met acc.: προσαναθέσθαι τό... ὧν (= ταῦτα ὧν) δέονται πορίζειν ook nog het verschaffen van wat ze nodig hadden op zich nemen Xen. Mem. 2.1.8. opleggen, met dat. en acc.: ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδέν προσανέθεντο de mensen van aanzien hebben mij geen verplichting opgelegd NT Gal. 2.6. te rade gaan bij, met dat.: ἐμοὶ προσανάθου, λαβέ με σύμβουλον consulteer mij, neem mij als raadsman Luc. 21.1.

Russian (Dvoretsky)

προσανατίθημι:
1 сверх того возлагать (τινί τι NT): προσαναθέσθαι τὸ καὶ τοῖς ἄλλοις πολίταις, ὧν δέονται, πορίζειν Xen. взяться удовлетворить нужды и других граждан;
2 сверх того доверять: προσανατίθεσθαί τινι Luc., Diod., NT совещаться с кем-л., просить совета у кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

προσανατίθημι: ἀνατίθημι, ἀφιερῶ προσέτι, δηνάρια, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 44· τὴν παρθενίαν τῷ θεῷ προσανέθηκε Σουΐδ. ἐν λ. Πουλχερία. ― Μεσ., ἀναλαμβάνω πρόσθετον βάρος, ἀλλὰ προσανατίθεσθαι καὶ τὸ τοῖς ἄλλοις πολίταις ὧν δέονται πορίζειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 8· ἀλλά, ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο, διότι εἰς ἐμὲ οἱ ἐπισημότεροι οὐδὲν περισσότερον προσέθηκαν, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 6. ΙΙ. προσανατίθεμαί τινι, συσκέπτομαι μετά τινος, Χρύσιππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. νεοττός, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 1, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. α΄, 16· τινι περί τινος Διόδ. 17. 116.

English (Strong)

from πρός and ἀνατίθεμαι; to lay up in addition, i.e. (middle voice and figuratively) to impart or (by implication) to consult: in conference add, confer.

English (Thayer)

2nd aorist middle προσανεθέμην;
1. to lay upon in addition (cf. πρός, IV:2).
2. Middle,
a. to lay upon oneself in addition: φορτον, Pollux 1,9, 99; to undertake besides: τί, Xenophon, mem. 2,1, 8.
b. with a dative of the person to put oneself upon another by going to him (πρός), i. e. to commit or betake oneself to another namely, for the purpose of consulting him, hence, to consult, to take one into counsel (A. V. confer with), (Diodorus 17,116 τοῖς μαντεσι προσαναθεμενος περί τοῦ σημείου; Lucian, Jup. trag. § 1 ἐμοί προσαναθου, λαβέ με σύμβουλον πόνων), to add from one's store (this is the force of the middle), to communicate, impart: τί πινι Galatians 2:6.

Greek Monolingual

Α
1. προσφέρω ή αφιερώνω κάτι επιπροσθέτως
2. αποδίδω σε κάποιον κάτι
3. μέσ. προσανατίθεμαι
α) αναλαμβάνω πρόσθετο βάρος, επιφορτίζομαι επί πλέον
β) συμπράττω με κάποιον σε κάτι, βοηθώ κάποιον
γ) (με δοτ.) συσκέπτομαι με κάποιον ή συμβουλεύομαι κάποιον σχετικά με ένα ζήτημα
δ) λαμβάνω κάτι υπ' όψιν μου, το υπολογίζω, το λογαριάζω
ε) αναφέρω κάτι ως αξιοπαρατήρητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνατίθημι «αποδίδω, αφιερώνω ως ανάθημα»].

Chinese

原文音譯:prosanat⋯qemi 普羅士-安那-提帖米
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向著-上-安放
字義溯源:商量,請教,加增,貢獻;由(πρός)=向著)與(ἀνατίθημι)=宣布)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (ἀνατίθημι)又由(ἀνά)*)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(2);加(2)
譯字彙編
1) 我⋯商量(1) 加1:16;
2) 加增(1) 加2:6